Έφυγε σαν το φύλλο το φθινόπωρο.
Έτσι ανεπαίσθητα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.
(23 Σεπτεμβρίου 2004)
Έτσι ανεπαίσθητα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά.
(23 Σεπτεμβρίου 2004)
Η δοκιμασία των θλίψεων τελείωσε για την Αναστασία κι εκείνη, τελειωθείσα, μεθίσταται εις Κύριον. Στην αγκαλιά του Χριστού που τον κοίταζε κατάματα και αντλούσε δύναμη. Στο χειροποίητο πρόσωπο του Εσταυρωμένου, που συνέπασχε τόσα χρόνια μαζί της στο κρεβάτι του πόνου με το μαρτύριο της ακινησίας• της αργής αλλά σταδιακής υποχωρήσεως της ζωής και των ενεργειών της και της αυξήσεως της σκλήρυνσης, κατά πλάκας, κατά τόπους και κατ' εξακολούθησιν... Με εγνωσμένη την πορεία και αναπόδραστον το τέλος.
Οι φίλοι της, τα παιδιά και τα πουλιά να τη συντροφεύαν, αλλά εκείνη να μη μπορεί να σηκωθεί. Να μην περπατά και να μην κινεί χέρια, πόδια, πλάτη, μέση... σαν σίδερο ακίνητα και κουβαριασμένα. Λίγες κινήσεις με τη βοήθεια άλλων για να "ξεκουράζεται" πότε το δεξί, πότε το αριστερό χέρι, να μην πάθουν αγκύλωση. Και μόνο ως ένα σημείο, που δεν άγγιζε τον αφόρητο πόνο. Δεν το έλεγε. Δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ και για τίποτα. Το έβλεπες μόνο στην αθέλητη σύσπαση του μετώπου της, Η ίδια φρόντιζε πολύ γρήγορα να το μετατρέψει σε χαμόγελο. Να διασκεδάσει κάθε εντύπωση που μπορεί να προκλήθηκε αθέλητά σου και να σε ρωτήσει με το ίχνος της φωνής που της είχε απομείνει, κάτι από τα δικά σου, Σαν να μην έτρεχε τίποτε, Σαν να ήσουν εσύ ο ασθενής που είχες ανάγκη ιατρού. Με κόπο συγκρατιόσουν. Είναι άνισος ο αγώνας...
Κι έτσι μιλούσαμε για... αλλότρια. Λέγαμε τα "νέα". Αφ' ότου τα δαχτυλά της έχασαν και την τελευταία δυνατότητα αυτόνομης πρόσβασης στα Μέσα Επικοινωνίας, έστω, με το τηλεχειριστήριο, μοναδικό άκουσμά της και παρηγοριά ο Εκκλησιαστικός Ραδιοφωνικός Σταθμός «Σπίνος» και οι κασέτες Βυζαντινής Μουσικής. Η μαγνητοφωνημένη Θ. Λειτουργία σε κυριώνυμες ημέρες (Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος, Χριστούγεννα), που τις ξανάκουγε και τις βίωνε με την ίδια πάντα χαρά και προσμονή.
Αυτό το κορίτσι δεν κούρασε κανένα. Μέσα στον αφόρητο πόνο της έκανε άλλους να ξεχνούν τον δικό τους πόνο.
«Έτσι είναι η ζωή• μια ξαστεριά, μια μπόρα.., Μια βγαίνει ο ήλιος κι ύστερα συννεφιά- αλλά, μετά, πάλι ο ήλιος!», σου έλεγε, φιλοσοφώντας.
Το μαρτύριο της το υπέφερε αγόγγυστα. Τι αγόγγυστα! Χαμογελαστά.
- «Πώς είσαι Αναστασία;»
- «Καλά είμαι. Ευχαριστώ».
Ολόκληρη δύο μεγάλα μαύρα μάτια, τα μάτια της πονεμένης αγάπης, που κι αυτά δεν έβλεπαν εδώ και αρκετό καιρό. Κοίταζαν αόριστα μέχρι να πλησιάσεις αρκετά για να σε διακρίνουν. Και ν' αρχίσουν να ρωτούν για τα δικά σου και για όλους γύρω σου που τους νοιαζόταν όλους. Στενοχωριόταν και χαιρόταν για όλους. Και δεν ήθελες να ακούει δυσάρεστα, αλλά κάποια νέα τα ήξερε ήδη, τα είχε μάθει και έκλαιγε. Ήταν αρκετά ευσυγκίνητη. Και πώς να σκουπίσει τα δάκρυα;
«Προσευχή!», έλεγε. Έδειχνε με το βλέμμα της ψηλά. Γέμιζε η ύπαρξή της απ’ αυτό που έλεγε. Με το βλέμμα "έκανε" και το σταυρό της με τέσσερις νοητές κινήσεις. Κάτι σαν τον αρχαίο εκείνο πολεμιστή που, όταν του στέρησαν και τα δύο χέρια οι Πέρσες, έπιασε το εχθρικό πλοίο με το στόμα. Με ό,τι του είχε απομείνει γραπώθηκε από το σκοπό στον οποίο είχε ταχθεί. Έτσι και τούτη η ηρωίδα κρατιόταν με "συρματόσχοινο" με το Θεό και με "λεπτή κλωστή" με τα πράγματα. Γι’ αυτό και το ταξίδι της στο ακύμαντο πέλαγος της θεϊκής αγκαλιάς ήταν ανεμπόδιστο.
Η γραφίδα δεν είναι ικανή να αγγίξει το μέγεθος υπομονής της, Το μεγαλείο της. Ένας συνεχής έλεγχος για μας, που στη θέση της θα είχαμε κάθε λόγο να παραπονιόμαστε. Πώς να μιλήσεις για το βάθος και το πλάτος της πίστης της στο Θεό! Σήκωνε το βλέμμα της στον Εσταυρωμένο, που της παρέστεκε νύχτα-μέρα στο δωμάτιο κελί της με την ειδική κλίνη και αντλούσε δύναμη και καρτερία από το δικό του Πάθος. Το είχε κεντήσει με τα χέρια της, όταν τα δάχτυλά της είχαν αρχίσει να δίνουν δείγματα προοδευτικής ακινησίας, Τότε που κέντησε και την "πεταλούδα" και τον "κύκνο" και όλα τα πολύχρωμα αυτά μαξιλάρια, που είχε χαρίσει σ' όλους μας για να τη θυμόμαστε. Λες και ήξερε ότι κάποτε θα αγγίζαμε αυτά για να ανακαλέσουμε την αίσθηση της παρουσίας της. Χαϊδεύοντάς τα. Τη χαϊδεμένη!
Τόσο λεπτή παρουσία με τόση δύναμη ψυχής. Χωρίς "γιατί"! Γεννηθήτω το θέλημά Σου. Όσο την "πήγαινε" ο Θεός...
Εκτός από τη στιβαρή δύναμη που είχε καταβάλει μαζί με τις συνεργάτιδες και τους συνεργάτες, προεξάρχοντος του γέροντος Αθανασίου, στις πρώτες-πρώτες προσπάθειες οικοδόμησης του θαύματος αυτού που λέγεται Ντουραχάν (Εκκλησία - Σχολείο - Οικοτροφείο - Ραδιοφωνικός Σταθμός - Γηροκομείο - τόπος "φιλοξενίας σε καιρούς αφιλίας"), είχε, στην αρχή και το ειδικό καθήκον της ετοιμασίας των βαφτίσεων. Ήταν πάντα στο Μοναστήρι ως δόκιμος μοναχή. Η φωνή της απαλόηχη. Αναγνώστης στο ψαλτήρι, στο αναλόγιο με ιδιαίτερη κατάνυξη. Θα τη συναντούσες, άλλοτε να φροντίζει και τις κότες του Μοναστηριού. Ήταν σε κάποια απ' αυτές τις συναντήσεις μας που ο γιος μας, μικρός τότε, κατευθύνθηκε στην άκρη του γκρεμού έτοιμος σχεδόν να πέσει. Η μάνα του, τρομαγμένη, έκανε να προλάβει. Κάποια άλλη φωνή έσπευσε να παρατηρήσει υπερθεματίζοντας κάπως:
«Τι ανησυχείς; Το φυλάει ο θεός!». Και η Αναστασία, ήρεμα και αποφασιστικά αντέδρασε και αντέταξε το «Μη εκπειράσης Κύριον τον Θεό σου» και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους,
Τη θυμάμαι από το Γυμνάσιο ακόμη. Εκτός από το σχολείο που αγαπούσε πολύ, παρακολουθούσε και μαθήματα ακορντεόν στον καθηγητή μας της Μουσικής κ. Γιώργο Καραμπερόπουλο, που δίδασκε τότε στο Ελληνικό Ωδείο. Της άρεσε πολύ, Το θυμηθήκαμε και είχαμε μιλήσει γι’ αυτόν πριν λίγο καιρό. Αγαπούσε πολύ «τα Μουσικά». Και τα θρησκευτικά. Από τον καθηγητή της -και καθηγητή μου- κ. Βασιλείου, πληροφορηθήκαμε ότι ήταν άριστη μαθήτρια σε όλα.
Είχε ζήσει τα παιδικά της χρόνια στην Παιδόπολη καθώς προερχόταν από υπερπολύτεκνη οικογένεια χωριού της Άρτας.
«Μετά, γνώρισα τον παππούλη», έλεγε η ίδια και φωτιζόταν ολόκληρη η ύπαρξή της. «Και έμεινα εδώ». Στο Ντουραχάν.
Αγαπούσε πολύ τον πατέρα Αθανάσιο. «Έχει μεγάλη αγάπη» έλεγε, «Μεγάλη πίστη. Είναι πολύ καλός». Το έλεγε και γέμιζε το στόμα της. Ακόμη και τώρα, τελευταία, που δεν μπορούσε ούτε βραχνά να αρθρώσει, «τις λέξεις, παρά μόνο άφωνα, σιωπηλά ήθελε να εκφράσει το μέσα της». Και για να μην κουράζεται, δεν την άφηνες να τις επαναλάβει κι ας μην ήταν πάντοτε εύκολο να τις καταλάβεις όλες. Εκείνη όμως το ένιωθε και τις ξανάλεγε μέχρι να σιγουρευτεί ότι πήρες το μήνυμά της.
Ήθελε να γίνει μοναχή. Έφτασε στην ύψιστη άσκηση. Ένα είδους στηλίτου! Με την ενίσχυση της Θ. Κοινωνίας από τον ίδιο τον γέροντα Αθανάσιο, ο οποίος αρκετά συχνά δεν "έκανε απόλυση" πριν βγει με το Άγιο Ποτήριο για να την κοινωνήσει, Με την περιποίηση και την όλη φροντίδα απ' όλους τους ανθρώπους του Μοναστηριού, τις ακάματες κοπέλλες-μέλισσες και τις μαθήτριες-φοιτήτριες.
Με μερικά ποτήρια νερό. Το ρουφούσε με το καλαμάκι. Τα τέσσερα τελευταία ποτήρια τα ήπιε απανωτά. Λες και ήξερε ότι δε θα προλάβω να την ξαναδώ, να της ξαναδώσω.
- Κι άλλο;
- Κι άλλο!
Και τα είπαμε μαζεμένα.
Στην εκδημία της ήταν πολλοί οι δικοί κι οι φίλοι. Δάκρυα και άνθη στην αγνή της καρδιά. Συγκινημένοι τη συντροφέψαμε στην απέριττη τελευταία της κατοικία.
Τώρα ελαφρύ είναι το χώμα που τη σκεπάζει και δρόσος μυροβόλος επικάθεται στα ανθισμένα χρυσάνθεμα που τη συντροφεύουν.
Τα κυκλάμινα προβάλλουν ντροπαλά, σαν τις άλλοτε ροδόχροες παρειές της.
Τώρα έρχεται ένα πουλάκι κάθε πρωί και της κελαηδεί:
- Πού'σαι... και δεν εφάνης;
Όμως εκείνη μπαινοβγαίνει στο αγαπημένο της Ντουραχάν ελεύθερη πια, μια και καλή, απ' όλα τα δεσμά. Μ' ένα ανδρείο πέρασμα από τα δάκρυα και θλιβερά στα αναπαυτικά και ευφρόσυνα. Ψέλνει μαζί μας στη Θεία Λειτουργία. Μαζί με τους αγγέλους και μαζί με όλους τους αγαπημένους που προπορεύτηκαν εις Κύριον ως εργάτες δόκιμοι επ' ελπίδι Ζωής Αιωνίου.
Πηγή: Περιοδικό Δημογραφικό Βήμα, Τεύχος 49ο / Οκτ. - Δεκ. 2004
Είσαι πάντα στην καρδιά μας αγαπημένη μας αδελφούλα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή