Ὁμιλία ποὺ ἐκφώνησε ὁ δάσκαλος κ. Σάββας Ἠλιάδης στὸ ἀρχονταρίκι τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου στὸ Κιλκὶς τὴν Δευτέρα 29 Μαΐου 2017
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τὸν πρῶτο στίχο ἀπὸ τὸ 4ο κεφάλαιο, τῆς Ἃ΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονται τινὲς τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων…», γράφει: «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ λέγει διὰ τοὺς ὕστερον γενομένους αἱρετικούς, (…) καὶ διὰ ὅλους τούς ἄλλους, τὸς καταγομένους ἀπὸ τὴν πονηρᾶν φατρίαν τῶν αἱρετικῶν τούτων. Βλέπε δὲ ἀγαπητέ, ὅτι ὁ Παῦλος εἶπε, πὼς οἱ αἱρετικοὶ πρῶτον ἔχουν νὰ ἀποστατήσουν ἀπὸ τὴ πίστιν καὶ τότε νὰ ξεράσουν τὰς κακοδοξίας αὐτῶν, διὰ νὰ δείξει πὼς ἡ πίστις εἶναι ὡσὰν ἄγκυρα καὶ ὅταν τινὰς ξεπέσει ἀπὸ τὴν ἄγκυραν, ναυαγεῖ καὶ καταποντίζεται εἰς τὴν ἀπώλειαν, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον».
Καὶ συνεχίζει παρακάτω: «Ἐκεῖνα ὁπού οἱ αἱρετικοὶ οὗτοι ψεύδονται, δὲν τὰ ψεύδονται κατὰ ἄγνοιαν, ἀλλὰ γνωρίζοντες ὅτι εἶναι ψευδῆ, ὑποκρίνονται πὼς διδάσκουσι ταῦτα ὡς ἀληθινὰ καὶ βέβαια». Κρατῆστε καλὰ αὐτὴν τὴν...
μεγάλη διαχρονικὴ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, καθώς, ἀκριβῶς ἔτσι ἐργάζονται καὶ σήμερα οἱ ἐκτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ἐκπορθοῦν καὶ ἁλώνουν τὶς ψυχές, ἀλλοιώνοντας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφίσταται, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ καλό, -καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ δὲν εἶναι παρὰ ἡ Ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων της- τότε ἀκολουθεῖ ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων, ἡ ἅλωση, ἡ καταστροφή. Τὸ διδάσκει ἐξάλλου μέσα στὸ χρόνο, μὲ γεγονότα καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης ἀποτελεῖ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς κοσμοϊστορικὲς περιπτώσεις. Αὐτά, ὡς μία μικρὴ εἰσαγωγή, διότι σήμερα ζοῦμε, χωρὶς πάσης ἀμφιβολίας, σὲ «ὕστερους καιρούς».
Ὁ Φώτης Κόντογλου μὲ τὸ δικό του κοντύλι θρηνεῖ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης:
«Ὅπως οἱ ἅγιοι βασανίζουνται καὶ στὸ τέλος τελειώνουνε τὸ μαρτύριό τους μὲ τὸ θάνατο καὶ παίρνουνε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας, ἔτσι κι ἡ ἁγιασμένη Πόλη, ἡ νέα Σιῶν τῆς χριστιανοσύνης, ἀφοῦ βασανίστηκε, ἔκλαψε, πόνεσε, ἀπὸ κάθε λογὴς τυράννισμα, ἦρθε ἡ μέρα ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἡ Ἱερὰ Κιβωτός, ἡ Δωδεκάτειχος Πόλις, ἔπεσε ματοβαμμένη στὶς 29 Μαΐου 1453, σὰν τὴ σεβάσμια μητέρα τῶν Μακκαβαίων.
Ποιὸ καλέμι μπορεῖ νὰ γράψει μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ξιστορήσει τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο ποὺ περάσανε ὅσοι βρεθήκανε μέσα στὴ χιλιόχρονη καὶ γεραρὴ αὐτὴ πολιτεία, ποὺ ἤτανε, κατὰ τὰ θρηνητικὰ λόγια του βασιλιᾶ της Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου:
«ἐλπὶς καὶ χαρὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὔσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολὴν» καὶ ποὺ τώρα ἤτανε σὰν μαραμένο λουλούδι!».
Ἀναμφισβήτητα, ἡ Ἅλωση ἦταν ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς πελώριων διαστάσεων καὶ ἀποτέλεσμα συντονισμένων ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων, ποὺ κατευθύνονταν ἐναντίον τῆς ἔνδοξης αὐτοκρατορίας ἀπὸ δύο πλευρές. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀπὸ τὴ Δύση οἱ Φράγκοι περιέσφιγγαν διαρκῶς τὸν κλοιὸ γύρω ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα, τὸ κέντρο καὶ τὸν ὀφθαλμὸ τῆς Οἰκουμένης. Εἶχε ἀφήσει μία ἔνδοξη κληρονομιὰ στὰ γράμματα καὶ στὴν τέχνη. Εἶχε βγάλει χῶρες ὁλόκληρες ἀπὸ τὸ σκότος τῆς βαρβαρότητας καὶ εἶχε δώσει σὲ ἄλλες τὴν ἐκλέπτυνση τῶν ἠθῶν. Εἶχε θαμπώσει λαοὺς μὲ τὴ λάμψη καὶ τὴ μεγαλοπρέπειά της καὶ τοὺς ὁδήγησε στὴν Ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ Πόλη ἔπεσε καὶ ἕνας πολιτισμὸς σαρώθηκε ἀμετάκλητα. Κατέληξε μὲ τὴν Ἅλωση, ἕδρα θηριωδίας, ἀμάθειας καὶ μεγαλόπρεπης ἀκαλαισθησίας.
Παραμονή, ἡμέρα Δευτέρα, 28 Μαΐου 1453, ὁ Κωνσταντῖνος μιλάει γιὰ τελευταία φορὰ πρὸς τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοὺς ζητὰ νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τέσσερα πράγματα, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ χρονογράφος Γεώργιος Φραντζής:
«καλῶς οὒν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρα τινὰ ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες, ἴνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἠμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῶ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων …».
Κι ὅταν τελειώνει τὸν λόγο του, σύσσωμος ὁ λαὸς καὶ ὁ στρατὸς τοῦ ἀπαντοῦν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἠμῶν».
Κι ὅλα αὐτὰ συνοψίζονται στὸν ὕστατο θρυλικὸ ἐπίλογο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἀπηύθυνε πρὸς τὸ Μωάμεθ, προαναγγέλλοντας τὴν τελικὴ τραγωδία:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὒτ’ ἐμὸν ἐστὶν οὒτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη΄ κοινὴ γὰρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἠμῶν».
Ἡ Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ὁ γενναῖος Αὐτοκράτορας πέφτει κι αὐτὸς μαχόμενος, ὅμως τὸ μήνυμά του ἔχει δοθεῖ, ὁ λαὸς τὸ ἔχει λάβει ἂπ ἄκρη σ ἄκρη τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας, γὶ αὐτὸ διατηρεῖ τὴν ψυχὴ του ἀδούλωτη, γὶ αὐτὸ ἀγωνίζεται, γὶ αὐτὸ ἐπαναστατεῖ, γὶ αὐτὸ δὲν ἀφήνει ποτὲ τὸν βάρβαρο κατακτητὴ ἥσυχο.
Μακροχρόνιες διεργασίες ἀποσύνθεσης τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ὑπόστασης τοῦ Γένους προηγήθηκαν, ὥστε ἡ κραταιὰ Αὐτοκρατορία νὰ καταλυθεῖ καὶ νὰ ὑποταχθεῖ τελικὰ στοὺς Ὀθωμανούς.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπῆρξαν ἀκόμα πολυχρόνιες, ἔντονες θρησκευτικές, κοινωνικὲς καὶ ἰδεολογικὲς ἀντιθέσεις, ποὺ προκάλεσαν βαθιὰ σύγχυση στὸ λαὸ καὶ λειτούργησαν διαλυτικὰ στὸ σῶμα της. Πρῶτα ἡ «χριστιανικὴ Δύση» μὲ τὶς ἰσχυρὲς ἐπιρροές της, καὶ οἱ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις τῶν πολιτικῶν στὶς ἀνήθικες παπικὲς ἀξιώσεις, γιὰ τὴν ἀναμενόμενη στρατιωτικὴ βοήθεια, ὁδήγησαν στὴν πνευματικὴ ἀλλοίωση τοῦ Γένους, μὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἀπώλεια τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς του ταυτότητας. Γιατί, ἂν ἡ Ρωμαίικη αὐτοκρατορία ἔπαυε νὰ διατηρεῖ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἰδιαιτερότητά της, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, θὰ καταλυόταν ἐσωτερικά, μεταβαλλόμενη σὲ πνευματικὸ προτεκτοράτο τῆς Φραγκιᾶς.
Ὁ Γερμανὸς βυζαντινολόγος Κλάους Ὄλερ, εὐθέως ἐπιρρίπτει εὐθύνες στοὺς Δυτικούς, γράφοντας: «Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀποτέλεσε τὸ ἀνάχωμα, ποὺ προστάτευσε ἐπὶ 1200 χρόνια τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στὶς εἰσβολὲς ἀπὸ Βορρᾶ, Ἀνατολὴ καὶ Νότο. Τὰ παλαιὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποία ἀκόμα καὶ σήμερα [… ] ἀκτινοβολοῦν ὑπερηφάνεια καὶ μεγαλεῖο, ἀντιστάθηκαν σὲ κάθε ἐχθρό του Βυζαντίου ὡς τὴν 29η Μαΐου 1453. Τότε ἡ αὐτοκρατορία, ἐξαντλημένη πιὰ ἀπὸ αἰῶνες σκληρῶν ἀγώνων καὶ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς συμμάχους της, οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ τὴν πτώση της, ὑπέκυψε τελικὰ στὴ δυσανάλογα μεγαλύτερη ὀθωμανικὴ δύναμη».
Μποροῦμε λοιπὸν νὰ συμπεράνουμε μὲ βεβαιότητα, σύμφωνα καὶ μὲ μαρτυρίες ἱστορικές, πὼς ἡ πτώση ἦλθε ὡς σωτηρία, διότι κράτησε τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ καθαρότητα τοῦ Γένους, τὸ ὁποῖο στὴ Δουλεία, παρὰ τὶς ταλαιπωρίες του, μπόρεσε νὰ ἀνασυνταχτεῖ καὶ νὰ ἐπιβιώσει. Ἡ ἐμμονὴ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, καὶ μέσω αὐτῆς καὶ στὴν ἑλληνικότητα, κρατοῦσε δεμένο τὸ Γένος μὲ τὶς ζωτικὲς πηγές του.
Ἄλλωστε ἡ χιλιόχρονη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ τὸ πρότυπό της, κατὰ βάση, ἦταν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ μία χιλιετία ὑπῆρξε ὁ ἰδανικὸς τόπος, ὅπου ἡ πίστη ἔγινε ἀληθινὸ βίωμα τῶν πολιτῶν της, ἀναδεικνύοντας ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ἀνθρώπους κάθε κατηγορίας.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς λέει:
«Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀνατολικοί, σ’ ἀντίθεση μὲ τὶς σημερινὲς πρακτικές, δὲν συμμετεῖχαν στοὺς διαλόγους θεωρώντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ὡς ζητούμενο, ἀλλ’ ὡς ἀπόλυτα καὶ ἀστασίαστα δεδομένο. Τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ κοινὴ πατερικὴ παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας, ἦταν γιὰ τοὺς πατερικοὺς ἡ ἀμετακίνητη βάση. Ἀποφευγόταν κάθε τί, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θέσει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος ἐπὶ ἴσοις ὄροις» θέτει ἀπ’ ἀρχῆς ἐν ἀμφιβόλω τὴν ἀλήθεια τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ καταξιώνει ὡς ἐκκλησιαστικότητα ἀποδεδειγμένες αἱρέσεις. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ὁ διάλογος τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων δὲν ἦταν κάποιος θεολογικὸς συμψηφισμός, ἀλλὰ ἀπέβλεπε στὴν συνάντηση τῶν δύο πλευρῶν στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια. Εἶναι σαφὴς στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θέση τοῦ ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ: «οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ περὶ τῆς πίστεως». Ὁ θεολογικὸς διάλογος ἔχει χαρακτήρα ἱεραποστολῆς. Εἶναι κλήση στὴν Ἀλήθεια. Μία ἑνότητα ἐν τὴ ποικιλία, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Πίστη, ἦταν ἀδιανόητη, ἐνῶ σήμερα προβάλλεται ὡς ἡ μόνη δυνατότητα ἑνότητας, λόγω τῆς παπικῆς ἀδιαλλαξίας. Οἱ οὐνιτίζοντες Ὀρθόδοξοι ἔχουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι οἱ ὅποιοι συμβιβασμοὶ θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀληθῆ καὶ ἀρραγῆ ἑνότητα».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ μέγας «λατινελέγκτης», στὴν κρίσιμη ὥρα, κατὰ τὴν ψευδοσύνοδο αὐτή, τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-39), στάθηκε ἀμετακίνητος στὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Ἡ στάση του ὑπῆρξε καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Γένους. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση, ποὺ ὑπέγραψαν οἱ ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ τὴν ἀκύρωσε, παρὰ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ δέχτηκε καὶ τὴν χαρακτήρισε μαζὶ μὲ τὸ λαό, «ληστρικὴν» καὶ «καϊαφαϊκὸν συνέδριον»:
«Οὐ ποιήσω τοῦτο ποτέ, κὰν εἰ τί καὶ γένηται… τὰς τῶν Δυτικῶν διδασκάλων φωνᾶς οὔτε ἀναγνωρίζω οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσίν. Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ ὁμολογία τοῦ ἁγίου μας ἐλέγχει ὅλους μας σήμερα καὶ πρῶτα τους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τὸ λαό.
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους μας καὶ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, στὸν ἀφυπνιστικὸ λόγο, ποὺ ἐξεφώνησε τὸ 1419 στὸ Παλάτι, διδάσκει ξεκάθαρα πώς, οἱ πνευματικοὶ νόμοι ἀκολουθούμενοι πιστά, μᾶς προφυλάσσουν νὰ μὴν ἀποκλίνουμε ἀπὸ τὴ σταθερὴ ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ μὴν πέφτουμε διαρκῶς στὰ ἴδια σφάλματα.
Στὸ λόγο αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ὀδύνη του, ἀφοῦ τὸ γένος περιστοιχίζεται ἀπὸ δεινά, τὰ ὁποῖα, ὅπως λέγει, «δάκνει μου τὴν καρδίαν, συγχεῖ τὸν νοῦν καὶ ὀδυνὰ τὴν ψυχήν». Κάνει λόγο γιὰ «ὁλόσωμον πληγὴν» καὶ «νόσον καθολικήν». Τὸ γένος ἔχει περιπέσει σὲ ποικίλα πάθη καὶ ἁμαρτίες. Συγχρόνως μὲ τὴν γενικὴ κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων χάθηκε «εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γής, ἐξέλιπε στοχαστής, οὒχ εὔρηται φρόνιμος». Μήπως περιγράφει τοὺς Ἕλληνες τῶν σημερινῶν χρόνων;
Ἀναφέρεται διεξοδικῶς στὴν κατάπτωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ ποιμένες ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὰ ὅρια ποὺ εἶχαν θέσει οἱ Πατέρες. Ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν χάσει τὸν προορισμό τους καὶ ἀσχολοῦνται μὲ ἄλλα ζητήματα. Ἐπισημαίνει ὡς σημαντικότατο αἴτιο τῆς πτώσης τῆς Πόλεως τὴν ἀλλοίωση τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχασε τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ μεταβλήθηκε σὲ ὑλικὴ ἐκμετάλλευση τῶν μοναστηριῶν.
Λέγει, ὅτι βλέποντας νὰ ἐρημώνονται οἱ πόλεις, νὰ ἀφανίζονται οἱ χῶρες, νὰ καίγονται οἱ Ἐκκλησίες, νὰ βεβηλώνονται τὰ ἅγια καὶ νὰ δίδονται τὰ ἱερὰ σκεύη στὰ σκυλιά, ἐννοώντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ «πᾶν τὸ ἡμέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον καὶ μαχαίρα», προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει γιὰ τὸ ποῦ ὀφείλεται αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ λαοῦ καὶ «ἡ τοσαύτη τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησις καθ` ἠμῶν». Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ποιὸ εἶναι τὸ αἴτιο καὶ τὸ καταθέτει τὴν ἡμέρα αὐτή, ἐνώπιον τῶν Βασιλέων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ὅλου του λαοῦ, γιατίγφοβαται, μήπως τιμωρηθεῖ, ἂν σιωπήσει. Καὶ ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαίας Του ἀγανακτήσεως κατὰ τῶν Ρωμαίων εἶναι «τὸ πωλεῖσθαι καθ’ ἑκάστην τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα καὶ αἷμα, παρὰ τῶν λεγομένων πνευματικῶν καὶ ἀγοράζεσθαι πρὸς ὑμῶν τῶν χριστιανῶν». *****
Παρομοιάζει τὴν κατάσταση μὲ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἡ ὁποία συνίσταται στὸ «πωληθῆναι τιμῆς καὶ ἀγορασθῆναι τὸν Κύριον». Αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα, ὅπως λέγει, γίνεται στὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους πνευματικοὺς πωλοῦν τὸν Κύριο καὶ «ἀγοράζει πᾶς ὁ ἔχων ἀργύριον καὶ βουλόμενος», ἐννοώντας τὸ πάθος τῆς Σιμωνίας. (…)
Ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τὸν Κλῆρο καὶ τὸν λαὸ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει «ἡ τοῦ γένους ἀνάκλησις» καὶ νὰ εἶναι μαζί τους ὁ Θεός, γιατί διαφορετικὰ θὰ πάθουν χειρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπαθεν ἡ παλαιὰ Ἱερουσαλήμ, ποὺ κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ζητὰ νὰ μετανοήσουν, γιατί ἂν δὲν γίνει αὐτό, ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ μέλλουσες γενεὲς θὰ λένε σὲ παρόμοιες περιπτώσεις: «μὴ πάθοιμεν ἃ οἱ Ρωμαῖοι πεπόνθασιν». Ἀκόμη, συνδέει ἄρρηκτα τὴ διατήρηση τῆς κατοχῆς τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ρωμιούς, μὲ τὴ διάσωση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης:
«Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταται πὼς αὐτὴ καὶ ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δὲ ἢ ἀλούσης, ἄπερ, Χριστέ μου, μὴ γένοιτο, ποία ἔσται ψυχὴ κατὰ πίστιν ἀκλόνητος;»
( Ὅσο στέκεται ὄρθια αὐτὴ ἡ πόλη, μένει μαζί της ἀκλόνητη καὶ ἡ πίστη. Ἂν ὅμως κατεδαφιστεῖ ἢ ἀλωθεῖ, ποῦ νὰ μὴ γίνει, Χριστέ μου, ποιὰ ψυχὴ θὰ κρατήσει τὴν πίστη τῆς ἀσάλευτη;) Μ` ἄλλα λόγια τὸ λαϊκὸ δίστιχο:«Ἡ πόλις ἦτον τὸ σπαθί,ἡ πόλις τὸ κοντάρι,ἡ πόλις ἦτον τὸ κλειδὶ τῆς Ρωμανίας ὅλης».
Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πατριώτης ἱεράρχης, ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἐξομολόγησή του, ἐπιβεβαιώνει τὸν Βρυέννιο, ὀδυρώμενος γιὰ τὸ τραγικὸ ἐκεῖνο γεγονός, ἀφοῦ ἔζησε τὰ δραματικὰ γεγονότα πρὶν καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ κραυγάζει:
«Κύριε! Διασκορπιστήκαμε παντοῦ. Γελοιοποιηθήκαμε ὄχι μόνο στὰ μάτια τῶν γειτόνων μας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς κοροϊδεύουν καὶ μᾶς χλευάζουν ὅλοι γύρω μας. Γίναμε παράδειγμα συμφορᾶς στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ … Εἴμαστε διεφθαρμένοι καὶ σιχαμεροὶ σὲ ὅ,τι κάνουμε. Ὅλοι ξεφύγαμε καὶ ταυτόχρονα ἐξαχρειωθήκαμε. Δὲν τιμήσαμε τὶς γιορτές σου. Περιφρονήσαμε τὴ δόξα σου. Παραδώσαμε τὰ σώματά μας στὰ πάθη. Προσκολλήσαμε τὶς ψυχές μας στὰ σώματα. Τὰ χέρια μᾶς χέρια ἀδικίας ἔγιναν. Οἱ γλῶσσες μᾶς βλασφήμησαν κατὰ τῶν ἁγίων σου. Τὰ χείλη τῆς καρδιᾶς μᾶς εἶναι δόλια καὶ μίλησαν μὲ κακία. Μάταια πράγματα εἶπε ὁ καθένας στὸν πλησίον του. Δίναμε ὅρκους στοὺς συνανθρώπους μας καὶ τοὺς ἀθετούσαμε. Δανείζαμε χρήματα μὲ τόκο καὶ παίρναμε δωροδοκίες ἀπὸ ἀθώους ἀνθρώπους. Ἀποστραφήκαμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὸν ἔλεγχο. Οἱ ζυγαριὲς μᾶς ἦταν ἄνισες. Τὰ χρήματά μας ἦταν παράνομα. Ὁ καθένας μᾶς μηχανευόμασταν στὴν καρδιὰ τοῦ τὸ κακό του πλησίον μας. Οἱ ποιμένες ἐξαπατούσαμε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτρέπαμε ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο καὶ διδάσκαμε τὴν κακία μὲ πρόσχημα τὴν ἀρετή. Οἱ ἄρχοντες δείχναμε ἀπείθεια στοὺς νόμους σου, ὡς συνεργάτες τῶν ληστῶν, ἀγαπώντας τὶς δωροδοκίες, ἐπιδιώκοντας ἀνταποδόσεις, χωρὶς νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες. Γενικά, γίναμε σὰν τὰ κτήνη ποὺ δὲν ἔχουν λογικὴ καὶ ὁμοιωθήκαμε μὲ αὐτά… Καὶ γι’ αὐτὸ περιπέσαμε σὲ γκρεμοὺς ἀπελπισίας… Πῶς θὰ μποροῦσες νὰ ἀκούσεις χείλη ποὺ σὲ βλασφημοῦν καὶ ταυτόχρονα σὲ ὑμνοῦν; Πῶς ἐπρόκειτο νὰ λυπηθεῖς τόση ἀνέλπιστη καὶ ἀμετανόητη πώρωση;… Ὅλα ὅσα μᾶς ἔχεις κάνει, τὰ ἔχεις κάνει σύμφωνα μὲ τὴ δίκαιη κρίση σου».
Ἀπ’ ὅσα, λοιπόν, μαρτυροῦν ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν καὶ ἄκουσαν οἱ ἴδιοι, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀπερίγραπτη ἐκείνη συμφορὰ δὲν συνέβη ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς γενικῆς ἐξαχρείωσης τοῦ ἔθνους. Αἰτία δὲν ἦταν τόσο ἡ δύναμη τοῦ κατακτητῆ, ὅσο οἱ ἁμαρτίες ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὸν πολιτικό, κοινωνικό, καὶ ἰδιωτικὸ βίο καὶ οἱ προδοτικὲς ὑποχωρήσεις τῶν ἀρχόντων στὶς ἀπαιτήσεις τῶν Φράγκων, ποὺ δημιουργοῦσαν σύγχυση στὸ λαό.
Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός:
«Οἱ μὴ πατερικοὶ ἑνωτικοὶ λειτουργοῦν ὡς «πέμπτη φάλαγξ», δηλαδὴ προδοτικά, στὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας: Τὴν ἀχαρακτήριστη ἀφέλεια τῶν αὐτοκρατόρων καὶ γενικότερα τῶν ἡγετῶν τοῦ Γένους, πού, μυωπάζοντες μπροστὰ στὴν πραγματικότητα, στήριζαν τὶς ἐλπίδες τους στὸν Πάπα, ἐνίσχυαν καὶ ἐν πολλοῖς καθοδηγοῦσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατὰ κανόνα, οἱ λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες τὸ ἴδιον ὄφελος ἀπὸ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας… Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν τὴν πολιτικὴ τοῦ Κράτους καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, καθορίζοντας τὴν πορεία τοῦ Γένους στὶς κρισιμότερες ἱστορικὲς στιγμές του. Προειδοποιοῦσαν «τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης» γιὰ τὴν ἄμβλυνση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν ἀντιστάσεων τῶν Ὀρθοδόξων, συνιστώντας στὸν Πάπα τὴν διατήρηση φιλικῶν σχέσεων μὲ τὴν Ἀνατολή, μέχρι τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας στὴν πίστη καὶ ὡς πεπεισμένοι ἑνωτικοὶ καὶ φιλοπαπικοί, ἐνίσχυαν τὴν ἄποψη τοῦ αὐτοκράτορα, ὅτι ἤσαν ἄσκοπες οἱ ἀτελεύτητες θεολογικὲς συζητήσεις, χάριν τῆς ἐπισπεύσεως τῆς συμφωνίας. Ἡ ἴδια ἀδικαιολόγητη σπουδὴ διακρίνει καὶ τὶς σημερινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες».
Ἄλλωστε γιὰ τὴ μεγαλύτερη καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, μέχρι τὴν τελικὴ πτώση της, κύριος ὑπεύθυνος ἦταν ὁ χειραγωγούμενος ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους σταυροφόρους Ἀλέξιος Δ΄ Ἄγγελος (τυχαῖο;) (1203-1204), ποὺ ἀντάλλαξε τὴν ἄνοδό του στὸ θρόνο μὲ μνημόνιον ὑποσχέσεων ποὺ ὑπέγραψε πρὸς τοὺς προστάτες του καὶ ποὺ ὡστόσο δὲν μπόρεσε νὰ ἐκπληρώσει αὐτὲς τὶς δεσμεύσεις του μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξεγερθεῖ ὁ βυζαντινὸς λαὸς ἐναντίον του, ποὺ εἶχε φέρει τὸ στόλο τῶν Σταυροφόρων μπροστὰ στὴ βυζαντινὴ πρωτεύουσα, τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ ἔτσι ὑποδούλωσε καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λαό του στοὺς Λατίνους. Αὐτὸς ἔχασε τὸ στέμμα καὶ τὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ ὁ βυζαντινὸς λαὸς ὑποδουλώθηκε, ἀφοῦ οἱ εἰσβολεῖς ἀρνήθηκαν χωρὶς ἔλεος τὶς παρακλήσεις του γιὰ ἀναβολὴ καταβολῆς τῶν τεράστιων χρηματικῶν ποσῶν ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν διαμελισμὸ τῆς Πόλης, ἡ Ἅλωση ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἦταν εὐχερέστατη.
Σὲ κάποιους βέβαια ἀκούγεται παράξενη ἢ ἀφελὴς αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία, ἡ ὁποία δίδεται στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἁλώσεως. Εἶναι ὅμως δυνατόν, γιὰ παράδειγμα, μόνο ὁ οἰκονομικὸς παράγοντας νὰ ρυθμίζει τὴν ἐξέλιξη τῶν κοινωνιῶν; Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποκλείει ἀπὸ τὴν Ἱστορία τὴν ὕπαρξη τοῦ ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ παράγοντα καὶ ἀποδίδει τὰ πάντα στὴ συστολὴ ἢ διαστολὴ τοῦ στομαχιοῦ καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν λοιπῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν καὶ ἔχει ὡς θεὸ τὴν ὕλη, εἶναι μυωπικὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὰ ἀπώτερα αἴτια καὶ τοὺς παράγοντες, ἡ ἐπίδραση τῶν ὁποίων εἶναι τεράστια γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν. Πίσω ἀπὸ τὴν ὕλη κρύβεται τὸ πνεῦμα. Πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους τοῦ σύμπαντος ὑπάρχουν οἱ ἠθικοί, οἱ πνευματικοὶ νόμοι, τῶν ὁποίων ἡ αὐστηρὴ τήρηση ἐπιφέρει τὴν κοινωνικὴ ἀκμὴ καὶ πρόοδο, ἐνῶ ἡ ἀσύστολη παράβασή τους ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαὸ ἐπιφέρει τὴν ἐξασθένηση, τὸν ἐκφυλισμὸ καὶ τὸν παντελῆ ὄλεθρο τῶν ἐθνῶν. Ἡ νέα τάξη πραγμάτων ἐπέτυχε μὲ ὕπουλο τρόπο τὴν παράλυση καὶ ἐντέλει τὴν ἐκπόρθηση τῶν συνειδήσεων, ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ποιμένων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ μένει τώρα ἐπιτελεῖ ἀνενόχλητη τὸ καταστροφικὸ ἔργο της.
Όπως προαναφέραμε, ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Βυζαντινοὶ πολιτικοί, παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἀρχόντων, ἤθελαν τὴν ἕνωση μὲ τὸν πάπα, καθὼς αὐτὸν τὸν ὄρο ἐπέβαλαν οἱ Δυτικοί, ὥστε νὰ παράσχουν βοήθεια στὴ δοκιμαζομένη Αὐτοκρατορία. Ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ τελευταῖος Μέγας Δοῦξ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (ὁ πρωθυπουργὸς θὰ λέγαμε σήμερα), μὲ τὴ στάση τοῦ ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πρόσωπα ποὺ ἀντιστάθηκαν, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συνεργασία μὲ τοὺς Λατίνους. Διατύπωσε μάλιστα τὴν ἀντίθεσή του μὲ τὸ πασίγνωστο: «κρειττότερον ἐστιν εἰδέναι ἐν μέση τὴ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», δηλαδή: «Εἶναι καλλίτερο νὰ δοῦμε στὴ μέση της πόλεως νὰ βασιλεύει τὸ φακιόλι τῶν Τούρκων παρὰ ἡ λατινικὴ καλύπτρα (ἡ τιάρα τοῦ Πάπα)».
Ο κορυφαῖος βυζαντινολόγος Steven Runciman, ὑποστηρίζει ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν τόσο ἐξωφρενικὰ ὅσο ἀρχικῶς ἀκούγονταν.
Ἦταν καλύτερο νὰ ὑποταχθεῖ ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμὸς ἑνιαῖος στοὺς Τούρκους, παρὰ νὰ ἐπιβιώσει ἕνα μέρος του, τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν διασπασμένο καὶ προσδεμένο στοὺς Λατίνους. Ἡ προοπτικὴ βοήθειας ἀπὸ τὴ Δύση ἦταν μικρή. Ἀλλὰ καὶ κανένας Ἕλληνας δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ παραδοθεῖ ἀμαχητὶ στοὺς Τούρκους, ὅπως καὶ κανένας ἀμερόληπτος παρατηρητὴς δὲν μποροῦσε νὰ ἀμφιβάλει ὅτι ἡ πτώση τῆς Πόλεως ἦταν ἁπλῶς θέμα χρόνου. Ἔπρεπε λοιπὸν οἱ Ἕλληνες νὰ συσπειρωθοῦν γύρω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὥστε νὰ ἐπιζήσουν ὡς Ἔθνος. Τὰ γεγονότα τελικὰ ἐπιβεβαίωσαν αὐτὴν τὴν ἄποψη.
Ὁ Μωάμεθ, μόλις μπῆκε στὴν Πόλη, συνάντησε τὸν Λουκᾶ Νοταρά,τὸν ὁποῖο προόριζε γιὰ βοηθό του στὴ διοίκηση τῆς Πόλης, καθὼς γνώριζε τὴν ἀνθενωτικὴ στάση του καὶ αὐτὸ τὸν βόλευε πολύ. Ἀμέσως μετά, ὑποχρέωσε τὸν Δούκα καὶ τὴν οἰκογένειά του νὰ μείνουν σὲ κὰτ ? οἶκον περιορισμό, περισσότερο γιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ μένος τῶν στρατιωτῶν παρὰ γιατί κινδύνευε ἀπὸ τὸν Νοταρά.
Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Μωάμεθ τὸν πληροφορεῖ καὶ τὸν συμβουλεύει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Νοταρά, νὰ τοῦ ἀποστείλει στὸ χαρέμι τὸ ὡραιότατο δεκατετράχρονο ἀγόρι του, ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπὸ τὴν ἀρσενικὴ φύτρα τῶν Νοταράδων καί, φυσικά, μὲ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν δοκιμάσει προκειμένου νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴ σημαντικὴ ὑπηρεσία.
Ὁ σουλτάνος λοιπὸν στέλνει μήνυμα στὸν ἔγκλειστο ἄρχοντα: «στεῖλε μου τὸ γιό σου».
Ἡ ἀπάντηση ὅμως εἶναι μία ἀγέρωχη ἄρνηση. Καὶ τότε, μὲ μία νέα διαταγὴ τοῦ Πορθητῆ, ὁ Νοταρᾶς, ὁ γιὸς καὶ ὁ γαμπρὸς τοῦ δέσμιοι ὁδηγοῦνται μπροστά του. Ὁ Μωάμεθ τοῦ ἔδωσε μία ἀκόμα εὐκαιρία, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν πρότασή του: Ἂν ὁ Νοταρᾶς δεχτεῖ νὰ τοῦ δώσει μὲ τὴ θέλησή του τὸ γιό του, ἔσωσε τὴ ζωή του καὶ τὴ ζωὴ τῶν δικῶν του. Ἂν ὄχι, θὰ τοὺς θανατώσει καὶ τοὺς τρεῖς, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Τὴν ἀρνητικὴ ἀπόφαση τοῦ Νοταρᾶ τὴ σφραγίζουν ἡ ἀπόλυτη προσήλωση καὶ χωρὶς περιθώρια συμβιβασμοῦ, στὰ θέματα τῆς ρωμαίικης πίστης καὶ παράδοσης. Ἡ στάση τοῦ ἀπέναντι στὸ θάνατο ἀποτελεῖ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς γνησιότητας τῶν συναισθημάτων του καὶ τῆς γνώμης του ὅτι ἡ ἐπιβίωση τοῦ γένους ἦταν ἀλληλένδετη μὲ τὴν ἐπιβίωση τῆς ὀρθοδοξίας.
Ὁ Νοταρᾶς, φοβούμενος πὼς ὁ θάνατός του θὰ τρομοκρατοῦσε τὸ παιδὶ καὶ πιθανὸν αὐτὸ νὰ λύγιζε καὶ νὰ παραδινόταν ἕρμαιο στὶς διαθέσεις τοῦ σουλτάνου, ζητᾶ σᾶ χάρη ἀπὸ τὸ σουλτάνο νὰ ἀποκεφαλιστεῖ πρῶτα ὁ γιός του, ὁ γαμπρός του καὶ μετὰ ὁ ἴδιος…
Ποιὰ ψυχὴ θὰ ἄντεχε μπροστὰ σ` αὐτὸν τὸν πατρικὸ σπαραγμὸ μὲ τὸ ὑπέρτατο μεγαλεῖο της τιμῆς, τῆς ἠθικῆς καὶ τοῦ ἀνδρικοῦ σθένους, ποὺ προτίμησε νὰ δεῖ τὰ κεφάλια τῶν ἀγαπημένων του νὰ κυλοῦν στὰ πόδια του, ξέροντας ὅτι τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τὴν πῆρε ὁ ἴδιος. Κι αὐτὸ διότι ὡς ὑπερήφανος Ἕλληνας πατέρας διάλεξε τὸν τίμιο θάνατο γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του, παρὰ τὴν ἄτιμη ζωὴ μέσα στὸ ἁμαρτωλό, ἀτιμωτικὸ χαρέμι τοῦ Σουλτάνου. Καλύτερα νεκροὶ καὶ δοξασμένοι, παρὰ ζωντανοὶ καὶ ἀτιμασμένοι…
Ἡ γυναίκα του καὶ ἡ κόρη τοῦ πουλήθηκαν σκλάβες, μὰ ἡ ἀνδρικὴ τιμὴ τῶν Νοταράδων δὲν κηλιδώθηκε.
Κατὰ τὸν Στῆβεν Ράνσιμαν: «Μακροπρόθεσμα, ἡ ἱστορία ἐπιδικάζει ὅτι: Ἡ «ὑπὸ τέφραν» ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὸ ξαναγέννημά του, ὀφείλονται στὴ μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἕνωσης, ἐπίσπευση τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Θέση καὶ ἡ στάση τοῦ Νοταρᾶ δικαιώνεται. Πολιτικὴ ὀξύνοια ἢ ἄκρατος θρησκευτικὸς φανατισμός, ποῦ ταυτίστηκε μὲ σωστὴ τοποθέτηση; Ὁ Νοταρᾶς, παίρνοντας θέση κατὰ τῆς ἕνωσης, ὑπάκουε στὸ βαθὺ ἔνστικτό της διαιώνισης τῆς φυλῆς, ἀνέκκλητα δεμένης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴν ἱστορικὴ συγκυρία. Ἡ θυσία του, τὸ τραγικό του τέλος, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴ γνησιότητα τῶν αἰσθημάτων του, συνηγοροῦν ὡς ἀπάντηση».
Πέραν ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορική του δικαίωση, τὸ ψυχικό του σθένος, εἶναι παράδειγμα πρὸς τοὺς νέους πολὺ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ «ἢ τᾶν ἢ ἐπὶ τὰς» καὶ ἄλλα εὐτυχῆ παραδείγματα τῆς ἱστορίας μας. «Ἡ θυσία τῶν ἡττημένων ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἐκείνη τῶν ἐλευθέρων».
Ἐρχόμαστε στὰ κατοπινὰ χρόνια, μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση. Ὁ περίφημος Κεφαλλονίτης, λαϊκὸς ἀγωνιστὴς Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ἐπὶ Βαυαροκρατίας, διαπιστώνει ποιοὶ εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ ἄκων προφητεύει, στιγματίζοντάς τους καὶ ὀνομάζοντάς τους «υἱοὺς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως», δηλαδὴ παράνομους καὶ πονηροὺς καὶ ὡς τοὺς κύριους αἴτιους κάθε «κρίσης». Γράφει:«Ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως εἶναι ὁ ὑπερόπτης, ὁ ἐπηρμένος, ἀλαζονικὸς καὶ ὑπερφίαλος ἀπατεώνας καὶ χλευαστὴς τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας καὶ δραστηριοποιεῖται, μὲ ὕπουλες κινήσεις, ὥστε νὰ ἀνεβάζει σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα καὶ νὰ ἐπιβραβεύει μὲ ἀνταμοιβὲς ἄτομα τῆς ἀπάτης καὶ τῆς διαφθορᾶς. Δὲν ἀναπτύσσει δραστηριότητα μόνο γιὰ νὰ ψηφίζονται νόμοι ὀλεθριότατοι, ποὺ προκαλοῦν καταστροφή, φθορὰ καὶ ἀφανισμό, ἀλλὰ φροντίζει κρυφὰ μὲ ὕπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες καὶ δολοπλοκίες νὰ καθιερώνονται πολιτικὰ συστήματα γιὰ τὴν ἀπονέκρωση καὶ τὸν πλήρη μαρασμὸ σὲ ὅλους τους τομεῖς, ὥστε μὲ τὴν γενικὴ ἔνδεια, τὴν ἔλλειψη τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων, τὴ φτώχεια καὶ τὴν πλήρη καταστροφὴ οἰκονομικὴ καὶ ἠθικὴ τῶν λαῶν ποὺ ἐπιβουλεύεται καὶ σκευωρεῖ σὲ βάρος τους, νὰ μπορεῖ ὁ δόλιος νὰ ἐνεργεῖ, ὥστε νὰ καταδυναστεύεται ὁ λαός, ἐνῶ αὐτὸς ὑποκρίνεται τὸν φίλο καὶ σύμμαχο προκειμένου νὰ διορθώσει τὰ ἐπικείμενα δεινὰ καὶ τὶς ἐπαπειλούμενες συμφορές. Καὶ δραστηριοποιεῖται ἔτσι ὥστε νὰ φέρνει χρεοκοπία στὰ ταμεῖα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὕπουλα καὶ δόλια, ὥστε νὰ ἐπιβραβεύονται καὶ νὰ μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ Ταμεῖο τοῦ Κράτους καὶ ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ ἐπιβουλευόμενου λαοῦ πολλὰ ὄργανα τῆς προδοσίας».
Ἡ ἀντικαθεστωτικὴ κατὰ τῆς Βαυαροκρατίας δράση του, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνατροπή της, τὸν ὁδήγησε στὴ φυλακή. Ὡστόσο, ἡ βαθυστόχαστη καὶ ὀρθόδοξη πολιτικοοικονομικὴ διαμαρτυρία τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτη καλύπτει τὶς συμπεριφορὲς τῶν προβατόσχημων λύκων ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Εὐρωπαίων σταυροφόρων μέχρι σήμερα.
Ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἀνωτέρω προσώπων, πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποκαλύπτεται ἡ ξεκάθαρη ἐχθρικὴ στάση τῶν Δυτικῶν, βγαίνει τὸ συμπέρασμα πώς, γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ἕνας λαός,τονίζεται ἡ ἀνάγκη νὰ διακατέχεται ἀπὸ σύνεση καὶ θάρρος γιὰ αὐτοέλεγχο. Ἀρετὲς πού, ὅταν λείπουν ἰδιαίτερα στὶς κρίσιμες ἱστορικὲς στιγμές, ἡ καταστροφὴ εἶναι ἀναμενόμενη.Καὶ ἔλειψαν τότε καὶ λείπουν καὶ σήμερα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές μας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαό, πλανεμένο τεχνηέντως ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες τεχνοκράτες. Καὶ παρέμεινε μόνο ἡ ἀλληλοκατηγορία καὶ ἡ ἐπίρριψη τῶν εὐθυνῶν τῆς κακῆς πορείας τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Παρέμεινε ἡ ἔλλειψη τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ἡ δυσκολία ἐπικοινωνίας. Ἡ Ἑλλάδα, θύμα καὶ «ὑποζύγιο» τῶν ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοπίστων καὶ δὴ τῶν «φίλων» Εὐρωπαίων τῆς Δύσεως, πορεύεται τὸ νέο Γολγοθὰ καὶ φυσικὰ μὲ ἄγνωστο τέλος.
Σήμερα, ἡ ἑλληνικὴ κρίση εἶναι κρίση ἰδιαίτερης μορφῆς. Πρόκειται περισσότερο γιὰ μία συνολικὴ ἐθνικὴ κρίση ταυτότητας, μέσα στὸ χείμαρρο τῆς ἰσοπέδωσης τῶν πάντων, ὁ ὁποῖος κατακλύζει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὅπου ἡ ξεκάθαρη ἐπικράτηση ἑνὸς ἀλλότριου πολιτισμοῦ προκαλεῖ ἀνεξέλεγκτες σπασμωδικὲς ἀντιδράσεις, πέρα ἀπὸ κάθε ἱστορικό, ἠθικό, φυσικό, ἀνθρωπιστικὸ πλαίσιο καὶ κάθε ἱεραρχικὴ δομή. Τὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι τὸ στενὰ οἰκονομικὸ θέμα, ποὺ ἀπασχολεῖ αὐτὸν τὸν καιρὸ τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο. Οἱ μεταβιβάσεις πόρων καὶ οἱ κάθε εἴδους δανεισμοὶ καὶ συμφωνίες δὲν πρόκειται νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα, ἂν δὲν προηγηθεῖ μία συνειδητοποίηση τῆς ταυτότητάς μας, τῶν πολιτιστικῶν αἰτίων, ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ ποὺ ἀκυρώνουν τὶς συνήθεις συνταγὲς γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς κρίσης. Ἀλλιῶς, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἀναζητάει συνεχῶς «κατανόηση» γιὰ τὰ προβλήματά της, ἐνῶ οἱ ἑταῖροι θὰ ἀγανακτοῦν, ὅπως ἤδη συμβαίνει, γιὰ τὴ μὴ συμμόρφωσή μας πρὸς τὶς ὁδηγίες τους, ἀπειλώντας μας γιὰ πλήρη ἐξουθένωση καὶ ταπείνωση.
Η κρίση ποὺ βλέπουμε σήμερα εἶναι ἡ κατάληξη μίας μακραίωνης ἀναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμῶν, δύο διαφορετικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὴ ζωή. Στὶς ἡμέρες μας, ὑπάρχει ἡ τάση, μᾶλλον ἡ βεβαιότητα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Ἕλληνες, πὼς εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ καὶ ὑποβαθμίζονται οἱ διαφορὲς Ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης. Τονίζεται ἡ «κοινὴ εὐρωπαϊκὴ κληρονομιά», ποὺ δῆθεν δένει τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἐρήμην του ἑλληνικοῦ λαοῦ, διεξάγεται ἕνας προπαγανδιστικὸς βομβαρδισμός, μὲ κεντρικὸ μήνυμα ὅτι ἡ Ἑλλάδα δὲν μπορεῖ, δὲν πρέπει νὰ ζήσει χωρὶς καὶ ἔξω ἀπ` αὐτὸ τὸ σύστημα. Ἡ πράξη ὅμως καὶ ὁ παρερχόμενος χρόνος διαψεύδουν αὐτὴν τὴν ἄποψη.
Μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση, ἀλλὰ κυρίως τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἐπέδραμε δριμύτατα μὲ ὕπουλο τρόπο στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς Ρωμιοσύνης, στὸν τόπο ποὺ καλλιεργήθηκε καὶ ἄνθισε τὸ ἡρωικὸ ἀσκητικὸ φρόνημα, ἐπέδραμε, τὸ ὑλιστικό, εὐδαιμονιστικὸ καὶ μηχανιστικὸ ρεῦμα τῆς ἀχρίστιανης Δύσης καὶ μᾶς «μάγεψε», μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθετε καὶ μᾶς παρέλυσε ψυχικὰ καὶ πνευματικά. Ἐμᾶς, τὰ ἀνέτοιμα καί, μὲ τὴ μεγάλη εὐθύνη τῶν πνευματικῶν ποιμένων, ἐν ἀγνοία εὑρισκόμενα λογικὰ πρόβατα. Διότι ἄφησαν ἀμέτοχο, ἀκατήχητο τὸ λαό, μακριὰ ἀπὸ τὴ γνώση καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Καὶ συντρέχουν καὶ συνεδριάζουν καὶ συντρώγουν καὶ συναποφασίζουν ἀνενόχλητοι μὲ τοὺς ἀπογόνους τῶν ἴδιων ἀμετανόητων καὶ «ἐπηρμένην ἐχόντων τὴν ὀφρὺν» πάσης φύσεως αἱρετικῶν της Δύσεως, θέτοντας στὴν ἴδια ζυγαριὰ τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι, τὴ μία καὶ μοναδικὴ Κιβωτὸ Σωτηρίας, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν αἵρεση, τὸ Χριστὸ μὲ τὸ χρυσό, ἀλλοιώνοντας στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων πίστη καὶ συμβάλλοντας στὴν πλήρη ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ἁγία μας Παράδοση.
Καὶ τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων συνευδοκούντων καὶ ἀπόλυτα συνεργαζομένων μὲ τοὺς πρωτομάστορες τῆς παγκοσμιοποίησης, ποτίστηκε καλὰ μέχρι τὸ μεδούλι τοῦ ὁ Νεοέλληνας μὲ τὰ ὑλικά του νεόδμητου προσώπου, τοῦ εὐρωπαϊκοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο θέλει πλέον νὰ ζεῖ καὶ περισσότερο νὰ φαίνεται. Καὶ πασχίζει νὰ πιστέψει πὼς εἶναι κάποιος ἄλλος ἀπ` αὐτὸ ποὺ εἶναι. Καὶ χωρὶς συναίσθηση αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, βιώνοντας μία παράξενη, πρωτόγνωρη σχιζοφρενῆ κατάσταση ὀντολογικοῦ περιεχομένου(σχίζω τὰς φρένας, δήλ. τὴ λογική, τὸ νοῦ=τὰ ἔχω χαμένα, εἶμαι ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν ξέρω ποιὸς εἶμαι), ἀποποιεῖται τῆς ἱστορίας καὶ τῶν προγόνων του. Γίνεται εὔκολο θύμα στὶς νέου τύπου ἐπιδρομές, ὑποβαθμίζοντας τὰ ἱερὰ καὶ ἠρωϊκὰ γεγονότα καὶ πρόσωπα, ποὺ μᾶς παρέδωσαν καθαρὴ τὴν Ἀλήθεια, τὴν Παράδοση, ποὺ ἀκόμη ἀναξίως ἀπολαμβάνουμε.
Εἴμαστε ἄλλοι καὶ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ἢ προσπαθοῦμε νὰ πιστέψουμε πὼς δὲν εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ εἴμαστε. Βλέπουμε καὶ ἀναλύουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν Ἱστορία μας, τὴν πίστη μᾶς μέσα ἀπὸ τὶς προοπτικές της Ἑσπερίας. Κοιταζόμαστε δηλαδὴ σὲ ἕναν καθρέφτη, ποὺ δὲ δείχνει τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ μία ζωγραφιά, ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μας, φτιαγμένο ἀπὸ δυτικοευρωπαϊκὰ ὑλικά. Εἶναι δυνατόν, μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις νὰ διορθώσουμε κάτι ἀπ` ὅλα αὐτά, ἀφοῦ οὔτε καν γνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας;
Εἶναι πλέον ξεκάθαρο ποῦ ὁδηγεῖται ἡ κατάσταση. Δὲν μᾶς ἀποκλήρωσαν οἱ πρόγονοί μας. Ἐμεῖς ἀποποιηθήκαμε τὴν κληροδοσιά τους μὲ κάθε ἀσέβεια καὶ ἐπιπολαιότητα, ἀφοῦ λιγουρευτήκαμε τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρά της Δύσης, ἐγκαταλείποντας μὲ φανερὴ προδοσία τὴν ἁγιασμένη φύτρα μας. Καὶ τὸ κατρακύλισμα συνεχίζεται μὲ ταχύτητα ποὺ δημιουργεῖ πάταγο, ὁ ὁποῖος, ὅσο δυνατὸς κι ἂν εἶναι, ἀδυνατεῖ νὰ ἀφυπνίσει τὶς καρδιές μας, ποὺ ἔπεσαν σὲ βαριᾶς μορφῆς ἀναισθησία.
Ὅπως ἀνοίξαμε τὸ λόγο στὴν ἀρχὴ μὲ τὸν μεγάλο Φώτη Κόντογλου, κλείνουμε πάλι μὲ τὸν ἴδιο. Λόγια, ποὺ δὲν ἀφήνουν περιθώρια αἰσιοδοξίας, ἀλλὰ γιὰ ὅσους κρατοῦν μέσα τοὺς ἀκόμη ἔστω καὶ λίγη μαγιὰ ἀπὸ τὸ ρωμαίικο, ἀποτελοῦν δυνατὸ σάλπισμα γιὰ ἀφύπνιση καὶ ἔγερση ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς λησμονιᾶς. Διότι ἡ Ἀλήθεια εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ξεσηκώνει:
«… Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λέμε πὼς δὲν πᾶνε καλά, ὁ σημερινὸς κόσμος εἶναι ὁ πιὸ θαυμάσιος, ἡ σημερινὴ ζωὴ εἶναι ἡ πιὸ καλύτερη κι ἡ πιὸ βλογημένη ἀπὸ ὅλες ποὺ πέρασε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σημερινὴ νεολαία (συμπληρώνουμε: καὶ οἱ γέροντες ἀκόμη χειρότερα), εἶναι μεθυσμένη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέμε ἐμεῖς «ἀνηθικότητα» καὶ ποὺ αὐτοὶ τὸ λένε «ἐλευθερία». Τί κάθεσαι λοιπὸν ἐσὺ καὶ τσαμπουνίζεις μὲ τὴν ἠθική σου; Γὶ` αὐτοὺς εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο χάρισμα ἡ ἀνηθικότητα καὶ μποροῦνε νὰ σκοτώνουνε ἐκεῖνον ποὺ χτυπᾶ τὴν «ἐλευθερία» τους. Αἰῶνες ἀγωνιζότανε ὁ ἄνθρωπος , χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀποχτήσει. Καὶ τώρα ποῦ τὴν ἔκανε χτῆμα του, νὰ τὴν ἀφήσει γιὰ τὴν παλαιοντολογικὴ ἠθική μας;
Ποτὲ δὲ μίσησε ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπο τόσο πολύ, ὅσο στὸν καιρό μας. Καὶ τὸν μίσησε στὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς «ἐλευθερίας», ποὺ λέγει πὼς εἶναι τὸ πολύτιμο ἀπόχτημα τῆς ἐποχῆς μας… Ποτὲ ὁ χριστιανὸς (καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, συμπληρώνουμε)δὲν μισήθηκε ὅσο σήμερα, οὔτε ἐπὶ Νέρωνα.
Ποῦ ν’ ἀκούσουνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας (οἱ ἀπόγονοι τῶν Ρωμιῶν)κουβέντα γιὰ Θεό, γιὰ ψυχή, γιὰ ἄλλη ζωή! Ἡ ψυχὴ τοὺς ἔχει παραμορφωθεῖ ὁλότελα ἀπὸ τὶς κάθε λογὴς ἀνοησίες…
Ποιὸς φταίγει γὶ` αὐτὴ τὴν κατάσταση; Ὅλοι μας! Ὅλοι συνεργήσαμε γιὰ νὰ καταντήσει ἡ ζωὴ ἔτσι ποὺ κατήντησε. Ὅλοι δουλέψαμε, γιὰ νὰ χτιστεῖ τοῦτος ὁ τερατώδης πύργος τοῦ Βαβέλ. Ἄλλοι κουβαλήσανε γιὰ πέτρες τὶς πετρωμένες καὶ ἀναίσθητες καρδιές τους, ἄλλοι κουβαλήσανε λάσπη ἀπὸ τὰ κατάβαθά τους, ποὺ φωλιάζουνε τὰ βρωμερὰ πάθη. Ἐκεῖνος ὁ παλιὸς ὁ πύργος τοῦ Βαβὲλ ρήμαξε καὶ ἐξαφανίστηκε. Μὰ τοῦτος θὰ στέκεται ἀσάλευτος κι οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα θὰ τὸν κάνουνε πιὸ ψηλό, μὲ σκοπὸ νὰ χτυπήσουνε τὸ Θεό.
Ἐσεῖς ποὺ θλιβόσαστε καὶ πονᾶτε γὶ` αὐτὴ τὴν κατάσταση, καλὰ κάνετε νὰ λυπόσαστε, μὰ μὴν ὀνειρευόσαστε πὼς θὰ `ρθουνε καλύτερες μέρες γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος τρέχει σὰν τρελός. Κατὰ μὲν τὴ δική του γνώμη ἀνηφορίζει στὸν θρίαμβο, κατὰ δὲ τὴ δική σας γνώμη κατηφορίζει στὰ τάρταρα καὶ στὸν χαμό. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει δίκιο, μονάχα ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει…».
«Στῶμεν καλῶς»! Εἶναι πολὺ σοβαρὴ ἡ κατάσταση! Γιὰ μᾶς τὰ λέει ὁ Κόντογλου. Γιὰ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, γιὰ τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα. Προσοχὴ ὅμως! Γιὰ νὰ τὸν διαψεύσουμε, χρειάζεται ἀπὸ τὴ μία ἡ γνώση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ διαρκὴς προσευχὴ γιὰ τὴ θεία παρέμβαση, ποὺ εἶναι, ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, ἡ μόνη ἐλπίδα, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει ἀπομείνει.
Πέραν αὐτῶν ὅμως, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς μᾶς πρέπει νὰ εἶναι μία: Νὰ παραμείνουμε ἀμετακίνητοι στὸ δρόμο ποὺ μᾶς χάραξαν οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας. Νὰ μὴν ὑπακοῦμε εὔκολα σὲ κανέναν, στοὺς πονηροὺς αὐτοὺς καιρούς. Κανέναν, ὅποιος κι ἂν εἶναι, ὅποιο ἀξίωμα κι ἂν ἔχει, ὅποιες γνώσεις καὶ περγαμηνὲς κι ἂν διαθέτει, ἂν δὲν συμπορεύεται μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε τὸ χρέος μας καὶ τὴν ὑπόσχεση πρὸς τοὺς ἥρωες καὶ μάρτυρες τῆς ρωμαίικης ἱστορικῆς συνέχειας: Πὼς δὲ θὰ πάψουμε, ὅσο ζοῦμε, μὲ κάθε τίμημα, νὰ ἀγωνιζόμαστε στέρεοι καὶ ἀποφασιστικοὶ μέχρι θυσίας, νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Καὶ ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ οἱ ὕστεροι καιροὶ μᾶς προκαλοῦν καὶ μᾶς προσκαλοῦν, νὰ διαμηνύουμε στεντορείως, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιο, τὸ ἀφυπνιστικὸ παρακέλευμα:
«Οὐκ ἀρνησόμεθα σέ, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοῖ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοῖ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπέρ σου τεθνηξόμεθα». Γένοιτο!
Καὶ συνεχίζει παρακάτω: «Ἐκεῖνα ὁπού οἱ αἱρετικοὶ οὗτοι ψεύδονται, δὲν τὰ ψεύδονται κατὰ ἄγνοιαν, ἀλλὰ γνωρίζοντες ὅτι εἶναι ψευδῆ, ὑποκρίνονται πὼς διδάσκουσι ταῦτα ὡς ἀληθινὰ καὶ βέβαια». Κρατῆστε καλὰ αὐτὴν τὴν...
μεγάλη διαχρονικὴ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, καθώς, ἀκριβῶς ἔτσι ἐργάζονται καὶ σήμερα οἱ ἐκτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ἐκπορθοῦν καὶ ἁλώνουν τὶς ψυχές, ἀλλοιώνοντας τὴν Ἀλήθεια καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφίσταται, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ καλό, -καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ δὲν εἶναι παρὰ ἡ Ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων της- τότε ἀκολουθεῖ ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων, ἡ ἅλωση, ἡ καταστροφή. Τὸ διδάσκει ἐξάλλου μέσα στὸ χρόνο, μὲ γεγονότα καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης ἀποτελεῖ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς κοσμοϊστορικὲς περιπτώσεις. Αὐτά, ὡς μία μικρὴ εἰσαγωγή, διότι σήμερα ζοῦμε, χωρὶς πάσης ἀμφιβολίας, σὲ «ὕστερους καιρούς».
Ὁ Φώτης Κόντογλου μὲ τὸ δικό του κοντύλι θρηνεῖ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης:
«Ὅπως οἱ ἅγιοι βασανίζουνται καὶ στὸ τέλος τελειώνουνε τὸ μαρτύριό τους μὲ τὸ θάνατο καὶ παίρνουνε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας, ἔτσι κι ἡ ἁγιασμένη Πόλη, ἡ νέα Σιῶν τῆς χριστιανοσύνης, ἀφοῦ βασανίστηκε, ἔκλαψε, πόνεσε, ἀπὸ κάθε λογὴς τυράννισμα, ἦρθε ἡ μέρα ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἡ Ἱερὰ Κιβωτός, ἡ Δωδεκάτειχος Πόλις, ἔπεσε ματοβαμμένη στὶς 29 Μαΐου 1453, σὰν τὴ σεβάσμια μητέρα τῶν Μακκαβαίων.
Ποιὸ καλέμι μπορεῖ νὰ γράψει μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ξιστορήσει τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο ποὺ περάσανε ὅσοι βρεθήκανε μέσα στὴ χιλιόχρονη καὶ γεραρὴ αὐτὴ πολιτεία, ποὺ ἤτανε, κατὰ τὰ θρηνητικὰ λόγια του βασιλιᾶ της Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου:
«ἐλπὶς καὶ χαρὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὔσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολὴν» καὶ ποὺ τώρα ἤτανε σὰν μαραμένο λουλούδι!».
Ἀναμφισβήτητα, ἡ Ἅλωση ἦταν ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς πελώριων διαστάσεων καὶ ἀποτέλεσμα συντονισμένων ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων, ποὺ κατευθύνονταν ἐναντίον τῆς ἔνδοξης αὐτοκρατορίας ἀπὸ δύο πλευρές. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀπὸ τὴ Δύση οἱ Φράγκοι περιέσφιγγαν διαρκῶς τὸν κλοιὸ γύρω ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα, τὸ κέντρο καὶ τὸν ὀφθαλμὸ τῆς Οἰκουμένης. Εἶχε ἀφήσει μία ἔνδοξη κληρονομιὰ στὰ γράμματα καὶ στὴν τέχνη. Εἶχε βγάλει χῶρες ὁλόκληρες ἀπὸ τὸ σκότος τῆς βαρβαρότητας καὶ εἶχε δώσει σὲ ἄλλες τὴν ἐκλέπτυνση τῶν ἠθῶν. Εἶχε θαμπώσει λαοὺς μὲ τὴ λάμψη καὶ τὴ μεγαλοπρέπειά της καὶ τοὺς ὁδήγησε στὴν Ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ Πόλη ἔπεσε καὶ ἕνας πολιτισμὸς σαρώθηκε ἀμετάκλητα. Κατέληξε μὲ τὴν Ἅλωση, ἕδρα θηριωδίας, ἀμάθειας καὶ μεγαλόπρεπης ἀκαλαισθησίας.
Παραμονή, ἡμέρα Δευτέρα, 28 Μαΐου 1453, ὁ Κωνσταντῖνος μιλάει γιὰ τελευταία φορὰ πρὸς τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοὺς ζητὰ νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τέσσερα πράγματα, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ χρονογράφος Γεώργιος Φραντζής:
«καλῶς οὒν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρα τινὰ ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες, ἴνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἠμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῶ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων …».
Κι ὅταν τελειώνει τὸν λόγο του, σύσσωμος ὁ λαὸς καὶ ὁ στρατὸς τοῦ ἀπαντοῦν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἠμῶν».
Κι ὅλα αὐτὰ συνοψίζονται στὸν ὕστατο θρυλικὸ ἐπίλογο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἀπηύθυνε πρὸς τὸ Μωάμεθ, προαναγγέλλοντας τὴν τελικὴ τραγωδία:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὒτ’ ἐμὸν ἐστὶν οὒτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη΄ κοινὴ γὰρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἠμῶν».
Ἡ Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ὁ γενναῖος Αὐτοκράτορας πέφτει κι αὐτὸς μαχόμενος, ὅμως τὸ μήνυμά του ἔχει δοθεῖ, ὁ λαὸς τὸ ἔχει λάβει ἂπ ἄκρη σ ἄκρη τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας, γὶ αὐτὸ διατηρεῖ τὴν ψυχὴ του ἀδούλωτη, γὶ αὐτὸ ἀγωνίζεται, γὶ αὐτὸ ἐπαναστατεῖ, γὶ αὐτὸ δὲν ἀφήνει ποτὲ τὸν βάρβαρο κατακτητὴ ἥσυχο.
Μακροχρόνιες διεργασίες ἀποσύνθεσης τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ὑπόστασης τοῦ Γένους προηγήθηκαν, ὥστε ἡ κραταιὰ Αὐτοκρατορία νὰ καταλυθεῖ καὶ νὰ ὑποταχθεῖ τελικὰ στοὺς Ὀθωμανούς.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπῆρξαν ἀκόμα πολυχρόνιες, ἔντονες θρησκευτικές, κοινωνικὲς καὶ ἰδεολογικὲς ἀντιθέσεις, ποὺ προκάλεσαν βαθιὰ σύγχυση στὸ λαὸ καὶ λειτούργησαν διαλυτικὰ στὸ σῶμα της. Πρῶτα ἡ «χριστιανικὴ Δύση» μὲ τὶς ἰσχυρὲς ἐπιρροές της, καὶ οἱ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις τῶν πολιτικῶν στὶς ἀνήθικες παπικὲς ἀξιώσεις, γιὰ τὴν ἀναμενόμενη στρατιωτικὴ βοήθεια, ὁδήγησαν στὴν πνευματικὴ ἀλλοίωση τοῦ Γένους, μὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἀπώλεια τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς του ταυτότητας. Γιατί, ἂν ἡ Ρωμαίικη αὐτοκρατορία ἔπαυε νὰ διατηρεῖ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἰδιαιτερότητά της, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, θὰ καταλυόταν ἐσωτερικά, μεταβαλλόμενη σὲ πνευματικὸ προτεκτοράτο τῆς Φραγκιᾶς.
Ὁ Γερμανὸς βυζαντινολόγος Κλάους Ὄλερ, εὐθέως ἐπιρρίπτει εὐθύνες στοὺς Δυτικούς, γράφοντας: «Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀποτέλεσε τὸ ἀνάχωμα, ποὺ προστάτευσε ἐπὶ 1200 χρόνια τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στὶς εἰσβολὲς ἀπὸ Βορρᾶ, Ἀνατολὴ καὶ Νότο. Τὰ παλαιὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποία ἀκόμα καὶ σήμερα [… ] ἀκτινοβολοῦν ὑπερηφάνεια καὶ μεγαλεῖο, ἀντιστάθηκαν σὲ κάθε ἐχθρό του Βυζαντίου ὡς τὴν 29η Μαΐου 1453. Τότε ἡ αὐτοκρατορία, ἐξαντλημένη πιὰ ἀπὸ αἰῶνες σκληρῶν ἀγώνων καὶ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς συμμάχους της, οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ τὴν πτώση της, ὑπέκυψε τελικὰ στὴ δυσανάλογα μεγαλύτερη ὀθωμανικὴ δύναμη».
Μποροῦμε λοιπὸν νὰ συμπεράνουμε μὲ βεβαιότητα, σύμφωνα καὶ μὲ μαρτυρίες ἱστορικές, πὼς ἡ πτώση ἦλθε ὡς σωτηρία, διότι κράτησε τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ καθαρότητα τοῦ Γένους, τὸ ὁποῖο στὴ Δουλεία, παρὰ τὶς ταλαιπωρίες του, μπόρεσε νὰ ἀνασυνταχτεῖ καὶ νὰ ἐπιβιώσει. Ἡ ἐμμονὴ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, καὶ μέσω αὐτῆς καὶ στὴν ἑλληνικότητα, κρατοῦσε δεμένο τὸ Γένος μὲ τὶς ζωτικὲς πηγές του.
Ἄλλωστε ἡ χιλιόχρονη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ τὸ πρότυπό της, κατὰ βάση, ἦταν ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ μία χιλιετία ὑπῆρξε ὁ ἰδανικὸς τόπος, ὅπου ἡ πίστη ἔγινε ἀληθινὸ βίωμα τῶν πολιτῶν της, ἀναδεικνύοντας ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ἀνθρώπους κάθε κατηγορίας.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς λέει:
«Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀνατολικοί, σ’ ἀντίθεση μὲ τὶς σημερινὲς πρακτικές, δὲν συμμετεῖχαν στοὺς διαλόγους θεωρώντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ὡς ζητούμενο, ἀλλ’ ὡς ἀπόλυτα καὶ ἀστασίαστα δεδομένο. Τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ κοινὴ πατερικὴ παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας, ἦταν γιὰ τοὺς πατερικοὺς ἡ ἀμετακίνητη βάση. Ἀποφευγόταν κάθε τί, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θέσει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος ἐπὶ ἴσοις ὄροις» θέτει ἀπ’ ἀρχῆς ἐν ἀμφιβόλω τὴν ἀλήθεια τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ καταξιώνει ὡς ἐκκλησιαστικότητα ἀποδεδειγμένες αἱρέσεις. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ὁ διάλογος τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων δὲν ἦταν κάποιος θεολογικὸς συμψηφισμός, ἀλλὰ ἀπέβλεπε στὴν συνάντηση τῶν δύο πλευρῶν στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια. Εἶναι σαφὴς στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θέση τοῦ ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ: «οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ περὶ τῆς πίστεως». Ὁ θεολογικὸς διάλογος ἔχει χαρακτήρα ἱεραποστολῆς. Εἶναι κλήση στὴν Ἀλήθεια. Μία ἑνότητα ἐν τὴ ποικιλία, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Πίστη, ἦταν ἀδιανόητη, ἐνῶ σήμερα προβάλλεται ὡς ἡ μόνη δυνατότητα ἑνότητας, λόγω τῆς παπικῆς ἀδιαλλαξίας. Οἱ οὐνιτίζοντες Ὀρθόδοξοι ἔχουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι οἱ ὅποιοι συμβιβασμοὶ θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀληθῆ καὶ ἀρραγῆ ἑνότητα».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ μέγας «λατινελέγκτης», στὴν κρίσιμη ὥρα, κατὰ τὴν ψευδοσύνοδο αὐτή, τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-39), στάθηκε ἀμετακίνητος στὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Ἡ στάση του ὑπῆρξε καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Γένους. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν ἕνωση, ποὺ ὑπέγραψαν οἱ ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ τὴν ἀκύρωσε, παρὰ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις ποὺ δέχτηκε καὶ τὴν χαρακτήρισε μαζὶ μὲ τὸ λαό, «ληστρικὴν» καὶ «καϊαφαϊκὸν συνέδριον»:
«Οὐ ποιήσω τοῦτο ποτέ, κὰν εἰ τί καὶ γένηται… τὰς τῶν Δυτικῶν διδασκάλων φωνᾶς οὔτε ἀναγνωρίζω οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσίν. Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ ὁμολογία τοῦ ἁγίου μας ἐλέγχει ὅλους μας σήμερα καὶ πρῶτα τους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τὸ λαό.
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους μας καὶ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, στὸν ἀφυπνιστικὸ λόγο, ποὺ ἐξεφώνησε τὸ 1419 στὸ Παλάτι, διδάσκει ξεκάθαρα πώς, οἱ πνευματικοὶ νόμοι ἀκολουθούμενοι πιστά, μᾶς προφυλάσσουν νὰ μὴν ἀποκλίνουμε ἀπὸ τὴ σταθερὴ ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ μὴν πέφτουμε διαρκῶς στὰ ἴδια σφάλματα.
Στὸ λόγο αὐτὸ ἐκφράζει τὴν ὀδύνη του, ἀφοῦ τὸ γένος περιστοιχίζεται ἀπὸ δεινά, τὰ ὁποῖα, ὅπως λέγει, «δάκνει μου τὴν καρδίαν, συγχεῖ τὸν νοῦν καὶ ὀδυνὰ τὴν ψυχήν». Κάνει λόγο γιὰ «ὁλόσωμον πληγὴν» καὶ «νόσον καθολικήν». Τὸ γένος ἔχει περιπέσει σὲ ποικίλα πάθη καὶ ἁμαρτίες. Συγχρόνως μὲ τὴν γενικὴ κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων χάθηκε «εὐλαβὴς ἀπὸ τῆς γής, ἐξέλιπε στοχαστής, οὒχ εὔρηται φρόνιμος». Μήπως περιγράφει τοὺς Ἕλληνες τῶν σημερινῶν χρόνων;
Ἀναφέρεται διεξοδικῶς στὴν κατάπτωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ ποιμένες ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὰ ὅρια ποὺ εἶχαν θέσει οἱ Πατέρες. Ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν χάσει τὸν προορισμό τους καὶ ἀσχολοῦνται μὲ ἄλλα ζητήματα. Ἐπισημαίνει ὡς σημαντικότατο αἴτιο τῆς πτώσης τῆς Πόλεως τὴν ἀλλοίωση τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχασε τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ μεταβλήθηκε σὲ ὑλικὴ ἐκμετάλλευση τῶν μοναστηριῶν.
Λέγει, ὅτι βλέποντας νὰ ἐρημώνονται οἱ πόλεις, νὰ ἀφανίζονται οἱ χῶρες, νὰ καίγονται οἱ Ἐκκλησίες, νὰ βεβηλώνονται τὰ ἅγια καὶ νὰ δίδονται τὰ ἱερὰ σκεύη στὰ σκυλιά, ἐννοώντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ «πᾶν τὸ ἡμέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον καὶ μαχαίρα», προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει γιὰ τὸ ποῦ ὀφείλεται αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ λαοῦ καὶ «ἡ τοσαύτη τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησις καθ` ἠμῶν». Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ποιὸ εἶναι τὸ αἴτιο καὶ τὸ καταθέτει τὴν ἡμέρα αὐτή, ἐνώπιον τῶν Βασιλέων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ὅλου του λαοῦ, γιατίγφοβαται, μήπως τιμωρηθεῖ, ἂν σιωπήσει. Καὶ ἡ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαίας Του ἀγανακτήσεως κατὰ τῶν Ρωμαίων εἶναι «τὸ πωλεῖσθαι καθ’ ἑκάστην τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα καὶ αἷμα, παρὰ τῶν λεγομένων πνευματικῶν καὶ ἀγοράζεσθαι πρὸς ὑμῶν τῶν χριστιανῶν». *****
Παρομοιάζει τὴν κατάσταση μὲ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἡ ὁποία συνίσταται στὸ «πωληθῆναι τιμῆς καὶ ἀγορασθῆναι τὸν Κύριον». Αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα, ὅπως λέγει, γίνεται στὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους πνευματικοὺς πωλοῦν τὸν Κύριο καὶ «ἀγοράζει πᾶς ὁ ἔχων ἀργύριον καὶ βουλόμενος», ἐννοώντας τὸ πάθος τῆς Σιμωνίας. (…)
Ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τὸν Κλῆρο καὶ τὸν λαὸ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει «ἡ τοῦ γένους ἀνάκλησις» καὶ νὰ εἶναι μαζί τους ὁ Θεός, γιατί διαφορετικὰ θὰ πάθουν χειρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπαθεν ἡ παλαιὰ Ἱερουσαλήμ, ποὺ κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ζητὰ νὰ μετανοήσουν, γιατί ἂν δὲν γίνει αὐτό, ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ μέλλουσες γενεὲς θὰ λένε σὲ παρόμοιες περιπτώσεις: «μὴ πάθοιμεν ἃ οἱ Ρωμαῖοι πεπόνθασιν». Ἀκόμη, συνδέει ἄρρηκτα τὴ διατήρηση τῆς κατοχῆς τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ρωμιούς, μὲ τὴ διάσωση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης:
«Ταύτης τῆς πόλεως ἱσταμένης, συνίσταται πὼς αὐτὴ καὶ ἡ πίστις ἀκράδαντος· ἐδαφισθείσης δὲ ἢ ἀλούσης, ἄπερ, Χριστέ μου, μὴ γένοιτο, ποία ἔσται ψυχὴ κατὰ πίστιν ἀκλόνητος;»
( Ὅσο στέκεται ὄρθια αὐτὴ ἡ πόλη, μένει μαζί της ἀκλόνητη καὶ ἡ πίστη. Ἂν ὅμως κατεδαφιστεῖ ἢ ἀλωθεῖ, ποῦ νὰ μὴ γίνει, Χριστέ μου, ποιὰ ψυχὴ θὰ κρατήσει τὴν πίστη τῆς ἀσάλευτη;) Μ` ἄλλα λόγια τὸ λαϊκὸ δίστιχο:«Ἡ πόλις ἦτον τὸ σπαθί,ἡ πόλις τὸ κοντάρι,ἡ πόλις ἦτον τὸ κλειδὶ τῆς Ρωμανίας ὅλης».
Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πατριώτης ἱεράρχης, ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὲ ἐξομολόγησή του, ἐπιβεβαιώνει τὸν Βρυέννιο, ὀδυρώμενος γιὰ τὸ τραγικὸ ἐκεῖνο γεγονός, ἀφοῦ ἔζησε τὰ δραματικὰ γεγονότα πρὶν καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ κραυγάζει:
«Κύριε! Διασκορπιστήκαμε παντοῦ. Γελοιοποιηθήκαμε ὄχι μόνο στὰ μάτια τῶν γειτόνων μας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς κοροϊδεύουν καὶ μᾶς χλευάζουν ὅλοι γύρω μας. Γίναμε παράδειγμα συμφορᾶς στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ … Εἴμαστε διεφθαρμένοι καὶ σιχαμεροὶ σὲ ὅ,τι κάνουμε. Ὅλοι ξεφύγαμε καὶ ταυτόχρονα ἐξαχρειωθήκαμε. Δὲν τιμήσαμε τὶς γιορτές σου. Περιφρονήσαμε τὴ δόξα σου. Παραδώσαμε τὰ σώματά μας στὰ πάθη. Προσκολλήσαμε τὶς ψυχές μας στὰ σώματα. Τὰ χέρια μᾶς χέρια ἀδικίας ἔγιναν. Οἱ γλῶσσες μᾶς βλασφήμησαν κατὰ τῶν ἁγίων σου. Τὰ χείλη τῆς καρδιᾶς μᾶς εἶναι δόλια καὶ μίλησαν μὲ κακία. Μάταια πράγματα εἶπε ὁ καθένας στὸν πλησίον του. Δίναμε ὅρκους στοὺς συνανθρώπους μας καὶ τοὺς ἀθετούσαμε. Δανείζαμε χρήματα μὲ τόκο καὶ παίρναμε δωροδοκίες ἀπὸ ἀθώους ἀνθρώπους. Ἀποστραφήκαμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὸν ἔλεγχο. Οἱ ζυγαριὲς μᾶς ἦταν ἄνισες. Τὰ χρήματά μας ἦταν παράνομα. Ὁ καθένας μᾶς μηχανευόμασταν στὴν καρδιὰ τοῦ τὸ κακό του πλησίον μας. Οἱ ποιμένες ἐξαπατούσαμε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτρέπαμε ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο καὶ διδάσκαμε τὴν κακία μὲ πρόσχημα τὴν ἀρετή. Οἱ ἄρχοντες δείχναμε ἀπείθεια στοὺς νόμους σου, ὡς συνεργάτες τῶν ληστῶν, ἀγαπώντας τὶς δωροδοκίες, ἐπιδιώκοντας ἀνταποδόσεις, χωρὶς νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες. Γενικά, γίναμε σὰν τὰ κτήνη ποὺ δὲν ἔχουν λογικὴ καὶ ὁμοιωθήκαμε μὲ αὐτά… Καὶ γι’ αὐτὸ περιπέσαμε σὲ γκρεμοὺς ἀπελπισίας… Πῶς θὰ μποροῦσες νὰ ἀκούσεις χείλη ποὺ σὲ βλασφημοῦν καὶ ταυτόχρονα σὲ ὑμνοῦν; Πῶς ἐπρόκειτο νὰ λυπηθεῖς τόση ἀνέλπιστη καὶ ἀμετανόητη πώρωση;… Ὅλα ὅσα μᾶς ἔχεις κάνει, τὰ ἔχεις κάνει σύμφωνα μὲ τὴ δίκαιη κρίση σου».
Ἀπ’ ὅσα, λοιπόν, μαρτυροῦν ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν καὶ ἄκουσαν οἱ ἴδιοι, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀπερίγραπτη ἐκείνη συμφορὰ δὲν συνέβη ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς γενικῆς ἐξαχρείωσης τοῦ ἔθνους. Αἰτία δὲν ἦταν τόσο ἡ δύναμη τοῦ κατακτητῆ, ὅσο οἱ ἁμαρτίες ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὸν πολιτικό, κοινωνικό, καὶ ἰδιωτικὸ βίο καὶ οἱ προδοτικὲς ὑποχωρήσεις τῶν ἀρχόντων στὶς ἀπαιτήσεις τῶν Φράγκων, ποὺ δημιουργοῦσαν σύγχυση στὸ λαό.
Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός:
«Οἱ μὴ πατερικοὶ ἑνωτικοὶ λειτουργοῦν ὡς «πέμπτη φάλαγξ», δηλαδὴ προδοτικά, στὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας: Τὴν ἀχαρακτήριστη ἀφέλεια τῶν αὐτοκρατόρων καὶ γενικότερα τῶν ἡγετῶν τοῦ Γένους, πού, μυωπάζοντες μπροστὰ στὴν πραγματικότητα, στήριζαν τὶς ἐλπίδες τους στὸν Πάπα, ἐνίσχυαν καὶ ἐν πολλοῖς καθοδηγοῦσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατὰ κανόνα, οἱ λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες τὸ ἴδιον ὄφελος ἀπὸ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας… Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν τὴν πολιτικὴ τοῦ Κράτους καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, καθορίζοντας τὴν πορεία τοῦ Γένους στὶς κρισιμότερες ἱστορικὲς στιγμές του. Προειδοποιοῦσαν «τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης» γιὰ τὴν ἄμβλυνση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν ἀντιστάσεων τῶν Ὀρθοδόξων, συνιστώντας στὸν Πάπα τὴν διατήρηση φιλικῶν σχέσεων μὲ τὴν Ἀνατολή, μέχρι τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας στὴν πίστη καὶ ὡς πεπεισμένοι ἑνωτικοὶ καὶ φιλοπαπικοί, ἐνίσχυαν τὴν ἄποψη τοῦ αὐτοκράτορα, ὅτι ἤσαν ἄσκοπες οἱ ἀτελεύτητες θεολογικὲς συζητήσεις, χάριν τῆς ἐπισπεύσεως τῆς συμφωνίας. Ἡ ἴδια ἀδικαιολόγητη σπουδὴ διακρίνει καὶ τὶς σημερινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες».
Ἄλλωστε γιὰ τὴ μεγαλύτερη καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, μέχρι τὴν τελικὴ πτώση της, κύριος ὑπεύθυνος ἦταν ὁ χειραγωγούμενος ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους σταυροφόρους Ἀλέξιος Δ΄ Ἄγγελος (τυχαῖο;) (1203-1204), ποὺ ἀντάλλαξε τὴν ἄνοδό του στὸ θρόνο μὲ μνημόνιον ὑποσχέσεων ποὺ ὑπέγραψε πρὸς τοὺς προστάτες του καὶ ποὺ ὡστόσο δὲν μπόρεσε νὰ ἐκπληρώσει αὐτὲς τὶς δεσμεύσεις του μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξεγερθεῖ ὁ βυζαντινὸς λαὸς ἐναντίον του, ποὺ εἶχε φέρει τὸ στόλο τῶν Σταυροφόρων μπροστὰ στὴ βυζαντινὴ πρωτεύουσα, τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ ἔτσι ὑποδούλωσε καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λαό του στοὺς Λατίνους. