π. Δημητρίου Μπόκου
Ξεκίνησε τόσο χαλαρὸς τὸ πρωί, καθὼς δὲν περίμενε σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, κόσμο στὸ ἰατρεῖο. Μὰ αὐτὸ ἦταν γεμάτο ἀπὸ νω-ρίς. Πέρασε γρήγορα τὴν ἄσπρη μπλούζα καὶ στρώθηκε ἀμέσως στὴ δουλειά. Μὰ πάνω στὸ φόρτε ἕνα τηλεφώνημα ἔφερε τὰ πάνω κάτω. Ἡ γραμματέας ἑνὸς πολὺ σπουδαίου προσώπου τὸν πληροφοροῦσε, πὼς τὸ ἀφεντικό της θὰ τὸν δεχόταν σήμερα, στὶς δυόμιση ἀκριβῶς.
Τὸν ἔπιασε πανικός. Αὐτὸ κι ἂν ἦταν ἀπρόοπτο. Περίμενε τὸ ραντεβοὺ αὐτὸ ἀργότερα. Μετὰ τὸ Πάσχα. Μά, φυσικά, δὲ γινόταν νὰ τὸ χάσει μὲ τίποτε. Τὸ σπουδαῖο πρόσωπο ἦταν τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἐπαγγελματική του ἀνέλιξη. Εἶχε κοπιάσει ἀφάνταστα γιὰ ν’ ἀποκτήσει πρόσβαση σ’ αὐτό. Ἦταν ἡ εὐκαιρία τῆς ζωῆς του. Θά ’ταν τρελλὸς γιὰ νὰ τὴ χάσει.
Ἡ αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ἰατρείου του ἦταν ἀκόμα γεμάτη. Ἄντε τώρα νὰ τὰ προλάβει ὅλα. Μὰ ἔννοιά σου! Ἤξερε νὰ βάζει
προτε-ραιότητες ὁ γιατρός. Ἅρπαξε ἀμέσως τὴ λίστα μὲ τὰ ραντεβοὺ τῶν ἀσθενῶν του. Κράτησε μόνο τοὺς “καλούς” του πελάτες, ποὺ δὲ γινό-ταν νὰ τοὺς χάσει καὶ εἶπε στὴ γραμματέα του νὰ διώξει τοὺς ἄλλους. Σήμερα βρῆκαν ὅλοι τους νὰ ’ρθοῦν; Ἡ κίνηση στοὺς δρόμους τῆς Ἀ-θήνας ἦταν φοβερή, δὲν μποροῦσε νὰ ρισκάρει τὸ ραντεβού του. Οἱ ἀρχές του ἦταν ξεκάθαρες. Ὄχι συναισθηματισμοὶ καὶ διλήμματα. Ἄ, ὅλα κι ὅλα! Δὲν θὰ δουλεύει πάντα γιὰ τοὺς ἄλλους. Σήμερα θὰ κοι-τάξει μόνο τὸν ἑαυτό του. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπει στοὺς ἄλλους νὰ γίνονται ἐμπόδιο στὶς ἐπιδιώξεις του. Τίποτε καὶ κανένας σήμερα δὲν θὰ τὸν ἀποτρέψει ἀπ’ τὸν σκοπό του.Τὸν ἔπιασε πανικός. Αὐτὸ κι ἂν ἦταν ἀπρόοπτο. Περίμενε τὸ ραντεβοὺ αὐτὸ ἀργότερα. Μετὰ τὸ Πάσχα. Μά, φυσικά, δὲ γινόταν νὰ τὸ χάσει μὲ τίποτε. Τὸ σπουδαῖο πρόσωπο ἦταν τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἐπαγγελματική του ἀνέλιξη. Εἶχε κοπιάσει ἀφάνταστα γιὰ ν’ ἀποκτήσει πρόσβαση σ’ αὐτό. Ἦταν ἡ εὐκαιρία τῆς ζωῆς του. Θά ’ταν τρελλὸς γιὰ νὰ τὴ χάσει.
Ἡ αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ἰατρείου του ἦταν ἀκόμα γεμάτη. Ἄντε τώρα νὰ τὰ προλάβει ὅλα. Μὰ ἔννοιά σου! Ἤξερε νὰ βάζει
Ὁδηγοῦσε συγκεντρωμένος, καθὼς ὁ συνωστισμὸς στοὺς δρό-μους δὲν ἄφηνε περιθώρια γιὰ παρεκκλίσεις. Στὴ συμβολὴ Εὐρυδά-μαντος καὶ Πύρρας τὸ φανάρι τὸν ἔκοψε. Δοκίμασε νὰ περάσει μὲ κί-τρινο, μὰ δὲν πρόλαβε. Φρενάρισε ἀπότομα καὶ ἀπόμεινε μὲ τὸ μισὸ αὐτοκίνητο νὰ ἐξέχει ἀπ’ τὴ γραμμὴ τοῦ σηματοδότη. Ἂν καὶ ἐμπόδι-ζε, δὲν ἔκαμε πίσω. Κόλλησε τὸ βλέμμα του στὸ φανάρι, ὅταν ἕνα δυ-νατὸ μπὰμ τὸν ἔκαμε νὰ στραφεῖ ἀπότομα. Ἕνας μηχανόβιος γιὰ νὰ τὸν παρακάμψει, λόξεψε λίγο ἀριστερά, μὰ χτύπησε ἀκαριαῖα στὸ αὐτοκίνητο ποὺ ἔτρεχε δίπλα του. Ἡ μηχανή του μουγκρίζοντας δαι-μονισμένα καρφώθηκε στὸ ἀριστερὸ φτερὸ τῆς λιμουζίνας τοῦ για-τροῦ, ἐνῶ ὁ νεαρὸς ἐκτοξεύτηκε μακριὰ καὶ ἔμεινε ἀσάλευτος στὴν ἄ-σφαλτο. Ὁ γιατρὸς ἄναψε ἀπ’ τὸ κακό του. Παραλίγο νὰ βλαστημή-σει.
- Ὄχι τέτοια τώρα! οὔρλιαξε ἀγανακτισμένος. Ὄχι ἄλλες καθυ-στερήσεις! Ὄχι ὅλα σήμερα!
Ἕνα μικρὸ πανδαιμόνιο γινόταν γύρω του ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ κατέβαιναν ἀπ’ τὰ ὀχήματά τους καὶ ἔτρεχαν πρὸς τὸν χτυπημέ-νο καὶ ἀπὸ ὁδηγοὺς πού, μὴ γνωρίζοντας τί εἶχε συμβεῖ, κορνάριζαν δαιμονισμένα. Δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ νεαροῦ, καθὼς τὸ ἔκρυβε τὸ κράνος του. Μὰ οὔτε καὶ τὸν ἐνδιέφερε. Τὸ μόνο ποὺ ἤ-θελε αὐτὴ τὴ στιγμή, ἦταν νὰ μὴν καθυστερεῖ. Τίποτε δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἐμποδίσει ἀπ’ τὸ ραντεβού του. Δὲν εἶχε χρόνο γιὰ τίποτε ἄλλο. Καὶ οὔτε σκέψη, φυσικά, νὰ σταματήσει γιὰ τὸν χτυπημένο, παρόλο ποὺ καταλάβαινε πὼς εὐθυνόταν αὐτὸς γιὰ τὸ ἀτύχημα. Νὰ δεῖ ἂν ζεῖ, ἂν πέθανε, νὰ τοῦ προσφέρει σὰν γιατρὸς τὶς ὑπηρεσίες του.
Ἔτσι, μὲ τὸ ποὺ ἄναψε τὸ πράσινο, ὅρμησε σὰν σίφουνας μπροστά. Ἡ ξεκάθαρη φιλοσοφία του ἀνέλαβε νὰ κατασιγάσει πά-ραυτα τὴν ὑποτονική του συνείδηση, ποὺ πῆγε κάποια στιγμὴ νὰ ση-κώσει ἄτολμα κεφάλι. Δὲν θὰ θυσίαζε τώρα τὴν εὐκαιρία τῆς ζωῆς του γιὰ χάρη κάποιου ἄλλου. Ἑνὸς ξένου. Τόσοι ἄλλοι ἄλλωστε ἔτρε-ξαν νὰ βοηθήσουν. Τί χρειαζόταν αὐτός; Οὔτε γιὰ τὸ χτυπημένο φτε-ρό του δὲν νοιάστηκε, αὐτὸς ποὺ τόσο πρόσεχε τὴν ἀκριβή του λι-μουζίνα.
...Πλησίαζε πιὰ στὸν προορισμό του. Ἔκλεισε ἀκόμα καὶ τὸ κινη-τό του γιὰ νὰ συγκεντρωθεῖ στὸν σκοπό του. Δὲν ἤθελε περισπα-σμοὺς αὐτὴ τὴν ὥρα. Ἀρκετὲς ἐνοχλήσεις εἶχε σήμερα. Καὶ ἐπιτέλους τὰ κατάφερε. Τὸ ραντεβού του ἔγινε. Συναντήθηκε μὲ τὸ σπουδαῖο πρόσωπο. Εἶχαν μιὰ γόνιμη συζήτηση οἱ δυό τους. Ὁ γιατρὸς ἐπι-στράτευσε ὅλη του τὴν ἐνεργητικότητα. Καὶ πέτυχε τὸν σκοπό του. Ὁ ὑψηλὸς συνομιλητής του δεσμεύτηκε νὰ τὸν “προωθήσει”.
Γύρισε σπίτι πετώντας ἀπ’ τὴ χαρά του. Εἶπε τὰ νέα μὲ ἐνθου-σιασμὸ στὴ γυναίκα του.
- Μὰ ποῦ εἶναι τὰ παιδιά;
Βιαζόταν νὰ μοιραστεῖ μὲ ὅλους τὴν εὐφορία του.
- Ἡ κόρη μας ἐδῶ. Μὰ ὁ Βασίλης δὲν φάνηκε ἀπ’ τὸ πρωὶ ποὺ ἔφυγε θυμωμένος. Καὶ τὸ κινητό του ὅλη μέρα κλειστό.
- Ἔφυγε θυμωμένος; Μὰ γιατί;
- Δὲν θυμᾶσαι ποὺ τὸν ἀποπῆρες; Ποὺ σὲ ρώτησε κάτι καὶ σὺ τὸν ἔβαλες μπροστὰ γιατί βιαζόσουν; Ὅπως πάντα ἄλλωστε.
- Ναί, τὸ θυμᾶμαι. Μὰ βρίσκει κάτι στιγμὲς κι ὁ γιός μας νὰ μ’ ἐνοχλήσει!
- Ὅμως κι ἐσὺ δὲν βρίσκεις ποτέ σου χρόνο νὰ τοῦ μιλήσεις. Κάποιες φορὲς μοῦ φαίνεται πὼς δὲν ὑπάρχουμε γιὰ σένα. Σὰ νὰ ’μα-στε ξένοι κι ἐμεῖς.
- Τὸ παρατραβᾶς κι ἐσύ! διαμαρτυρήθηκε ἀμέσως ὁ γιατρός. Ἂς μὴ χαλάσουμε τώρα τὴν ὄμορφη μέρα. Ἂς τὸ γιορτάσουμε παρα-δοσιακά. Μεγάλη Πέμπτη ἀπόψε καὶ ξέρεις πὼς γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει καλύτερη χαλάρωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
...Πρὶν δρασκελίσει τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, βεβαιώθηκε πὼς εἶχε κλειστὸ τὸ κινητό του. Θεωροῦσε βάρβαρη μόδα τὰ κουδουνίσματα στὴν ὥρα τῆς λατρείας. Ὄχι πὼς ἦταν θρῆσκος ὁ γιατρός. Ἀπεναντί-ας. Μὰ ἦταν λάτρης τῆς καλῆς τέχνης. Καὶ στὴν καλλιτεχνία τῆς λα-τρείας ἀνακάλυπτε μιὰν ἀνείπωτη ἀπόλαυση. Ὁτιδήποτε τὸν δια-σποῦσε τὴν ὥρα αὐτή, ἦταν γι’ αὐτὸν ἱερόσυλη βαρβαρότητα.
Γι’ αὐτὸ δὲν πήγαινε ὅπου κι ὅπου. Ἀναζητοῦσε μόνο τὴν ἀτμό-σφαιρα ἐκείνη, ὅπου ὁ ἦχος καὶ τὸ φῶς ἀνάδευαν, ἀπ’ τοῦ χρόνου τὰ μυστικὰ μονοπάτια φερμένες, ὄμορφες τέχνες. Ὅπου ποίηση, δράμα, μουσική, ζωγραφική, σὲ μιὰ ποικίλη, μαγευτικὰ ἀπαράμιλλη σύνθεση, ἦταν ὅ,τι ἀκριβῶς ἤθελε γιὰ νὰ ἀπογειώνεται.
Ὄχι, δὲν ἦταν θρῆσκος ὁ γιατρός. Μὰ ἡ τέχνη τῆς λατρείας τοῦ ἄρεσε. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα τῆς Ἐκκλησίας ἀδιαφοροῦσε. Ἰδιαίτερα γιὰ κατηχήσεις καὶ κηρύγματα. Ὁ διαχρονικὸς πολιτισμός της ὅμως ἦταν τὸ κάτι ἄλλο. Τὸν μάγευε. Οἱ βραδιὲς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἦταν μεγαλεῖο γι’ αὐτόν. Καὶ ἀπόψε εἰδικὰ ἀποζητοῦσε μιὰ βαθειὰ χαλά-ρωση μετὰ τὴν τόσο ἔντονη μέρα του.
Ὅμως, παρὰ τὸ βύθισμά του στὴ μυσταγωγικὴ δραματουργία τῆς βραδιᾶς, οἱ εἰκόνες τῆς ἡμέρας δὲν ἔσβηναν τελείως ἀπὸ μέσα του. Ἰδιαίτερα ἡ εἰκόνα τοῦ χτυπημένου νεαροῦ. Τὸν ἐνοχλοῦσε ξανὰ καὶ ξανὰ προκαλώντας του ἀνεξήγητη δυσφορία. Τί νὰ ἀπέγινε ἄρα-γε; Ἔζησε; Πέθανε; Μὰ πῶς νὰ τὸ ξέρει; Εἶχε φερθεῖ ἐντελῶς ἀδιάφο-ρα.
Προσπάθησε νὰ λοξοδρομήσει τὴ σκέψη του, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ τὴν ἐνόχληση. Στήριξε τὸ βλέμμα του ἐπίμονα στὸν σταυρό, ποὺ ἤδη ὑψωνόταν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ. Περιεργάστηκε πολλὴ ὥρα τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν προσευχόταν, ὄχι! Εἶχε ξεμάθει ἀπὸ καιρὸ τέτοια πράγματα. Προσπαθοῦσε ἁπλῶς νὰ προσηλώσει ἔντονα τὴ σκέψη του σὲ κάτι διαφορετικό.
Καὶ νά, ποὺ τοῦ σφηνώθηκε μιὰ ἰδέα: «Ὁ Χριστὸς ὡς ξένος». Νὰ κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δουλευτεῖ σ’ ἕνα καλὸ θεατρικό. Αὐτὸς ποὺ εὐεργέτησε τοὺς πάντες, νὰ πεθαίνει στὸν σταυρὸ μόνος, ἐγκαταλειμ-μένος, ξένος. Ὁ Ἰωσὴφ νὰ παρακαλεῖ τὸν Πιλάτο: «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον» κι ἄλλα τέτοια. Μὰ βέβαια! Εἶναι θαυμάσιο. Θὰ μποροῦσε κά-ποιος νὰ τὸ δουλέψει καλά.
Κι ἐνῶ σκεφτόταν αὐτά, νά σου πάλι ἀπρόσκλητη ἡ μορφὴ τοῦ νεαροῦ! Ἦλθε καὶ ἀντικατέστησε πάνω στὸν σταυρὸ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Αἱμόφυρτες οἱ δύο μορφὲς ἐναλλάσσονταν ταχύτατα καὶ ἀδιάκοπα μπροστά του. Τὸν κυρίευσε ἴλιγγος. Ἔνοιωσε στὶς παλάμες του ἱδρώτα.
Ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ τέλειωσε κάποτε ἡ Ἐκκλησία. Χωρὶς νὰ ἔχει χαλαρώσει, ὅπως περίμενε, προχώρησε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν ἔξο-δο. Συνάντησε ἔξω τοὺς δικούς του. Μὰ ὁ Βασίλης πουθενά. Παράξε-νο! Αὐτὸς δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ Λειτουργία. Ἡ ἀδελφή του τὸν πῆρε στὸ κινητό. Καμμιὰ ἀπάντηση. Ἔβγαλε κι ὁ γιατρὸς τὸ δικό του νὰ τὸν ψάξει.
Καὶ τότε σάστισε!
Πληθώρα οἱ κλήσεις καὶ τὰ μηνύματα. Ἔμ, βέβαια! Ἀπ’ τὸ μεση-μέρι τὸ κινητό του ἦταν κλειστό. Ἤθελε νά ’ναι παντοῦ ἀπερίσπα-στος. Τί νὰ συνέβαινε ἄραγε; Σχημάτισε ἀμέσως τὸν τελευταῖο ἀριθ-μό. Ἡ φωνὴ ποὺ ἔφτασε ἀπ’ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς δὲν ἔκρυβε τὴν ἀνησυχία της.
- Σᾶς ψάχνουμε ὅλη τὴν ἡμέρα, κύριε! Δὲν ἀνοίγετε τηλέφωνο; Τρέξτε γρήγορα στὸ νοσοκομεῖο, στὰ ἐπείγοντα.
- Μὰ τί συμβαίνει;
- Ὁ γιός σας χτύπησε!
- Ὁ γιός μου; Σοβαρά; Πῶς; Πότε; Οἱ λέξεις κόβονταν ἀπὸ τὴν ταραχή του.
- Τὸ μεσημέρι, στὴ συμβολὴ Εὐρυδάμαντος καὶ Πύρρας. Χτύπη-σε μὲ τὴ μηχανή του σὲ αὐτοκίνητο. Τὸν ἔχουνε στὸ χειρουργεῖο τώ-ρα. Ἐλᾶτε γρήγορα!
Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε ἀπότομα, μὰ ἡ γῆ ἔφυγε κάτω ἀπ’ τὰ πόδια τοῦ γιατροῦ. Μιὰ στιγμὴ μονάχα ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ μέγεθος τῆς τραγωδίας. Ὁ νεαρὸς ποὺ χτύπησε τὸ μεσημέρι μπροστά του, δὲν ἦταν κάποιος ξένος, ὅπως φαντάστηκε. Ἦταν ὁ γιός του! Κι αὐτός, ὁ πατέρας, ἦταν ὁ θύτης! Αὐτὸς πού, ἔστω ἔμμεσα, προκάλεσε τὸ ἀτύχημα.
Τὸ σὸκ ποὺ ἀκολούθησε ἦταν τρομερό. Οἱ ἐνοχές του τὸν ἄ-δραξαν πελώριες. Λύγισε. Ἡ κραυγή του ξεπήδησε πνιχτή.
- Χριστέ μου!...
Ἔνοιωσε ἀτιθάσευτη τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθεῖ. Νὰ στραφεῖ σ’ Αὐτόν, ποὺ μέχρι τώρα ἦταν ξένος στὴ ζωή του. Ὅρμησε σὰν
τρελλὸς στὸ αὐτοκίνητο. Ἦταν θαῦμα τὸ πῶς ἔφτασαν σῶοι στὸ νο-σοκομεῖο.
Πέρασε ἀμέσως στὸ χειρουργεῖο. Κοντεύανε νὰ τελειώσουν. Τὸ καλὸ νέο ἦταν πὼς ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ δὲν κινδύνευε. Τὸ κράνος προ-στάτεψε τὸ κεφάλι. Δόξα σοι, ὁ Θεός! Μὰ ἡ κατάσταση δὲν ἔπαυε νά ’ναι σοβαρή. Συντριπτικὰ κατάγματα στὸ ἀριστερό του πόδι, αὐτὸ ποὺ προσέκρουσε στὸ αὐτοκίνητο, θὰ τὸν κρατοῦσαν γιὰ πολὺν και-ρὸ καθηλωμένο.
Ὁ γιατρὸς ἦταν ἀνάστατος. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωνέψει μὲ τί-ποτε. Νὰ συμβεῖ τὸ κακὸ μπρὸς στὰ μάτια του κι αὐτὸς νὰ φερθεῖ τό-σο ἀδιάφορα! Νὰ μὴν ἀντιληφθεῖ τὸ ἴδιο τὸ παιδί του αἱμόφυρτο μπροστά του! Ἀδύνατο νὰ συγχωρήσει τὸν ἑαυτό του.
Αὐτὴ ἡ ἀναθεματισμένη νοοτροπία του! Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του! Νὰ θεωρεῖ τὸν ἄλλο πάντοτε ξένο! Μὰ νὰ ποὺ τώρα αὐτὸς ὁ ἄλ-λος, ὁ ξένος, ἦταν ὁ γιός του! Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφία του ἔγινε θρύψαλα στὰ πόδια του.
Τὸ φορεῖο μὲ τὸν Βασίλη ἔφτασε ἀπ’ τὸ χειρουργεῖο στὸ δωμά-τιο. Ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφή του ἔπεσαν πάνω του. Οἱ νοσοκόμες ἔστρωσαν τὸ κρεβάτι καὶ τὸν ξάπλωσαν. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς ἀντιλήφθη-κε ὅλους γύρω του ὁ Βασίλης πῆγε ν’ ἀστειευθεῖ.
- Μπαμπά, τὴν πάτησες αὐτὴ τὴ φορά! εἶπε τραυλίζοντας ἀκό-μα ἀπὸ τὴ νάρκωση.
Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταζε σὰν χαμένος.
- Σὲ εἶδα, μπαμπά, μὰ ἐσὺ δὲν μὲ πῆρες εἴδηση. Ποτὲ δὲν μὲ προσέχεις, μπαμπά. Δὲν προλαβαίνεις. Προηγοῦνται πάντα οἱ δουλει-ές σου.
Ὁ γιατρὸς ἔσκυψε τὸ κεφάλι συντετριμμένος.
- Εἶδες ποὺ τὴ φορὰ αὐτὴ ὁ “ἄλλος” δὲν ἦταν κάποιος ξένος, μὰ ὁ γιός σου; Μὰ καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ὁ “ἄλλος” θά 'ναι καὶ πάλι κάποιος δικός σου.
Ὁ γιατρὸς τὸν κοίταξε ἀπορημένος.
- Κι αὐτὸ θὰ γίνεται κάθε φορά. Αὐτὸς ὁ “ἄλλος” ποτὲ δὲν θά ’-ναι κάποιος ξένος. Στὸ πρόσωπό του θά ’ναι πάντα ὁ Χριστός, ὁ πιὸ δικός μας ἄνθρωπος. Τὸ σκέφτηκες ποτέ, μπαμπά;
Ὁ Χριστὸς δικός του ἄνθρωπος; Ὄχι “ξένος” ὁ Χριστός, ὅπως σκεφτόταν αὐτός; Ὁ γιατρὸς δὲν ἄντεχε ἄλλο. Ἔνοιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ πέσει στὰ γόνατα καὶ νὰ φωνάξει:
- Ἔλεος! Συγχωρέστε με! Ἔχετε δίκιο! Τὰ βλέπω τώρα ὅλα τόσο καθαρὰ μπροστά μου. Δὲν θέλω νά ’μαι ἄλλο ἔτσι πιά. Ἂχ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ τ’ ἀλλάξω ὅλα αὐτά!
Μὰ οὔτε λέξη δὲν κατάφερε νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ στόμα του. Οἱ συσπάσεις μόνο στὸ πρόσωπό του μαρτυροῦσαν τὴν ἐσωτερική του ἔνταση. Ὅλοι ὅμως ὑποψιάζονταν, βλέποντάς τον, τὴν καίρια ἀλλαγὴ ποὺ συντελοῦνταν μέσα του.
Καὶ ξαφνικὰ ὁ γιατρὸς κατέρρευσε. Ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του
στὰ χέρια του καὶ ξέσπασε σὲ ἀναφιλη-τά. Ἡ κόρη του ἔτρε-ξε καὶ τὸν ἀγκάλια-σε. Ἕνας βαθὺς συγ-κλονισμὸς τοὺς συ-νεπῆρε ὅλους. Ἦταν
χαρὰ ἢ λύπη ἄραγε; Ἢ καὶ τὰ δυό; Δὲν ἤξεραν.
Τὸ πέπλο μιᾶς παράξενης εὐτυχίας ἁπλωνόταν ἀόρατο γύρω τους γλυκαίνοντας, παρὰ τὸ δράμα, τὶς καρδιές τους…
Πάσχα 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου