Ωδη γ´.
|
ελευθερα νεοελληνικη αποδοσις υπο (+) Αρχιμ. Ευσεβιου Βιττη
|
Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα, βρόχων,
Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων. |
Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.
|
Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοτεῖται, σαρκικῇ παρουσίᾳ.
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν. | Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.
|
Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὅροις·
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει.
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης·
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων. |
Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.
|
ᾨδὴ δ´.
| |
» Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
» Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
» Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
» Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀῤῥήτου Λόγου,
» ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη. | Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῇ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.
|
Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκῦσαί τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου. |
Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσῃς καὶ νὰ ἀπομακρύνῃς τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσῃς πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλῃς σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποῖα βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.
|
Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ Κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει.
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ.
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν.
| Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.
|
Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων·
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαώζει τὴν κτίσιν. | Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.
|
ᾨδὴ ε´.
|
|
Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
» Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
» Μόνοις προσιτήν οἷς Θεὸς κατηλλάγη. | Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν συμφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.
|
Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὃν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυῤῥύτοισι δίναις ἐκπλύνων,
Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας. |
Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.
|
Μετ᾿ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον. | Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου