Ὁ γέρο ἀγωνιστὴς ἐκοίταζε τὸ θολὸ νερὸ μέσα στὸ ποτήρι, ἀνεβοκατέβαζε τὰ κάτασπρα δασιά του φρύδια, καὶ κουνῶντας τὸ κεφάλι του εἶπε :
- Μωρέ, ποῦ κατάντησε τὸ δόλιο τὸ Μεσολόγγι μ’ αὐτὸν τὸν θεοσκοτωμένο τὸ Δήμαρχο! Οὔτε στὸν «κλεισμὸν» δὲν πίναμε τέτοιο νερό...
Ὁ γέρο ἀγωνιστὴς εἶχε τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν τέχνη ἀπὸ κάθε κουβέντα, μ’ ἕνα πήδημα νὰ φτάνῃ στὴν πολιορκία καὶ στὴν ἔξοξο, καὶ χρεωστοῦσε μάλιστα χάρι σὲ μένα, πού, παιδάκι τότε λαίμαργο γιὰ ἱστορίες, ἤμουν ὁ πιὸ καλόβολος ἀκροατής του.
- Οὔτε στὸν κλεισμό, μωρὲ παιδί μου, μὰ τοῦτον τὸ σταυρό, νὰ τὸν κάμω καὶ νὰ βγῇ ἡ ψυχή μου.
Τὸν καιρό, ποὺ ὁ Μπραΐμης μᾶς ἔκοψε τὸ νερό, πάντεχε, πὼς θὰ παραδοθοῦμε τὴν ἄλλη μέρα ἢ θὰ σκάσωμε σὰν τὰ ποντίκια˙ ἐμεῖς ὅμως ἀνοίξαμε πηγάδια στὸν Ἅϊ - Νικόλα, στὶς τάπιες, ὅπου βλέπαμε χῶμα γλυκό, καὶ βγάλαμε νερό. Θὰ πῇς κακὸ καὶ ψυχρό, ἁρμυρό, θολό, βαρύ, μὰ κεῖνο μᾶς ἔφτανε, γιὰ νὰ μὴν κάμωμε τὸ χατὴρι τοῦ Μπραΐμη καὶ τοῦ Κιουτάγια. Αὐτοὶ μάθαιναν τί νερὸ πίναμε καὶ ἀποροῦσαν, πῶς ἀκόμα βαστᾶμε.
Μιὰ φορὰ κάμαμε ράϊ (ἀνακωχὴ) καὶ μᾶς στείλανε μέσα τρεῖς μπέηδες, νὰ μᾶς προτείνουν νὰ παραδοθοῦμε. Πολλὲς φορὲς τὸ ἔκαναν αὐτό.
Τὸ περισσότερον ὅμως ἤθελαν, νὰ ἰδοῦν τί νερὸ πίναμε, γιὰ νὰ καταλάβουν πόσο θὰ κρατήσωμε ἀκόμα.
Ὁ Θανάσης ὁ Ραζηκότσικας ἦταν τότε πολιτάρχης. Αὐτὸς εἶχε θηλυκὸ μυαλὸ καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους.
- Σταθῆτε, λέει, καὶ θὰ ἰδῆτε καὶ μένα.
Κράζει τὶς γυναῖκες, ποὺ μᾶς ἔδιναν τὰ φυσέκια καὶ μᾶς ἔφερναν τὸ φαΐ, καὶ τὶς διατάζει νὰ βγάλουν νερὸ ἀπὸ τὸ καλύτερο πηγάδι,
νὰ τὸ στραγγίξουν καλά, καὶ νὰ τὸ περάσουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ πανὶ ἑξῆντα νούμερο, καὶ ἅμα λαγαρίσῃ καλά, νὰ γεμίσουν μ’ αὐτὸ ἕνα ἀσκί. Κράζει καὶ τὸ Ντάγλα, ποὺ ἦταν ἔξυπνος καὶ πιστὸς καὶ τὸν εἶχε στὸ σπίτι του ὁ πολιτάρχης, καὶ τὸν ὁρμηνεύει τί νὰ κάμῃ, σὰν ἔρθουν οἱ μπέηδες.
Ἦρθαν οἱ μπέηδες καὶ πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ Κότσικα. ᾽Εκεῖ, ποὺ εἶναι ἀκόμα τώρα τὸ Κοτσικέϊκο, τότε ἦταν χαμηλὰ ἀκόμα τὸ ἐπάνω πάτωμα˙ τὸ εἶχαν χαλάσει οἱ μπόμπες καὶ οἱ ἴδιοι οἱ νοικοκυραῖοι τὸ εἶχαν ἀπογκρεμίσει.
῎Εκαμαν τεμενάδες, ρώτησαν «πῶς τὰ περνᾶμε» καὶ ὕστερα ἦρθαν στὴν κουβέντα.
- Καπετὰν Θανάση, τοῦ λένε, τί περιμένετε; δὲ βλέπετε, ποὺ εἶστε κλεισμένοι ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές; Νὰ παραδοθῆτε τώρα, καὶ κανεὶς δὲ θὰ σᾶς κατηγορήσῃ. Οἱ πασᾶδες σᾶς χαρίζουν τὴ ζωὴ καὶ τὸ βιό σας, νὰ ζήσωμε, ὅπως καὶ πρίν, ἥσυχοι καὶ ἀγαπημένοι.
Ὁ Ραζηκότσικας τοὺς λέει :
- Καὶ νὰ θέλαμε, μπέηδές μου, νὰ παραδοθοῦμε, εἶναι ντροπή μας τώρα, ποὺ περιμένομε ὥρα τὴν ὥρα τὸν καπετὰν Μιαούλη, καὶ μᾶς φέρνει τοῦ κόσμου τὰ καλά.
Ψέμματα τοὺς ἔλεγε.
Κάμαμε κι ἄλλες κουβέντες καὶ κάποια ὥρα οἱ μπέηδες καμώθηκαν, πὼς δίψασαν καὶ ζήτησαν νερό.
῾Ο πολιτάρχης πρόσταξε τὸ Ντάγλα νὰ φέρῃ τ’ ἀσημένιο τάσι. ῾Ο Ντάγλας, ὅπως ἦταν ὁρμηνεμένος, εἶχε δυὸ ἀσκιά, ἕνα μὲ τὸ καθαρό, ποὺ εἶχαν λαγαρίσει οἱ γυναῖκες, καὶ ἕνα μὲ τὸ νερό, ποὺ πίναμε. Λύνει τὸ ἀσκὶ μὲ τὸ θολὸ νερὸ καὶ γεμίζει τὸ τάσι.
- Γιά νὰ σοῦ εἰπῶ, τοῦ λέει ὁ πολιτάρχης, ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ἔχομε γιὰ τὰ ζᾶ μας, δίνεις στοὺς μπέηδες;
Τοῦ δίνει ἕνα μπάτσο, δίνει καὶ μιὰ κλωτσιὰ στ’ ἀσκὶ καὶ χύνει ὅλο τὸ νερό.
Ὁ Ντάγλας λύνει τὸ ἄλλο ἀσκί, γεμίζει τρία τάσια μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ τὰ δίνει στοὺς μπέηδες.
Ἐκεῖνοι, σὰν βγῆκαν γελασμένοι, χαιρετᾶν καὶ φεύγουν. Πᾶνε στοὺς πασᾶδες καὶ λένε «τὸ καὶ τό, οἱ Μεσολογγίτες ἔχουν καθαρὸ νερὸ καὶ ἐκεῖνο τὸ θολὸ τὄχουν γιὰ τὰ ζᾶ τους καὶ τὸ χύνουν ἀλύπητα» Οἱ πασᾶδες ἀπελπίστηκαν τότε, πὼς θὰ παραδοθοῦμε.
Τέτοιος ἦταν ὁ πολιτάρχης μας. Τώρα κάνομε δημάρχους καὶ μουλάρια.
᾽Εσύ, μωρέ, νὰ γράψῃς αὐτά, σὰ μεγαλώσῃς, νὰ τὰ μάθῃ ὁ κόσμος· να ἰδῇ πῶς τὸ βαστάξαμε τὸ Μεσολόγγι.
- Θὰ τὰ γράψω, μπάρμπα - Γεωργούλα.
Καὶ νά, ποὺ ἐκτελῶ τὴν ὑπόσχεσί μου, τώρα ποὺ ἔγινα κι ἐγὼ μπάρμπα - Ἀντώνης.
Πηγή: Νεολληνικά Αναγνώσματα, Β' Γυμνασίου, 1957
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου