Ὁ ἄνθρωπος κλίνει φυσικά στό νά λυπῆται καί νά πονᾶ στίς δυστυχίες καί συμφορές τῶν ἄλλων. Ἴσως ἐπειδή εἶναι κοινές ἤ ἐπειδή ὅλοι εἴμεθα ἀπό τό ἴδιο φύραμα, ἤ ἐπειδή δέν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος «τί τέξεται ἡ ἐπιούσα».
Δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ἀργότερα δέν θά φυτρώσουν στόν ἴδιον οἱ ἄκανθες τῶν πόνων τίς ὁποῖες βλέπει σέ ἄλλους. Γι’ αὐτούς τούς λόγους δικαίως σύρεται κανείς σέ συμπαθῆ διάθεση, ὅταν θεωρῆ τίς ἀσθένειες καί τούς πόνους τῶν συνανθρώπων του.
Ποῖος, λοιπόν, θά ἦταν τόσο σκληρός στήν καρδία, τόσο θηριογνώμων στήν διάθεση ὥστε νά μή συλλυπηθῆ καί νά μή συμπονέση σήμερα, ἀκούγοντας ἀπό τό ἱερόν Εὐαγγέλιον τούς πολλούς ἐκείνους χρόνους, τούς ὁποίους ἐπέρασεν ὁ σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, σάν ἀναίσθητος λίθος, ἐπάνω σέ ἕνα κρεββάτι;
Ποίου ἡ ψυχή δέν θά πονοῦσε ἀκούγοντας πώς αὐτός ὁ ταλαίπωρος ἦταν ὄχι μόνον παράλυτος ἀλλά καί εὐρίσκετο σέ ἐσχάτην πτωχεία, καί γι’ αὐτό ἦταν ἔρημος ἀπό φίλους, γυμνός ἀπό συγγενεῖς;
Ποῖος νά μή συλλυπηθῆ, ὅταν συλλογισθῆ ὄχι μόνον τούς πόνους πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ βαρυτάτη ἀσθένεια τῆς παραλυσίας, ἀλλά ἀκόμη τήν λύπη καί τό παράπονο πού ἠσθάνετο ὅταν ἔβλεπε τόν Ἄγγελο νά ταράσση τό ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, νά ἰατρεύεται ἄλλος καί νά φεύγη, καί ὁ ἴδιος νά κείτεται πάντοτε ἐκεῖ;
Μοῦ φαίνεται, λοιπόν, πώς ὅσοι χρόνοι ἐπερνοῦσαν καί ὅσοι ἀσθενεῖς ἰατρεύοντο, τόσες πληγές ἐδέχετο ὁ δυστυχισμένος αὐτός παράλυτος, συλλογιζόμενος πώς οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶχαν συγγενεῖς καί φίλους, οἱ ὁποῖοι τούς ἐβοηθοῦσαν στήν θεραπείαν τους, ἐνῶ γι’ αὐτόν δέν εὑρέθη ποτέ σέ τόσους χρόνους οὔτε φίλος οὔτε συγγενής νά τόν βοηθήση γιά νά ἰατρευθῆ.
Ποῖος, λοιπόν, εἶναι πού θά συλλογισθῆ τήν ἐσχάτην αὐτήν πτωχεία τοῦ παραλύτου καί δέν θά λυπηθῆ μαζί του; Καί καθώς δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν παρακινηθῆ σέ συμπάθεια ἀπό αὐτήν τήν ἐσχάτη δυστυχία τοῦ παραλύτου, ὁμοίως δέν εὑρίσκεται κανείς πού νά μήν ἀγανακτήση καί νά μήν παρασυρθῆ σέ θυμόν καί ὀργήν ὅταν ἰδῆ ὅτι κάποιος ἄλλος παρόμοιος παράλυτος, ἔχοντας ἄνθρωπον πού στέκεται πάντοτε πρόθυμος, ἕτοιμος νά τοῦ δώση τήν θεραπείαν, αὐτός παρακινημένος ἀπό τήν ἰδικήν τοῦ ἐθελοκακίαν καί ἀγνωσίαν, ἀναβάλλει τόν χρόνον τῆς θεραπείας του, ἠμπορεῖ καί δέν θέλει νά σηκωθεῖ μέσα ἀπό τόν τάφον ἐκεῖνον τῆς ἀσθενείας;
Τοιοῦτον παράλυτον, τοιοῦτον ἀσθενῆ, ποῖος θά τόν ἀκούση καί δέν θά ἀγανακτήση; Ποῖος θά τόν ἰδῆ καί δέν θά ὀργισθῆ ἐναντίον του; Ἀλλά εἶναι δυνατόν νά εὑρεθῆ, θά μοῦ εἰπῆ κάποιος, τοιοῦτος ἀνόητος ἀσθενής, τοιοῦτος ἀναίσθητος παράλυτος, ποῦ νά ἀποστρέφεται τόν ἰατρόν του;
Νά μή θέλη τήν ὑγείαν του, ἀλλά νά προτιμᾶ νά εἶναι λεπρωμένος παρά καθαρός, νά εἶναι συζώντανος ἐνταφιασμένος μέσα στούς πόνους, μέσα στήν δυσωδία τῆς ἀσθενείας; Ναί, εἶναι πολλοί. Τόσοι, ὅσοι καί οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ἀκίνητοι στήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ὅλους αὐτούς εἰκονίζει ὁ παράλυτος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστρέφεται τόν ἰατρόν του, ἐκεῖνος πού εἶχε ἄνθρωπον, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά τόν ἰατρεύση σέ μία στιγμή, χωρίς νά χρειάζεται ἄγγελο νά ταράξη τό ὕδωρ μίαν φορά τόν χρόνο, ἐπειδή αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», καί μάλιστα ἔχει στήσει πολλές φορές κολυμβῆθρες ἐμπρός στούς ὀφθαλμούς τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ὅσα μυστήρια, ὅσοι σταλαγμοί δακρύων τῆς μετανοίας, τόσες καί οἱ θεραπευτικές ἀναταραχές. Ὅσες στιγμές ἔχει ἡ ὥρα, τόσες φορές καί ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ἕτοιμος νά δώση τήν συγχώρηση γιά νά ἰατρεύση τήν λέπραν τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, ὁ πνευματικῶς παράλυτος, σφαλίζει τούς ὀφθαλμούς του νά μήν ἰδῆ τόν ἰατρόν, προτιμᾶ νά εἶναι νεκρός, κατάκοιτος στήν ἁμαρτία παρά ζωντανός στήν ἀρετή.
Ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ ἐσχάτη ἀναισθησία; Ἀπό ποῦ αὐτή ἡ ἀξιοδάκρυτος καταδίκη στόν ἁμαρτωλόν; Ἀπό τήν πονηρᾶν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας. Αὐτή εἶναι πού ἔχει δεμένον τόν ἁμαρτωλό στό κρεβάτι τῆς ἀναισθησίας, αὐτή εἶναι πού τόν παρακινεῖ νά προτιμήση τόν θάνατον ἀπό τήν ζωήν.
Καί γιά νά βεβαιωθῆς πώς εἶναι τόσο δυνατή αὐτή ἡ συνήθεια, πρόσεχε: Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνοικτές τίς ἀκοές του στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καί δέχεται μέ τόσην προθυμία τά κηρυττόμενα, ὡσάν ἐπιστολές πού τοῦ στέλλει ὁ Οὐράνιός του Πατήρ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται πώς ὁ σημερινός παράλυτος παριστάνει μίαν εἰκόνα ἐκείνου πού εἶναι δεμένος ἀπό τήν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας.
Διότι καθώς ἡ παράλυσις, ἐπειδή διαλύει τά νεῦρα τοῦ σώματος, κάμνει τό σῶμα νεκρόν καί ἀκίνητον, τοιουτοτρόπως καί ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, κόπτει τά νεῦρα τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό τήν κάμνει ἀκίνητον σέ κάθε ἐργασία τῆς ἀρετῆς, στήν ὁποίαν δέν ἔχει δύναμιν ἡ ψυχή νά ἀνεβῆ, ἐπειδή σύρεται πάντοτε κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτημάτων.
Ὅθεν καί ὁ μέγας Βασίλειος γράφει: «ἡ συνήθεια πού ἐπαγιώθη, μέ τήν πάροδο μακροῦ χρόνου, λαμβάνει ἰσχύν φύσεως. Γι’ αὐτό δέν εἶναι μικρός ὁ πόλεμος νά νικήση κάποιος τήν συνήθεια».
Ἄς κοπιάση ὅσον θέλει, ἄς προσπαθήση ὅποιος θέλει μέ ὅ,τι τρόπον ἠμπορεῖ νά κόψη ἕνα φυσικόν ἰδίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἄς εἰποῦμεν τό γελαστικόν ἤ τό ἐπιθυμητικόν.
Ματαίως κοπιάζει. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὅταν γηράση, μεταβάλλεται σέ φύσιν, ἀποκτᾶ ἰδιότητες φυσικῆς δυνάμεως. Καί βεβαίως, ὁ μέγας Πατήρ πού ἀναφέραμε δικαίως λέγει ὅτι δέν εἶναι μικρός ὁ πόλεμος νά νικήση κάποιος τήν παλαιάν συνήθεια.
Τρισόλβιος λοιπόν καί ἄξιος πολλῶν ἐγκωμίων ὅποιος, πρίν νά γηράση ἡ ἁμαρτία, τῆς κόπτει τά νεῦρα καί πρίν τόν νεκρώση αὐτή, τήν θανατώνει. Καθώς σέ ἕνα καινούργιον ἀγγεῖον, ὅ,τι βάλεις στήν ἀρχή καί τό ἀφήσεις νά πολυκαιρίση, παίρνει ἐκείνου τήν ὀσμή, εἴτε καλή εἶναι εἴτε κακή, καί ὕστερα ὅσον καί ἄν πλύνης ἐκεῖνο τό ἀγγεῖον, δέν ἠμπορεῖς μέ τίποτε νά ἀφαιρέσης ἐκείνην τήν εὐωδίαν ἤ δυσωδίαν, κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ἡ ἁμαρτία, ὅταν πολυκαιρίση στήν καρδία, ὅταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ἤ παντελῶς δέν χωρίζεται ἀπό τόν ἄνθρωπον, ἀλλά ὅσον πολυκαιρίζει τόσον ριζώνει ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας.
Ὅθεν ἐπαινῶ ἐκεῖνον τόν σοφόν, ὅποιος καί ἄν εἶναι, ὁ ὁποῖος θέλοντας νά φανερώση τό πλάτος καί βάθος τῆς πονηρᾶς συνηθείας, τῆς ἔδιδε τοιοῦτον σύμβολον. Ἐζωγράφιζεν ὡς ἱερογλυφικόν ἕνα σπήλαιον ὑπόγειον μέ τήν ἐπιγραφήν: «τό εὖρος τόσον, ὅσον καί τό βάθος».
Θέλοντας μέ τοῦτο νά φανερώση ὅτι ἡ πονηρά συνήθεια αὐξάνοντας κάθε ἡμέρα μέ τό γάλα τῆς κακίας καί τῆς πονηρίας, ὅσον πολυχρόνιον πάθος εἶναι, τόσο εἶναι καί χειρότερον. Διότι καθώς καί τά ἄλλα πράγματα ἀρχίζουν ἀπό μικρά καί αὐξάνουν μέ τήν πολυκαιρίαν, μέ ἀνάλογον τρόπον καί ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας φθάνει μέ τήν πολυκαιρία σέ τόσην αὔξηση, ὥστε γίνεται ἀκατανίκητος.
