Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρισοστόμου
Εὐχάριστο βέβαια εἶναι
τὸ λιβάδι καὶ ἕνας κῆπος, ἀλλὰ πολὺ πιὸ εὐχάριστο πράγμα εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν
θείων Γραφῶν. Γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχουν ἄνθη ποὺ μαραίνονται, ἐνῷ ἐδῶ νοήματα ποὺ εἶναι
πάντα ἀκμαῖα· ἐκεῖ εἶναι ὁ ζέφυρος ποὺ φυσάει, ἐνῷ ἐδῶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀσφαλίζει·
ἐκεῖ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦν, ἐνῷ ἐδῶ οἱ προφῆτες κελαηδοῦν· ἐκεῖ ἡ εὐχαρίστηση
ἀπὸ τὸ θέαμα, ἐδῶ οἱ Γραφὲς σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς ἐποχές, ἐνῷ οἱ Γραφὲς καὶ τὸ χειμώνα
καὶ τὸ θέρος ἔχουν πλούσια φύλλα καὶ εἶναι γεμάτες καρπούς.
Ἂς προσέχουμε λοιπὸν τὴν
ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, γιατί, ἂν προσέχεις τὴν Γραφή, σοῦ ἀπομακρύνει τὴ
στενοχώρια, σοῦ φυτεύει τὴν εὐχαρίστηση, ἀφανίζει τὴν κακία, ριζώνει τὴν ἀρετή,
δὲν ἀφήνει στὴν ἀναταραχὴ τῶν πραγμάτων νὰ παθαίνεις αὐτὰ ποὺ παθαίνουν ὅσοι
ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τρικυμία. Ἡ θάλασσα μαίνεται, ἐσὺ ὅμως πλέεις μὲ γαλήνη, γιατὶ
ἔχεις κυβερνήτη τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καὶ αὐτὸ τὸ σχοινὶ δὲν τὸ σπάζει ὁ πειρασμὸς
τῶν περιστάσεων. Καὶ ὅτι δὲ λέγω ψέματα, τὸ βεβαιώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα.
Πολιορκήθηκε ἡ Ἐκκλησία πρὶν λίγες μέρες, ᾖρθε ὁ στρατὸς καὶ
ἀπὸ τὰ μάτια του
πετοῦσε φωτιά, ἀλλὰ δὲ μάρανε τὴν ἐλιά. Τὰ ξίφη εἶχαν γυμνωθεῖ καὶ κανεὶς δὲν πληγώθηκε.
Ἡ βασιλικὴ αὐλὴ ἦταν σὲ ἀγωνία καὶ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἀσφάλεια, παρ᾿ ὅλο βέβαια ποὺ ὁ
πόλεμος μετακινήθηκε ἐδῶ. Γιατὶ ἐδῶ καταζητοῦνταν αὐτὸς ποὺ κατέφυγε στὴν Ἐκκλησία
καὶ μεῖς παραστεκόμασταν χωρὶς νὰ φοβόμαστε τὸν θυμό τους. Γιατί ἄραγε; Εἴχαμε ἐνέχυρο
ἀσφαλισμένο τὸ «ἐσὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ πάνω στὴν πέτρα αὐτὴ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία
καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδη δὲ θὰ τὴν
καταβάλλουν». Καὶ Ἐκκλησία λέγω ὄχι μόνο τὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο, ὄχι μόνο
του τείχους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν καταφεύγεις
στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τοῖχος καὶ στέγη, ἀλλὰ πίστη καὶ τρόπος ζωῆς. Νὰ μὴ
λέγεις ὅτι παραδόθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αὐτὸς ποὺ παραδόθηκε· ἂν δὲν ἄφηνε ἡ Ἐκκλησία,
δὲν θὰ παραδινόταν. Νὰ μὴ λέγεις ὅτι καὶ κατέφυγε καὶ παραδόθηκε· δὲν τὸν ἐγκατέλειψε
ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία. Δὲν παραδόθηκε ἀπὸ μέσα, ἀλλὰ ἀπὸ
ἔξω.
Γιατί ἐγκατέλειψες τὴν Ἐκκλησία;
Ἤθελες νὰ σωθεῖς; Ἔπρεπε νὰ κρατᾶς τὸ θυσιαστήριο. Δὲν ἦσαν ἐδῶ οἱ τοῖχοι, ἀλλὰ
ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἀσφάλιζε. Εἶσαι ἁμαρτωλός; Δὲν σὲ διώχνει ὁ Θεός,
γιατὶ δὲν ᾖρθε νὰ καλέσει δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς σε μετάνοια. Ἡ πόρνη σώθηκε
γιατὶ κράτησε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.
Ἀκούσατε τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα;
Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν ἔχεις ποτὲ ἀμφιβολία, ὅταν καταφεύγεις στὴν Ἐκκλησία.
Μένε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν σὲ παραδίνει. Ἂν ὅμως φύγεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία,
δὲν εἶναι αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Γιατὶ, ἂν εἶσαι μέσα, ὁ λύκος δὲν μπαίνει σ᾿ αὐτήν·
ἂν ὅμως βγεῖς ἔξω, τότε θὰ σὲ συλλάβουν τὰ θηρία. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐξαιτίας
τῆς μάνδρας ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς δικῆς σου μικροψυχίας.
Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ
τὴν Ἐκκλησία. Μὴ μοῦ λέγεις τὰ τείχη καὶ τὰ ὅπλα, γιατὶ τὰ τείχη μὲ τὸ χρόνο
παλαιώνουν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν γερνᾶ. Τὰ τείχη οἱ βάρβαροι τὰ γκρεμίζουν,
τὴν Ἐκκλησία ὅμως οὔτε οἱ δαίμονες δὲν τὴν νικοῦν. Καὶ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι
μεγάλη καύχηση τὸ μαρτυροῦν τὰ πράγματα. Πόσοι πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία καὶ αὐτοὶ
ποὺ πολέμησαν χάθηκαν; Αὐτὴ ὅμως ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
Τέτοιο μεγαλεῖο ἔχει ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν τὴν πολεμοῦν, νικάει· ὅταν τὴν ἐπιβουλεύονται, θριαμβεύει· ὅταν τὴν
βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη· δέχεται τραύματα καὶ δὲν πέφτει ἀπὸ τὶς πληγές·
κλυδωνίζεται, ἀλλὰ δὲν παθαίνει ναυάγιο· παλεύει, ἀλλὰ μένει ἀήττητη· ἀγωνίζεται,
ἀλλὰ δὲν νικιέται.
Γιατί λοιπὸν ἐπέτρεψε τὸν
πόλεμο; Γιὰ νὰ δείξει πιὸ λαμπρὸ τὸ τρόπαιο. Ἤσαστε παρόντες τὴν ἡμέρα ἐκείνη
καὶ βλέπατε πόσα ὅπλα κινοῦνται, καὶ ὁ θυμὸς τοῦ στρατοῦ ἦταν πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὴ
φωτιά, καὶ μεῖς τρέχαμε στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἀλλὰ τί; Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ
τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα δὲν μᾶς τρόμαξε...»
(Ε.Π.Ε. Ἰω. Χρυσοστόμου
Ἔργα, τόμος 33, Πατερικαὶ ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου