π. Ἀθανασίου Χατζῆ,
Ἱ. Μ. Παναγίας Δουραχάνης
Αντικρύζουμε μια πόρτα.
Η πόρτα αυτή είναι εκείνη που οδηγεί τη διψασμένη ψυχή σε πηγές δροσερές, είναι η πόρτα εκείνη που
οδηγεί τον άνθρωπο από την τρικυμία στην ηρεμία, είναι η πόρτα εκείνη που
χαίρεται και αγάλλεται ο άνθρωπος που θα περάσει δια μέσου αυτής, Εγώ ειμί η
θύρα, λέει. Γι’ αυτήν ακριβώς τη θύρα τη στενή δε χωρεί να ΄χουμε επάνω δεύτερο
ένδυμα ούτε και αντικείμενο για να περάσουμε απ’ αυτήν τη στενή θύρα.
Η εκκλησία από την
Κυριακή που μας έρχεται μας καλεί να αγωνιστούμε, θα ‘λεγα τη λέξη – πάω κι εγώ
με τη μόδα – να αδυνατίσουμε και να περάσουμε από τη στενή πόρτα. Από την
Κυριακή, επαναλαμβάνω, καλεί τους πιστούς, σφυρίζει τη σφυρίχτρα του Πνεύματος,
ετοιμάζουν οι άγγελοι το γήπεδο, φτιάχνουν τις γραμμές. Οι προπονητές, οι
άγγελοί μας, ο άγγελός, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τον άγγελό του, αρχίζει να
προετοιμάζει τον αθλητή, τον αγωνιστή,
για να τρέξει.
Άλλος έχει το χάρισμα
του απλούν, άλλος του διπλούν, άλλος των διακοσίων, τριακοσίων χιλίων , άλλος
έχει μαραθώνιο. Ο καθένας με τη δύναμή του καλείται σ’ αυτό το πνευματικό
στάδιο, να τρέξει, να αγωνιστεί για να βγει νικητής, να περάσει από κείνη την
πόρτα. Ἐγώ εἶμαι ἡ θύρα, εάν δεν τρέξουμε, εάν δεν παλέψουμε, εάν δεν
αγωνιστούμε η πόρτα για μας θα είναι πολύ στενή και είναι, τι, φύσει αδύνατον
να περάσουμε, γιατί ακριβώς δεν έχουμε προπονηθεί, δεν έχουμε αγωνιστεί σ’αυτό
το στάδιο. Για να δώσω ένα νόημα, για να μπορέσω κι εγώ να το νιώσω καλά αλλά κι εσείς ας
πλησιάσουμε λιγάκι αυτούς τους αθλητές που τρέχουνε.
Πόση προετοιμασία δεν
κάνουν, πόσες φορές με χιόνια και βροχές δεν πάνε να προπονηθούν, πόσες φορές δε βρέχει… και
ξέρω αθλητή που έφευγε από το Μέτσοβο μέχρι εδώ μόνο και μόνο για προπόνηση.
Ξέρω αθλητή που με χιόνια τον έβρισκα στο δρόμο και του έλεγα:
Πήγαινε από κει, κάνε
παραπέρα! Γιατί; Να μη σε δω. Γιατί με ελέγχεις, με ελέγχεις. Εγώ όταν βλέπω
κρύα, εγώ όταν βλέπω χιόνια, εγώ όταν έχω δουλειά, όταν έχω πονοκέφαλο