Γράφει μέ πολύν πόνο στό χρυσόν βιβλίον τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ μέγας Αὐγουστίνος: ἀνεστέναζα δεμένος. Ἀπό ποῖον ὤ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;
Ὄχι ἀπό ἄλλον, λέγει, ὄχι ἀπό ξένην ἁλυσίδα, ἀλλά μέ τήν ἰδικήν μου σιδηρᾶν συνήθεια, ἡ ἰδική μου θέλησις ἦταν ὁ τύραννος. Ἡ ἄρρηκτος ἅλυσις ἦταν ἡ συνήθεια, ἡ ὁποία μέ ἔδεσε τόσον πού μέ ἔφερε σέ ἀκολασίαν, πράγμα τό ὁποῖο, μήν ἠμπορώντας νά ἀποκόψω, ἔγινεν ἀνάγκη, καί ἡ ἀνάγκη κατέληξε νά γίνη φύσις.
Ὅθεν μετά ἀπό ὅλα αὐτά φωνάζει: κανείς δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβη πόσην δυσκολίαν ἔχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, τό νά ἀποκόψη κάποιος μίαν παλαιάν συνήθεια, ἐκτός ἀπό αὐτόν πού ἔχει ἀγωνισθῆ. Γιά ποῖον λόγον ὅμως, ἐξήγησέ μας καθαρώτερα, διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης; Διότι, λέγει, ὁ πονηρός λογισμός γεννᾶ ἡδονήν, ἀπό αὐτήν πάλι γεννᾶται ἡ συγκατάθεσις, καί ἀπό τήν συγκατάθεσιν ἡ πράξις, καί ἀπό τήν πράξιν ἡ συνήθεια, καί ἀπό τήν συνήθεια γεννᾶται ἡ ἀνάγκη, καί αὐτήν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος.
Ὅθεν δέν σφάλλεις ἄν παρομοιάσης τόν ἁμαρτωλόν ἐκεῖνον πού ἄφησε τήν ἁμαρτία νά γίνη στήν ψυχή τοῦ συνήθεια, δέν σφάλλεις λέγω, ἐάν τόν παρομοιάσης μέ κάποιον πού ἔπεσε στά χέρια ἑνός ἀσπλάχνου καί ἀνελεήμονος τυράννου, τόν ὁποῖον, θέλοντας ἐκεῖνος ὁ τύραννος νά θανατώση, τόν ἔκλεισε σέ μία σκοτεινήν φυλακήν, χωρίς νά τόν κλειδώση.
Πλήν ὅμως ἔχασε τήν πόρτα καί δέν εὑρίσκει ἀπό ποῦ νά ἐξέλθη. Ὅθεν τριγυρίζοντας ἀποθνήσκει ἐκεῖ μέσα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σ’ ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖον ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει συνήθεια. Αἰσθάνεται πώς εὑρίσκεται σέ μία σκοτεινή φυλακή καί τριγυρίζει νά εὔρη τήν πόρταν, πλήν ὅμως τήν ἔχει κλεισμένην ἡ πονηρά συνήθεια.
Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀναβάλλει συνεχῶς νά εὔρη τήν πόρτα τῆς ἐλευθερίας, εὑρίσκει τόν θάνατον τῆς παντελοῦς ἀπωλείας, καθώς ἔχει γραφή: «συνήθειαν λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία, ἕλκει εἰς παντελῆ ἀπώλειαν». Ἦλθε σέ μεγάλην ἀνάγκην ὁ βασιλεύς Σαούλ, στόν πόλεμον ἐκεῖνον πού ἐκήρυξεν ἐναντίον τοῦ ὁ ὑπερήφανος Γολιάθ, γι’ αὐτό ἠναγκάσθη νά ἐνδύση μέ τά ἰδικά τοῦ βασιλικά ἅρματα τόν Δαβίδ. Ἐκεῖνος τά ἐφόρεσε μετά πολλῆς χαρᾶς, ὅμως ἐκεῖ πού ἔκαμε νά σαλεύση γιά νά ὑπάγη ἐναντίον τοῦ Γολιάθ, βλέπει ὅτι ἀπό τά ἅρματα ἐκεῖνα περισσότερον ἐμποδίζεται παρά βοηθεῖται.
Ἐνθυμούμενος λοιπόν ὁ Δαβίδ ὅτι αὐτός δέν ἐσυνήθιζε ποτέ νά νικᾶ ἐχθρούς μέ τοιαῦτα ὄπλα, ἀλλά μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, σέ συνδυασμό μέ τήν ἰδικήν τοῦ ποιμαντικήν σφενδόνα, λέγει στόν βασιλέα: «Ὑψηλότατε βασιλεῦ, εὐχαριστῶ γιά τήν τιμήν πού μου ἔκαμες. Λαμπρά καί πολύτιμα εἶναι τά ἅρματά σου, ἀλλά δέν εἶναι γιά ἐμένα, διότι ἐγώ δέν ἐσυνήθισα νά νικῶ ἐχθρούς μέ τοιαῦτα ἅρματα.
Βλέπεις πόσην δύναμιν ἔχει ἡ συνήθεια, ὥστε νά ὑπερβαίνη καί τήν δύναμη τῶν βασιλικῶν ἁρμάτων; Πόσοι εὐγενεῖς, πόσοι βασιλικοῦ αἵματος, πόσοι βασιλικοῦ νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Καί ὅμως δέν ἠμποροῦν νά ἀντιπαλαίσουν ἕναν Γολιάθ, ἕνα πάθος, ἕναν θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν;
Ἀλλά ἁρματωμένοι μέ βασιλικά καί λαμπρά ὄπλα σύρονται στό σκότος τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν πονηρᾶν συνήθειαν τῶν καταφρονεμένων ἐκείνων παθῶν, τά ὁποία καί αὐτοί οἱ ἴδιοι τό ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι ἐπονείδιστα, πώς εἶναι θανατηφόρα.
Ἀναστενάζουν αὐτοί οἱ βασιλικοί ἄνδρες, οἱ λαμπροφορεμένοι γίγαντες, κάτω ἀπό τά πόδια ἑνός ὑβριστοῦ καί βλασφήμου Γολιάθ, ἀναστενάζουν κάτω ἀπό τήν τυραννία μίας πολυκεφάλου Ὕδρας, τήν ὁποίαν ὁ νέος Ἡρακλῆς Δαβίδ θανατώνει εὐκολότατα μέ μίαν σφενδόνα, μέ μίαν φυγήν, μέ μίαν γρήγορον ἀποκοπήν τῆς ἁμαρτίας.
Ὤ κατηραμένη συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ποῖος θά ἀναλογισθῆ τήν δύναμη πού ἔχεις καί δέν θά ἀναστενάξη; Ποῖος θά ἀναλογισθῆ τήν καταφρόνηση καί τό ὄνειδος πού προξενεῖς στούς βασιλικούς καί εὐγενικούς ἄνδρες, καί δέν θά εἰπῆ μέ τόν μεγαλοφωνότατον Ἠσαΐαν «Οὐαί οἱ ἐπισπώμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν ὡς σχοινίω μακρῶ»;
Ἄς σᾶς ἀπαριθμήσω ὅμως μέ συντομίαν τά ἄλλα ὅσα προξενεῖ στήν ψυχή αὐτή ἡ πονηρά συνήθεια: Πρῶτον, κάμνει τά ἁμαρτήματα βαρύτερα, ἐπειδή οἱ ρίζες τους, τά πάθη, προχωροῦν ὅλο καί βαθύτερα. Εἶναι φανερόν γιά κάθε σκεπτόμενον ἄνθρωπον αὐτό πού λέγω, ὅτι δηλαδή κάθε ἁμαρτία, ὅσον ἀργοπορεῖ στόν ἄνθρωπο, τόσο γίνεται βαρυτέρα, τόσον αὐξάνει ἡ κακία της.
Δεύτερον, ἡ πονηρά συνήθεια σμικρύνει τά ἔμφυτα ἀγαθά, καί τούτη ἡ ζημία δέν χρειάζεται ἀπόδειξιν σέ κάποιον πού στοχάζεται τήν εὐλάβειαν, τήν ἀγάπην πού εἶχε πρός τόν Θεόν κάθε ψυχή πρίν νά κυριευθῆ ἀπό κάποιο θανάσιμον πάθος, ἤ καί τήν κλίσιν πού εἶχε στό νά ἐλεῆ καί νά σπλαχνίζεται τούς ἄλλους πρίν νά κυριευθῆ ἀπό τήν φιλαργυρίαν.
Αὐτές τίς ἀρετές πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος πρίν νά πέση στίς ἀντίθετες αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ἁμαρτίες, ἐάν τίς μετρήσης ὕστερα, εὑρίσκεις ὅτι ἐξέπεσαν πολύ ἀπό τόν πρῶτον τους βαθμόν.
Τρίτον, κάμνει ἡ συνήθεια τόν ἄνθρωπον εὐάλωτον στά λοιπά ἁμαρτήματα, ἐπειδή ἀνοίγει δρόμον ἡ μία ἁμαρτία στήν ἄλλη, τό ἕνα βοηθᾶ τό ἄλλο.
Τέταρτον, μέ τό βάρος πού δίδει στήν ψυχήν ἡ συνήθεια, δέν παρακινεῖ πλέον ὅπως στήν ἀρχήν, ἀλλά ἐξαναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεῖ τόν ἄνθρωπο, πολλές φορές, καί χωρίς νά τό θέλη, νά ἁμαρτάνη. Πέμτον ἀποτέλεσμα τῆς συνηθείας εἶναι ἡ ἀπελπισία, καί τελευταῖον ἡ αἰώνιος κόλασις.
Ὅθεν ὁ ἱερός Αὐγουστίνος παρομοιάζει τήν κακήν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, μέ ἕναν ὕπνο βαθύ, ἀπό τόν ὁποῖον, ὅταν ξυπνήση ὁ ἄνθρωπος, θέλει νά περιπατήση, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ, ἐπειδή ἐμποδίζεται ἀπό τό βάρος τοῦ ὕπνου.
Ἔτσι καί αὐτός πού εἶναι κυριευμένος ἀπό τήν πολυκαιρινήν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἀκούει τόν λόγον τοῦ Θεοῦ πού λέγει: «ἀπολιπέτω ὁ ἀσεβής τάς ὁδούς αὐτοῦ, καί ἀνήρ ἄνομος τάς βουλᾶς αὐτοῦ, καί ἐπιστράφητε πρός μέ, καί ἐλεήσω ὑμᾶς, καί ἀφήσω τάς ἁμαρτίας ὑμῶν».
Θέλει νά ἐπιστρέψη στόν Θεόν, ἐπιθυμεῖ νά ἀφήση τίς ἁμαρτίες, ὅμως δέν ἠμπορεῖ, ἐμποδιζόμενος ἀπό τήν συνήθειαν. Καί ἐάν καμμίαν φορᾶν φαίνεται πώς ἐπιστρέφει πρός τόν Θεόν, ἡ ἐπιστροφή του δέν εἶναι ἀληθινή, ἀλλά ἐπίπλαστος.
Καί καθώς, ὅταν πέση ἡ βροχή στήν γῆ, φαίνονται πώς βρέχονται καί οἱ πέτρες, ἀλλά ἀπό ἔξω, καί ἐάν τίς ἰδῆς στό ἐσωτερικόν τους εἶναι καταξηροί καί ἔρημοι ἀπό τήν δρόσον τῆς βροχῆς, τό ἴδιο γίνεται καί σ’ ἐκείνους πού ἡ καρδία τούς ἐσκληρύνθη ἀπό τήν πονηρᾶν συνήθειαν.
Ἐξωτερικῶς φαίνονται πώς ἐδέχθησαν τήν θείαν δρόσον τῆς μετανοίας, ὅθεν πολλές φορές καί ἀναστενάζουν καί κλαίουν, ὅμως ἀπό μέσα ἡ καρδία τούς εἶναι ξηρά καί ἔρημος ἀπό τήν δρόσον τῆς Θείας μετανοίας, ἐπειδή ἡ πονηρά συνήθεια δέν ἐπιτρέπει στήν δρόσον τοῦ Θείου λόγου νά φθάση μέχρι τά ἐνδότερα μέρη τῆς ψυχῆς.
Ἕνας διδάσκαλος παρομοιάζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι κυριευμένοι ἀπό συνήθεια μίας ἁμαρτίας, μέ ἕνα παιγνίδι πού παίζουν τά παιδιά. Πιάνουν πολλές φορές κανένα ἄγριον πουλί καί τό δένουν ἀπό τό πόδι μέ κλωστήν. Τό ἀφήνουν νά πετάξη, καί αὐτό πετᾶ στό ὕψος γιά νά φύγη, ἀλλά ἐκεῖνα τό σύρουν πάλι χαμηλά.
Τό ἴδιο παιγνίδι φαίνεται πώς κάμνει καί ὁ διάβολος μέ ἐκείνους πού ἔχει δεμένους μέ τό σχοινί τῆς συνηθείας. Πολλές φορές τούς ἀφήνει νά πετάξουν στό ὕψος τῆς ἀρετῆς, καί βλέπεις ὅτι, ἐνῶ εὑρίσκονται ἀκόμη μέσα στά πάθη, στά δεσμά τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν, ἀρχίζουν νά ἐγκρατεύωνται, νά νηστεύουν, νά κατηγοροῦν τήν ζωή πού ἔκαμαν, νά ψέγουν τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, νά ἐπαινοῦν τήν ἐλευθερία τῆς ἀρετῆς.
Ὅμως, ἐνῶ κάμνουν αὐτό τό καλόν προοίμιον τῆς ἀρετῆς, τούς βλέπεις πάλι νά κρημνίζωνται στό βάραθρον τῆς κακίας, ἐπειδή ὁ διάβολος τούς ἔχει δεμένους μέ τό σχοινί τῆς συνηθείας, γι’ αὐτό τούς ἀφήνει νά πετάξουν λίγο μόνον στό ὕψος τῆς ἀρετῆς, πρός αἰσχύνην καί ὄνειδός τους, καί πρός ἡδονήν καί χαράν ἰδικήν του, διότι ποτέ δέν ἐγνώρισεν ἄλλην ἀπόλαυσιν, ἄλλην ἡδονήν ἀπό τότε πού ἐξωρίσθη ἀπό τά κάλλη τοῦ οὐρανοῦ, ἀπό τό νά ἐμπαίζη τόν ταλαίπωρον ἄνθρωπον μέ τήν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας.
Γράφουν οἱ Ἱστορικοί γιά τόν Μιθριδάτην, ἐκεῖνον τόν περιβόητον τύραννον, ὅτι μεταχειριζόμενος συχνά γιά τροφήν τό δηλητήριο πού λέγεται κώνειον, ἔφθασε σέ τοιαύτην ἕξιν, ὥστε καί ἀναγκαζόμενος κάποτε νά θανατωθῆ ἀπό τήν μεγάλην του δυστυχίαν, ἐζήτησε αὐτό τό δηλητήριο καί ἔφαγε πολύ.
Ὅμως αὐτό δέν ἐνήργησε, δέν τοῦ ἐπέφερε ἐκεῖνο πού ἐπιθυμοῦσε, δηλαδή τόν θάνατον, τόν ὁποῖον ἐθεωροῦσε προτιμότερον ἀπό τό νά πέση στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του καί νά γίνη παιγνίδι ἰδικό τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στόν ταλαίπωρον ἁμαρτωλόν.
Ἐπειδή ἡ καθημερινή μεταχείρισις τῆς ἁμαρτίας γίνεται γι’ αὐτόν δευτέρα φύσις, συμμετέχει χωρίς ὄρεξη καί πόθο στά Μυστήρια. Ὅμως μέ τήν συχνή καταφρόνηση πού κάμνει σ’ αὐτά, παρακινημένος ἀπό τήν συνήθεια, τελικά τά εὑρίσκει ἀνενέργητα. Τοῦ συμβαίνει κάτι παρόμοιον καθώς σέ ἕναν διαβάτην, ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος νά περάση ἕνα ποταμόν, εὑρίσκει στήν ἀρχή μία μικρή ξύλινη γέφυρα, ἀλλά τήν καταφρονεῖ καί προχωρεῖ νομίζοντας ὅτι θά εὔρη ἄλλην μεγαλύτερη γέφυρα πέτρινη.
Κοπιάζει ὅμως πολύ καί δέν τήν εὑρίσκει, γι’ αὐτό ἀναγκάζεται νά γυρίση πίσω, γιά νά τόν περάση τάχα ἀπό ἐκείνη τήν ξύλινη. Ὅμως μέχρι νά ἔλθη αὐτός, ὁ ποταμός αὐξάνει ἀπό τήν βροχή, κατεβαίνει ρεῦμα πολύ, σκεπάζεται ἡ γέφυρα ἐκείνη ἡ ξύλινη, ὅποτε ὁ διαβάτης ἀπομένει στήν ἐρημία καί ἀκολούθως στόν θάνατο.
Τό ἴδιο γίνεται καί στόν δυστυχισμένον ἁμαρτωλόν, ὁ ὁποῖος δεμένος μέ τήν συνήθεια στήν ἁμαρτίαν, εὑρίσκει στήν ἀρχήν εὔκολο νά λυθῆ μέ τήν οὐράνιο γέφυρα τῆς μετανοίας. Ἐπειδή ὅμως στήν ἀρχή τήν καταφρονεῖ, παρακινεῖται ὕστερα νά τήν ζητήση, ἀλλά δέν τήν εὑρίσκει, ἐπειδή ἡ συνήθεια ἔχει κατεβάσει πολλά ρεύματα παθῶν καί ἁμαρτιῶν, καί σκεπάζει τήν συντριβή τῆς καρδίας, παχύνει τόν νοῦ, ψυχραίνει τήν θείαν ἀγάπην, ὅποτε δέν ἀπομένει ἄλλο στόν ταλαίπωρον ἁμαρτωλόν ἀπό τοῦ νά κρημνίζεται ἀπό τό μικρότερο βάραθρο τῆς ἁμαρτίας στό μεγαλύτερο, καί τελικῶς στά τάρταρα τοῦ ἅδου.
Γιά νά πληροφορηθῆς αὐτό πού σου λέγω, γύρισε μίαν φορά τό βλέμμα σου στήν αὐλήν τοῦ Καϊάφα. Θά ἰδῆς ἐκεῖ τόν Πέτρον, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἠρωτήθη στήν ἀρχή ἄν εἶναι καί αὐτός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, λέγει: «Οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον», καί πάλιν, ὅταν μετά ἀπό λίγην ὥραν ἠρωτήθη γιά δευτέρα φορά, κάμνει καί ὅρκον ὅτι δέν γνωρίζει.
Τήν δέ τρίτην φορά πού ἠρωτήθη, προσθέτει καί ἀνάθεμα. «Τότε ἤρξατο καταναθεματίζειν καί ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον». Ὤ κατηραμένη συνήθεια, καί τί δέν ἠμπορεῖς νά κάμης; Ποῖον δέν ἠμπορεῖς νά κρημνίσης; Ἄς ἀποφύγωμε λοιπόν, ὤ ἀγαπημένοι μου, τήν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἄς μήν καταφρονήσωμε τήν μικρά συνήθεια, γιά νά μήν κυριευθοῦμε ἀπό τήν μεγάλη.
Ὁ Πέτρος, ἄν δέν ἄφηνε νά χωρέση στήν ψυχή τοῦ αὐτή ἡ παραμικρή πρότασις «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον», δέν θά ἔφθανε σέ τόσην ἀνάγκη, ὥστε σ’ ἐκεῖνο τό «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον», νά προσθέση ὅρκον καί ἀνάθεμα.
Εἶναι ἀξιέπαινον, ἄν καί φαίνεται ἀξιοκατάκριτον, τό ἔργον πού ἔκαμε ὁ νέος ἐκεῖνος, τόν ὁποῖον παίρνοντας οἱ δήμιοι γιά νά τόν κρεμάσουν, ἐπειδή ἦταν κλέπτης, παρεκάλεσε τούς δημίους νά τόν ἀφήσουν νά πλησιάση τήν μητέρα του, ἡ ὁποία ἦταν ἐκεῖ κοντά καί ἔκλαιε.
Ἐκεῖνοι, ἄν καί ἄσπλαχνοι στίς συμφορές τῶν ἄλλων, ὅμως τότε δέν γνωρίζω πῶς, ἐφάνησαν συμπαθητικοί καί ἔδωσαν ἄδεια στόν καταδικασμένον ἐκεῖνον νέο νά πάει κοντά στήν μητέρα του, νομίζοντας ὅτι θέλει ἴσως νά τήν ἀσπασθῆ καί νά τῆς εἰπῆ τό τελευταῖον «ὑγίαινε», ἀφοῦ ἐκείνη τήν ὥρα ἐπρόκειτο νά ἀποχωρισθοῦν μέ τοιοῦτον χωρισμόν.
Ἄφησαν λοιπόν οἱ δήμιοι τόν νέον, ἄν καί δεμένον, καί ἐπλησίασε τήν μητέρα του, καί ἐκεῖ πού ἔκαμε πώς θέλει νά τῆς εἰπῆ ἕνα λόγον κρυφόν, αὐτός ἁρπάζει μέ τά δόντια τό αὐτί τῆς μητέρας καί τό κόπτει. Αὐτό τό ἀσεβές ἔργον ἐτάραξε πολύ τους παρευρισκομένους ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτός ὁ νέος ἦταν ἄδικος ὄχι μόνον στούς ἄλλους, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν μητέρα του.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκρίνεται «αὐτή εἶναι αἴτιος τούτου τοῦ θανάτου μου καί ὅλης της ἄλλης μου κακίας. Διότι ἐάν μου ἔκοπτε τήν συνήθεια πού εἶχα στήν νεότητά μου νά κλέπτω τίς πλάκες πού εἶχαν γιά νά γράφουν οἱ συμμαθηταί μου, δέν θά τολμοῦσα νά κλέψω καί τήν Ὀκτώηχο ἐκείνη, καί ἀκολούθως τά μεγαλύτερα, καί ἔτσι νά ἔλθω σέ αὐτήν τήν συμφορά.»
Βλέπει ὁ Πλάτων ἕνα φίλον του πού ἔπαιζε κύβους, καί ἀρχίζει εὐθύς νά τόν κατηγορῆ δριμύτατα καί νά τόν ὑβρίζη χωρίς ἔλεος. Καί ἐκεῖνος ὁ φίλος του Πλάτωνος, ἀπορώντας γιά τήν ὑπερβολικήν ἀντίδρασή του, τό μόνο ποῦ ἀπήντησε ἦταν: «ὡς ἐπί μικροῖς» σάν νά τοῦ ἔλεγε: «ὤ σοφότατε Πλάτων, γιά ἕνα τόσο μικρόν ἁμάρτημά μου κάμεις τόσες ὕβρεις;
Γιά τόσην ὀλίγην ἄνεσιν, ποῦ δίδω στό σῶμα μου μέ τό ἀθῶον αὐτό παιγνίδι, μοῦ πλέκεις τόσους ὀνειδισμούς; Μοῦ δίδεις τόσες ὕβρεις; Τόσες πολλές κατηγορίες; Καί μάλιστα ἐμπρός σέ τόσους πολλούς ἀνθρώπους; Μεγάλη ἀντίδρασις, γιά μικρά πράγματα.
Μέ ὑβρίζεις γιά τόσο μικρόν πράγμα». Καί ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται: «Ὅταν ὅμως θά γίνη συνήθεια, δέν θά εἶναι μικρόν». Ἀκούεις λόγον ἀπό στόμα ἕλληνος, ἀκούεις διδασκαλίαν χρυσήν εὐαγγελικήν; Μικρόν εἶναι τό ἁμάρτημα πού κάμεις, φίλε μου, ὅμως ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας δέν εἶναι μικρόν πράγμα, ἀλλά θανατηφόρον, τό ὁποῖο κάμνει πολλούς νά κλείνουν τούς ὀφθαλμούς, γιά νά μή ἰδοῦν τόν ἰατρόν τῆς ψυχῆς τους.
Αὐτό ἔχει θανατώσει καί καθημερινῶς θανατώνει πολλούς καί μάλιστα γίγαντες. Πράγματι, ἡ ἁμαρτία ὅταν γίνη συνήθεια δέν εἶναι μικρόν πράγμα. Διότι αὐτή εἶναι ἡ παράλυσις τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ἁλυσίδα μέ τήν ὁποίαν ὁ διάβολος δένει τόν ἄνθρωπον ἐπάνω στό κρεβάτι τῆς ἀναισθησίας. Δέν εἶναι μικρόν πράγμα ἡ συνήθεια, ἀλλά μέγα καί φοβερόν, ἐπειδή προξενεῖ στόν ἄνθρωπον τήν φοβεράν ἐκείνην καί ἀπαρηγόρητον κόλασιν. Δέν εἶναι κάτι μικρόν ἡ συνήθεια, διότι εἶναι ἀνίατος σέ ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν τά θεραπευτικά μέσα, τά ὁποία εἶναι:
Τό πρῶτον πού χρειάζεται γιά νά κόψη τίς ρίζες καί τά νεῦρα μίας πονηρᾶς συνηθείας, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι πού ἀχρόνως καί ἀκόπως θεραπεύει αὐτό τό ἀνίατον πάθος, ὅπως κηρύττει ὁ σημερινός παράλυτος μέ τόν κράββατο στόν ὦμο. Αὐτή ὅμως ἡ παντοδυναμία δέν ἐνεργεῖ μόνη της.
Ὄχι πώς δέν ἠμπορεῖ, οὔτε πώς δέν θέλει, ἀλλά γιά νά μήν ἀναιρέση ἐκεῖνο πού ἐχάρισεν ἅπαξ διά παντός στόν ἄνθρωπο, τό προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά ἡ παντοδυναμία αὐτή τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐνεργήση σ’ ἐμᾶς: τήν ἀποχήν τοῦ κακοῦ, τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τήν συντριβήν τῆς καρδίας, τήν ἱκανοποίησιν, τό μυστήριον τῆς μετανοίας καί ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως.
Καί μαζί μέ ὅλα αὐτά, τήν προσευχή καί τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά κλίνη τόν αὐχένα, καί μέ θερμά δάκρυα νά ζητᾶ τήν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέγω γίνεται φανερόν ἀπό τόν σημερινόν παράλυτον.
Ἐγνώριζεν ὁ καρδιογνώστης μᾶς Χριστός καί τούς πολλούς χρόνους πού τόν εἶχεν ἡ ἀσθένεια δεμένον στόν κράββατον ἐπάνω, ἐγνώριζεν ἐπίσης καί τούς πόνους καί τήν ταλαιπωρίαν τήν πολλήν πού ὑπέμεινε. Δέν ἀγνοοῦσε οὔτε τήν ἐπιθυμίαν πού εἶχεν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἀσθένειαν, οὔτε τήν ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, οὔτε τήν ἐρημία τῶν φίλων καί τῶν συγγενῶν.
Παρ’ ὅλα ταῦτα ὅμως τόν ἐρωτά: «θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» γιά νά τοῦ δώση ἀφορμή νά τόν ὁμολογήση Κύριον καί Παντοδύναμον, καί μαζί μέ τήν ὁμολογία νά ζητήση καί τήν θεραπείαν του. Ἀλλά γιά νά δώσει καί σ’ ἐσέ, ἄνθρωπε, νά καταλάβης πόσην δύναμη ἔχει ἡ πονηρά συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά χρειάζεται τήν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ γιά νά τήν κόψη.
Δεύτερον Θεραπευτικό μέσον εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἀγάπη τῶν ἀντιθέτων της ἁμαρτίας, πράγμα πού συμφωνεῖ καί μέ τόν ὁρισμόν πού δίδουν οἱ ἰατροί, «τά ἐναντία τοῖς ἐναντίοις ἰάματα». Θέλεις λοιπόν νά κόψης τήν πονηρᾶν συνήθειαν τῆς μέθης καί τῆς πολυφαγίας; Βάλε σάν δραστικό βότανον ἐπάνω στό πάθος τήν ἀγάπην καί ἐπιθυμίαν τῆς νηστείας.
Σέ κυριεύει πάθος σαρκικόν, εἶσαι δεμένος ἀπό τήν συνήθεια τῆς κτηνώδους πορνείας καί μοιχείας; Ἀγάπησε, ζήτα νά ἀποκτήσης τήν καθαρότητα καί τήν παρθενίαν τῶν Ἀγγέλων, καί μέ αὐτήν τήν ἐπαινετήν καί ἁγίαν ὄρεξιν, κόπτεις τήν πρώτην, τήν βδελυκτήν καί βρωμερᾶν.
Σέ κυριεύει τό πάθος τῆς μνησικακίας καί ἔχθρας; Ἀγάπησε τήν ἀμνησικακίαν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπην τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν κόπτεις ἐκείνην τήν συνήθεια. Σέ κυριεύει τό πάθος τῆς φιλαργυρίας καί ἀσπλαχνίας;
Ἀγάπησε τήν Εὐαγγελικήν αὐτάρκεια καί τά φιλάνθρωπα σπλάχνα τοῦ οὐρανίου σου Πατρός, καί τοιουτοτρόπως κόπτεις ἐκεῖνο τό πάθος τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀναισθησίας. Σέ κυριεύει ἡ διαβολική ἀλαζονεία καί ἡ ὑπερηφάνεια; Ἀγάπησε τήν ταπεινοφροσύνην τοῦ Δεσπότου σου, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἰατρεύεις τά πονηρά μαθήματα τοῦ ἑωσφόρου.
Τρίτον θεραπευτικό μέσον εἶναι ἡ πλήρης ὑποταγή τοῦ σώματος, τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά τό νικήσης μέ ἄλλον τρόπο ἀπό αὐτόν πού σου ἔδειξεν ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς ἐπάνω στόν Γολγοθά, καί μέ ὅλον τό παράδειγμα τῆς παναγίας ζωῆς του.
Καθώς, λοιπόν, ἐκεῖνος παρέδωσε τήν παναγίαν του σάρκα στό πικρότατον ἐκεῖνο πέλαγος τῶν φρικτῶν παθῶν, μέ τόν ἴδιο τρόπον καί σύ μή λυπηθῆς τήν σάρκα, γιά νά κερδίσης τήν ψυχήν. Γνώρισε πώς αὐτό τό σῶμα εἶναι δοῦλος, καί ἡ ψυχή εἶναι κύριός του. Μή λυπῆσαι τόν δοῦλο μήπως πεινάση, μήν ἱδρώση καί κοπιάσει, καί θά τιμηθῆ ἔτσι ὁ κύριός του. Μή λυπηθῆς τόν δοῦλον, τήν σάρκα σου, ἄν καταφρονηθῆ καί γυμνωθῆ προσκαίρως, διότι ἔτσι θά ἐνδυθῆ μέ τό ἔνδυμα τῆς ἀθωότητος καί θά δοξασθῆ αἰωνίως ἡ ψυχή.
Αὐτά εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποία ἠμπορεῖ κανείς νά κόψη τά νεῦρα κάθε πονηρᾶς συνηθείας. Στοχάσου, ἄνθρωπε, καί τήν εὐκολίαν, ἀλλά καί τήν τιμήν καί τήν δόξαν πού ἔχουν αὐτά. Ἐάν λοιπόν τά ἀποστραφῆς, γνώριζε ὅτι εἶσαι ἕνας παράλυτος, ὁ ὁποῖος καί ἄνθρωπον ἔχει γιά νά τόν βοηθήση νά εἰσέλθη στά ὕδατα τῆς κολυμβήθρας, καί θεραπευτικά μέσα γιά νά τόν ἐλευθερώσουν ἀπό ἐκεῖνο τό ἀξιοδάκρυτον πάθος, καί μέ τό ἰδικόν τοῦ θέλημα τόν ἀποστρέφεται.
Σύ εἶσαι πού μέ τό ἴδιο τό χέρι σου ὑπογράφεις στήν διαθήκην τοῦ οὐρανίου Πατρός νά εἶσαι ἀπόκληρός της Βασιλείας Του.
Γράφει ὁ ‘Ἀριστοτέλης στά «πολιτικά» του, πώς στούς Σκύθες ὑπῆρχε νόμος πού ὅριζε νά μήν ἔχη δικαίωμα στίς πανηγύρεις νά χρησιμοποιῆ τό ποτήρι μέ τό ὁποῖον ἔπιναν ὅλοι ὅποιος δέν ἔχει θανατώσει ἔστω ἕναν ἐχθρόν της πόλεως. Αὐτό γνώριζε, ἄνθρωπε, ὅτι θά συμβῆ καί σ’ ἐσέ, ἄν δέν θανατώσης, ἄν δέν κόψης τήν πονηρᾶν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, στήν ὁποίαν εὑρίσκεσαι δεμένος ἀπό τήν ἔχθρα καί τήν συμβουλή τοῦ ἐχθροῦ σου διαβόλου.
Δέν πρόκειται νά ἀξιωθῆς ποτέ νά πίης τό ποτήριον ἐκεῖνο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τό ποτήριον ἐκεῖνο τῆς οὐρανίου ζωῆς, τήν κληρονομία τῆς ἄνω δόξης. Καί ἀπό αὐτήν τήν δυστυχίαν, ἀπό αὐτήν τήν συμφοράν, ἠμπορεῖ νά εὑρεθῆ ἤ νά ἐννοηθῆ ἄλλη μεγαλυτέρα;
Λοιπόν, ἐσύ ταλαίπωρε ἄνθρωπε, τό ὑποφέρεις γιά μίαν κακήν συνήθεια νά χάσης τήν οὐράνιο Βασιλείαν; Εἶναι τοῦτο ἔργο ψυχῆς λογικῆς, νά πωλῆ γιά τόσο λίγο, γιά μίαν πρόσκαιρον ἡδονήν, τήν δόξαν, τήν παρρησίαν, τήν ἀγάπην τῆς τρισυποστάτου Θεότητος;
Εἶναι τοῦτο ἔργον φρονίμου ἀνδρός, νά ἀφήση τήν συντροφίαν τῶν ‘Ἀγγέλων, τήν συνοδείαν τῶν Ἀποστόλων, τήν χαράν τῶν Προφητῶν, τίς σκηνές τῶν δικαίων, γιά μίαν συνήθειαν κακήν καί διεστραμμένην;
Μή, παρακαλῶ, ἄς μήν εὑρεθῆ κάποιος ἀπό ἐμᾶς τόσον ἀνόητος, ἀλλά ὅλοι, μέ τά θεραπευτικά μέσα πού εἶπα, ἄς κόψωμε κάθε πονηρᾶν συνήθεια, γιά νά ἀξιωθοῦμε τῶν ἐπηγγελμένων ἠμίν ἀγαθῶν, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὤ πρέπει πάσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ ἀνάρχω Αὐτοῦ Πατρί καί τῷ Ζωοποιῶ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου