Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ πρόγονοί μας πίστευαν, ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τάφο, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶνε ἐξαφάνισις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Στὸν Πόντο, ὅταν εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἔλεγαν «Καλὸν παράδεισο!». Μεγάλος λόγος αὐτός, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσω. Τ᾽ ἀκούσατε ποτὲ αὐτὸ σήμερα; Κι αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ εἶνε γέροι κ᾽ ἔχουν τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο, κοιτάζουν πῶς νὰ περάσουν ἐδῶ καλά, νὰ φᾶνε νὰ πιοῦν καὶ νὰ διασκεδάσουν. Αἰώνιος ζωή, παράδεισος τώρα; παραμύθια…
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Ἐγὼ ἀμφιβάλλω, θὰ πῇς. Σοῦ λέω λοιπόν,
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω ἁπλᾶ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὸ καταλάβουν ὅλοι.
* * *
Κάποιος πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ σεβασμὸ καὶ τοῦ ἔκανε μιὰ ἐρώτησι μὲ περιεχόμενο. Ποιά ἦταν ἡ ἐρώτησις· «Τί νὰ κάνω;…» (Λουκ. 18,18). Αὐτὸ τὸ «Τί νὰ κάνω;» τὸ λέμε συχνά. Ὁ ἄνθρωπος καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή μας ἔχει ἀγωνία. Ἐπιθυμεῖ πολλὰ πράγματα· θέλει νὰ ἔχῃ λεφτά, ἀνέσεις, δόξες, τιμές, μεγαλεῖα…, χιλιάδες πράγματα· καὶ γιὰ νὰ τ᾽ ἀποκτήσῃ, ἰδίως τὰ χρήματα ποὺ ἔγιναν ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀγωνίζεται ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ πλησίασε τὸ Χριστὸ διέφερε, εἶχε ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Τί τὸν ἀπασχολοῦσε· «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;» (ἔ.ἀ.).
Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο πόθο; Κάποιος τώρα, ἀκούγοντας ὅτι αὐτὸς ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, θὰ ἔλεγε· Τί χαζὸς αὐτός! Τώρα ὁ κόσμος
ἐξελίχθηκε, αὐτὰ τὰ «αἰώνια ζωή» «παράδεισος» «κόλασι» εἶνε παραμύθια· τὰ λένε οἱ παπᾶδες γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό· ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ κι ὁ παράδεισος.Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο πόθο; Κάποιος τώρα, ἀκούγοντας ὅτι αὐτὸς ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, θὰ ἔλεγε· Τί χαζὸς αὐτός! Τώρα ὁ κόσμος
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ πρόγονοί μας πίστευαν, ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τάφο, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶνε ἐξαφάνισις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Στὸν Πόντο, ὅταν εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἔλεγαν «Καλὸν παράδεισο!». Μεγάλος λόγος αὐτός, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσω. Τ᾽ ἀκούσατε ποτὲ αὐτὸ σήμερα; Κι αὐτοὶ ἀκόμα ποὺ εἶνε γέροι κ᾽ ἔχουν τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο, κοιτάζουν πῶς νὰ περάσουν ἐδῶ καλά, νὰ φᾶνε νὰ πιοῦν καὶ νὰ διασκεδάσουν. Αἰώνιος ζωή, παράδεισος τώρα; παραμύθια…
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει αἰώνιος ζωή. Ἐγὼ ἀμφιβάλλω, θὰ πῇς. Σοῦ λέω λοιπόν,
ὅτι εἶνε βέβαιο. Ὅσο βέβαιος εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος καὶ φεγγάρι, ὅτι ὑπάρχει Αὐστραλία καὶ Ἀμερική, ὅτι ὑπάρχει Βόρειος καὶ Νότιος Πόλος –εἶνε κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει;–, τόσο καὶ περισσότερο βέβαιος νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ἄλλος κόσμος.
Μὰ ἐγώ, λές, ζητῶ ἀποδείξεις. Ὑπάρχουν ὅσες θέλεις. Ἂν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ζωὴ ἀπερίγραπτη. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει;
⃝ Ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἴτε Ἕλληνες εἴτε Ἑβραῖοι εἴτε Ἀσσύριοι εἴτε Βαβυλώνιοι εἴτε Αἰγύπτιοι εἴτε Κινέζοι εἴτε Ἰάπωνες, ὅπου νὰ πᾷς, ἔχουν κείμενα, παραδόσεις καὶ εὑρήματα ἀπὸ ἀνασκαφὲς ποὺ πιστοποιοῦν τὴν κοινὴ αὐτὴ πεποίθησι. Νιώθουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὸ ζῷο ποὺ ψοφάει ἀλλὰ ζῇ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Εἶνε δυνατὸν σ᾽ αὐτὸ νὰ πέφτουν ὅλοι μαζὶ ἔξω;
⃝ Καὶ ὄχι μόνο ὁ λαός· καὶ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ πνεύματα, ὀνομαστοὶ φιλόσοφοι, τὸ ἴδιο βεβαιώνουν. Ποιός θεωρεῖται ὡς μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Σωκράτης; Ὁ Σωκράτης λοιπόν, ὅταν καταδίκαστηκε εἰς θάνατον καὶ ἤπιε τὸ κώνειο καὶ οἱ μαθηταί του μεμψιμοιροῦσαν περίλυποι ποὺ χάνεται πιά, αὐτὸς τοὺς εἶπε· Λάθος κάνετε· τὸ σῶμα μου θανατώνεται, ἀλλὰ ὁ Σωκράτης δὲν εἶνε τὸ κουφάρι· ὁ Σωκράτης τώρα πετάει, φεύγει ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ἀδικίας, καὶ πάει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀδικία… Καὶ ὄχι μόνο ὁ Σωκράτης· καὶ ἄλλοι μεγάλοι σοφοὶ τὸ ἴδιο δίδαξαν· θὰ ἦταν πολὺ μακρὸς ὁ λόγος ἂν ἀνέφερα τὶς γνῶμες τους.
⃝ Ἀλλὰ γιατί ἀναφέρουμε μαρτυρίες ἀνθρώπων; Ὑπάρχει μιὰ μαρτυρία, μιὰ ἀπόδειξις, ἰσχυρότερη ἀπ᾿ ὅλες. Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Εἶνε τὰ λόγια ἐκείνου δὲν λέει ποτέ ψέματα. Ὅλοι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, γιατὶ εἶνε ἄνθρωποι· ἐκεῖνος δὲν πλανᾶται, γιατὶ εἶνε ὁ Θεός. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μᾶς βεβαίωσε καὶ εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;», ποιό τὸ ὄφελος ἐὰν κερδήσῃ κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάσῃ τὴν ψυχή του; «ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὑπάρχει κάτι ἰσάξιο μὲ τὴν ψυχή του; (Μᾶρκ. 8,36-37). Βεβαιώνει δηλαδὴ ὁ Χριστός, ὅτι ἡ ψυχὴ ζῇ πέρα ἀπ᾽ τὸν παρόντα κόσμο, κι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶνε ὁ μεγάλος «θησαυρὸς ἐν οὐρανῷ» ποὺ εἶπε σήμερα (Λουκ. 18,22). Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστὸ, ποιόν νὰ πιστέψουμε;
Μὰ ἐγώ, λές, ζητῶ ἀποδείξεις. Ὑπάρχουν ὅσες θέλεις. Ἂν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὶς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ζωὴ ἀπερίγραπτη. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει;
⃝ Ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἴτε Ἕλληνες εἴτε Ἑβραῖοι εἴτε Ἀσσύριοι εἴτε Βαβυλώνιοι εἴτε Αἰγύπτιοι εἴτε Κινέζοι εἴτε Ἰάπωνες, ὅπου νὰ πᾷς, ἔχουν κείμενα, παραδόσεις καὶ εὑρήματα ἀπὸ ἀνασκαφὲς ποὺ πιστοποιοῦν τὴν κοινὴ αὐτὴ πεποίθησι. Νιώθουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὸ ζῷο ποὺ ψοφάει ἀλλὰ ζῇ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Εἶνε δυνατὸν σ᾽ αὐτὸ νὰ πέφτουν ὅλοι μαζὶ ἔξω;
⃝ Καὶ ὄχι μόνο ὁ λαός· καὶ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ πνεύματα, ὀνομαστοὶ φιλόσοφοι, τὸ ἴδιο βεβαιώνουν. Ποιός θεωρεῖται ὡς μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Σωκράτης; Ὁ Σωκράτης λοιπόν, ὅταν καταδίκαστηκε εἰς θάνατον καὶ ἤπιε τὸ κώνειο καὶ οἱ μαθηταί του μεμψιμοιροῦσαν περίλυποι ποὺ χάνεται πιά, αὐτὸς τοὺς εἶπε· Λάθος κάνετε· τὸ σῶμα μου θανατώνεται, ἀλλὰ ὁ Σωκράτης δὲν εἶνε τὸ κουφάρι· ὁ Σωκράτης τώρα πετάει, φεύγει ἀπ᾽ τὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ἀδικίας, καὶ πάει σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀδικία… Καὶ ὄχι μόνο ὁ Σωκράτης· καὶ ἄλλοι μεγάλοι σοφοὶ τὸ ἴδιο δίδαξαν· θὰ ἦταν πολὺ μακρὸς ὁ λόγος ἂν ἀνέφερα τὶς γνῶμες τους.
⃝ Ἀλλὰ γιατί ἀναφέρουμε μαρτυρίες ἀνθρώπων; Ὑπάρχει μιὰ μαρτυρία, μιὰ ἀπόδειξις, ἰσχυρότερη ἀπ᾿ ὅλες. Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Εἶνε τὰ λόγια ἐκείνου δὲν λέει ποτέ ψέματα. Ὅλοι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, γιατὶ εἶνε ἄνθρωποι· ἐκεῖνος δὲν πλανᾶται, γιατὶ εἶνε ὁ Θεός. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μᾶς βεβαίωσε καὶ εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;», ποιό τὸ ὄφελος ἐὰν κερδήσῃ κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάσῃ τὴν ψυχή του; «ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;», ὑπάρχει κάτι ἰσάξιο μὲ τὴν ψυχή του; (Μᾶρκ. 8,36-37). Βεβαιώνει δηλαδὴ ὁ Χριστός, ὅτι ἡ ψυχὴ ζῇ πέρα ἀπ᾽ τὸν παρόντα κόσμο, κι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶνε ὁ μεγάλος «θησαυρὸς ἐν οὐρανῷ» ποὺ εἶπε σήμερα (Λουκ. 18,22). Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστὸ, ποιόν νὰ πιστέψουμε;
* * *
Αὐτὸς ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ζήτημα τοῦτο. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν ἄλλο· ἦταν τὸ ἐρώτημα, τί πρέπει νὰ κάνουμε ὥστε νὰ γίνουμε ἄξιοι γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή; «Τί ποιήσωμεν;» (ἔ.ἀ. 18,18). Καὶ ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἀπάντησι, τὸ χρυσὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ παραδείσου.
Στὸ ἐρώτημα «τί νὰ κάνω;» ἀπαντᾷ· «Τὰς ἐντολὰς οἶδας» (ἔ.ἀ. 18,20), γνωρίζεις τὶς ἐντολές. Καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει πέντε ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, αὐτὲς ποὺ ῥυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τὸν πλησίον· «μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (ἔ.ἀ. = Ἔξ. 20,12-16. Δευτ. 5,16-20).
Οἱ θεμελιώδεις αὐτὲς ἐντολὲς τηροῦνται σήμερα; Ἐμένα ρωτᾶτε; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα.
⃝ «Μὴ μοιχεύσῃς». Ὁ Δημιουργὸς ὥρισε μία γυναίκα νὰ ἁρμόζῃ σὲ κάθε ἄντρα καὶ ἕνας ἄντρας σὲ κάθε γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ νομοθέτησε τὸν γάμο. Ἔξω ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο κάθε ἄλλη σχέσι εἶνε ἁμαρτία, καὶ λέγεται πορνεία ἢ μοιχεία. Τώρα τί γίνεται; Ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καταπατεῖται. Ἡ πορνεία, οἱ προγαμιαῖες σχέσεις, οἱ ἐξωσυζυγικὲς ἐπαφὲς καὶ τὸ διαζύγιο –ἄγνωστο στοὺς προγόνους μας– τορπιλλίζουν τὸν γάμο. Χιλιάδες τὰ διαζύγια, ἡ οἰκογένεια διαλύεται. Ἡ ἄλλη ἡ ἐντολὴ τί λέει;
⃝ «Μὴ φονεύσῃς». Ἡ ζωὴ εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ κάνῃ ζωή; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν οὔτε ἕνα μυρμηγκάκι. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάξῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καταπατήθηκε. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας θὰ μείνῃ ὡς αἰώνας αἵματος. Μέσα σ᾽ αὐτὸν ἔγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (1914-1918 καὶ 1939-1945) καὶ σκοτώθηκαν περίπου ἑκατὸ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Τὸ αἷμα ἔγινε ποτάμι, Ἁλιάκμονας, Ἀξιός. Ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία ποὺ ἔλεγε, ὅτι τὸ αἷμα ποὺ θὰ χυθῇ θά ᾽νε τόσο, ὥστε θὰ κολυμποῦν τὰ ἄλογα κ᾽ ἡ στάθμη θὰ φτάνῃ ὣς τὰ χαλινάρια (Ἀπ. 14,20). Ἐμεῖς, θὰ πῇς, δὲ σκοτώσαμε· εἴμαστε φιλήσυχοι ἄνθρωποι… Τί λένε ὅμως τὰ χαρτιά, τὰ ἰατρεῖα, οἱ στατιστικές; 400.000 παιδιὰ τὸ ἔτος σκοτώνονται μὲ τὶς ἐκτρώσεις πρὶν γεννηθοῦν, μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας. Δολοφόνοι, ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία! Ὅλη ἡ γενεά μας εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἁμάρτημα. Τί ἔφταιξε τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παιδί, τ᾽ ἀθῷο ἀγγελούδι;
⃝ Ἡ ἄλλη ἐντολή. «Μὴ κλέψῃς», μὴν πειράξῃς ξένο πρᾶγμα, εἶνε φωτιὰ καὶ θὰ σὲ κάψῃ. Στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο δὲν ὑπῆρχαν ἀγροφύλακες· δὲν πείραζε κανεὶς τίποτε, τόση ἀσφάλεια ὑπῆρχε. Τώρα; Ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, σβήσαμε τὸ «Μὴ κλέψῃς» καὶ γράψαμε ἄλλη ἐντολή, «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς»! Καὶ ποιός δὲν κλέβει, ἀπ᾽ τὸ μικρότερο ὣς τὸ μεγαλύτερο. Ἔγινε ἡ ἁγία πατρίδα μας χώρα ἀπατεώνων· καὶ χρεωκοπήσαμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
⃝ Τί ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο; «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», μὴν πῇς ψέματα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια, ὁ σατανᾶς τὸ ψέμα. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε· ὄχι μόνο μεταξύ μας ψευδόμεθα, ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ δικαστήριο ἁπλώνουμε βρωμερὰ χέρια στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψευδορκοῦμε. Καὶ ἀθῷοι εἶνε μέσ᾿ στὶς φυλακὲς, καὶ κακοῦργοι ἔξω ἐλεύθεροι. Γέμισε ὁ κόσμος ψέμα.
⃝ Καὶ τὸ τελευταῖο. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Τί εἶνε ὁ πατέρας; μικρὸς θεός· τί εἶνε ἡ μάνα; Παναγιὰ εἶνε. Τίποτα κ᾽ ἐδῶ! Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα κ᾽ ἔκλαιγε. Θὰ πεθάνω, μοῦ λέει, δὲν ὑποφέρω· κοπίασα γιὰ τὸ παιδί μου, μόχθησα νὰ τὸ μορφώσω, νὰ τὸ σπουδάσω, καὶ τώρα μὲ βρίζει· δὲ θέλω νὰ ζῶ… Χειρότεροι ἀπὸ τὰ κτήνη οἱ ἄνθρωποι· περισσότερη στοργὴ ἔχουν ἐκεῖνα.
Βλέπετε λοιπόν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Θέλεις νὰ δῇς τὸν παράδεισο; Νά τὸ κλειδί· νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τὶς ἐκτελοῦμε.
Στὸ ἐρώτημα «τί νὰ κάνω;» ἀπαντᾷ· «Τὰς ἐντολὰς οἶδας» (ἔ.ἀ. 18,20), γνωρίζεις τὶς ἐντολές. Καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει πέντε ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, αὐτὲς ποὺ ῥυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τὸν πλησίον· «μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (ἔ.ἀ. = Ἔξ. 20,12-16. Δευτ. 5,16-20).
Οἱ θεμελιώδεις αὐτὲς ἐντολὲς τηροῦνται σήμερα; Ἐμένα ρωτᾶτε; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα.
⃝ «Μὴ μοιχεύσῃς». Ὁ Δημιουργὸς ὥρισε μία γυναίκα νὰ ἁρμόζῃ σὲ κάθε ἄντρα καὶ ἕνας ἄντρας σὲ κάθε γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ νομοθέτησε τὸν γάμο. Ἔξω ἀπὸ τὸν εὐλογημένο γάμο κάθε ἄλλη σχέσι εἶνε ἁμαρτία, καὶ λέγεται πορνεία ἢ μοιχεία. Τώρα τί γίνεται; Ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καταπατεῖται. Ἡ πορνεία, οἱ προγαμιαῖες σχέσεις, οἱ ἐξωσυζυγικὲς ἐπαφὲς καὶ τὸ διαζύγιο –ἄγνωστο στοὺς προγόνους μας– τορπιλλίζουν τὸν γάμο. Χιλιάδες τὰ διαζύγια, ἡ οἰκογένεια διαλύεται. Ἡ ἄλλη ἡ ἐντολὴ τί λέει;
⃝ «Μὴ φονεύσῃς». Ἡ ζωὴ εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ποιός μπορεῖ νὰ κάνῃ ζωή; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν οὔτε ἕνα μυρμηγκάκι. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάξῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις. Κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καταπατήθηκε. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας θὰ μείνῃ ὡς αἰώνας αἵματος. Μέσα σ᾽ αὐτὸν ἔγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (1914-1918 καὶ 1939-1945) καὶ σκοτώθηκαν περίπου ἑκατὸ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι. Τὸ αἷμα ἔγινε ποτάμι, Ἁλιάκμονας, Ἀξιός. Ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία ποὺ ἔλεγε, ὅτι τὸ αἷμα ποὺ θὰ χυθῇ θά ᾽νε τόσο, ὥστε θὰ κολυμποῦν τὰ ἄλογα κ᾽ ἡ στάθμη θὰ φτάνῃ ὣς τὰ χαλινάρια (Ἀπ. 14,20). Ἐμεῖς, θὰ πῇς, δὲ σκοτώσαμε· εἴμαστε φιλήσυχοι ἄνθρωποι… Τί λένε ὅμως τὰ χαρτιά, τὰ ἰατρεῖα, οἱ στατιστικές; 400.000 παιδιὰ τὸ ἔτος σκοτώνονται μὲ τὶς ἐκτρώσεις πρὶν γεννηθοῦν, μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας. Δολοφόνοι, ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία! Ὅλη ἡ γενεά μας εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἁμάρτημα. Τί ἔφταιξε τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παιδί, τ᾽ ἀθῷο ἀγγελούδι;
⃝ Ἡ ἄλλη ἐντολή. «Μὴ κλέψῃς», μὴν πειράξῃς ξένο πρᾶγμα, εἶνε φωτιὰ καὶ θὰ σὲ κάψῃ. Στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο δὲν ὑπῆρχαν ἀγροφύλακες· δὲν πείραζε κανεὶς τίποτε, τόση ἀσφάλεια ὑπῆρχε. Τώρα; Ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, σβήσαμε τὸ «Μὴ κλέψῃς» καὶ γράψαμε ἄλλη ἐντολή, «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς»! Καὶ ποιός δὲν κλέβει, ἀπ᾽ τὸ μικρότερο ὣς τὸ μεγαλύτερο. Ἔγινε ἡ ἁγία πατρίδα μας χώρα ἀπατεώνων· καὶ χρεωκοπήσαμε, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
⃝ Τί ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο; «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», μὴν πῇς ψέματα. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια, ὁ σατανᾶς τὸ ψέμα. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε· ὄχι μόνο μεταξύ μας ψευδόμεθα, ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ δικαστήριο ἁπλώνουμε βρωμερὰ χέρια στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψευδορκοῦμε. Καὶ ἀθῷοι εἶνε μέσ᾿ στὶς φυλακὲς, καὶ κακοῦργοι ἔξω ἐλεύθεροι. Γέμισε ὁ κόσμος ψέμα.
⃝ Καὶ τὸ τελευταῖο. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Τί εἶνε ὁ πατέρας; μικρὸς θεός· τί εἶνε ἡ μάνα; Παναγιὰ εἶνε. Τίποτα κ᾽ ἐδῶ! Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα κ᾽ ἔκλαιγε. Θὰ πεθάνω, μοῦ λέει, δὲν ὑποφέρω· κοπίασα γιὰ τὸ παιδί μου, μόχθησα νὰ τὸ μορφώσω, νὰ τὸ σπουδάσω, καὶ τώρα μὲ βρίζει· δὲ θέλω νὰ ζῶ… Χειρότεροι ἀπὸ τὰ κτήνη οἱ ἄνθρωποι· περισσότερη στοργὴ ἔχουν ἐκεῖνα.
Βλέπετε λοιπόν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· Θέλεις νὰ δῇς τὸν παράδεισο; Νά τὸ κλειδί· νὰ ἐκτελῇς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τὶς ἐκτελοῦμε.
* * *
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, δῶστε μου μιὰ χώρα ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ πορνεία καὶ μοιχεία, φόνος καὶ κλοπή, ψέμα καὶ ἀστοργία· θά ᾿νε ἡ πιὸ εὐτυχισμένη χώρα τοῦ κόσμου.
Δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Θεέ μου, συχώρεσε κ᾽ ἐλέησέ μας. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε, τὸ ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μετανοήσουμε. Μὴ καταδικαστοῦμε γιὰ ἀμετανοησία. Ἂς τρέξουμε στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Ἂς μετανοήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Θεέ μου, συχώρεσε κ᾽ ἐλέησέ μας. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε, τὸ ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μετανοήσουμε. Μὴ καταδικαστοῦμε γιὰ ἀμετανοησία. Ἂς τρέξουμε στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Ἂς μετανοήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Βασιλείου Φιλώτα – Ἀμυνταίου 26-11-1989)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου