«Διασπαρέντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ…» (Πράξ. 11,19)
Ὁλοι, ἀγαπητοί μου, σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ ζητοῦν ἕνα πρᾶγμα· τὴν εὐτυχία. Ἐν τούτοις ἡ εὐτυχία εἶνε πουλὶ ἄπιαστο. Τὸ κυνηγοῦν, μὰ δὲν πιάνεται.
Ἂς πᾶμε νὰ ρωτήσουμε κάθε ἄνθρωπο, εἶνε εὐτυχής; Μπαίνω σὲ μιὰ καλύβα κι ἀκούω· «Πεινῶ…». Μπαίνω στὰ μεγάλα σπίτια μὲ τὶς ἀνέσεις, κι ἀκούω ἕναν ἄρρωστο νὰ μοῦ λέῃ· «Πουλῶ τὸ παλάτι, δός μου τὴν ὑγειά μου. Προτιμῶ νὰ κατοικῶ σὲ τσαντίρι, παρὰ νὰ πάσχω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια…». Φεύγω ἀπὸ ᾿κεῖ, συναντῶ στὸ δρόμο ἕναν καὶ μοῦ λέει· «Στενοχωριέμαι· σπίτι δὲν ἔφτειαξα, οἰκογένεια δὲν ἔχω, ὁλομόναχος εἶμαι, σύντροφο ζητάω, δυστυχισμένος εἶμαι…». Συναντῶ παρακάτω κάποιον ἄλλο ποὺ εἶνε παντρεμένος, καὶ τὸν ρωτῶ· Εἶσαι εὐτυχισμένος; Μοῦ λέει· «Καταραμένη ἡ μέρα ποὺ παντρεύτηκα. Κόλασι ἔχω μέσα στὸ σπίτι…». Συναντῶ κάποιο ἀντρόγυνο ποὺ δὲν ἔχει παιδιὰ κι ἀναστενάζει. Συναντῶ ἕναν ἄλλο ποὺ ἔχει παιδιά, ἀλλὰ κλαίει γιατὶ τὰ παιδιά του κάθε μέρα τὸν ποτίζουν φαρμάκι…
Ποῦ νὰ πάω; Στὰ ἐργοστάσια ἀναστενάζουν οἱ ἐργάτες, στὰ καράβια ὑποφέρουν οἱ ναυτικοί, στὰ νοσοκομεῖα βογγοῦν οἱ ἄρρωστοι… Ὅποιον ἄνθρωπο κι ἂν βρῶ, ὁπουδήποτε κι ἂν πάω,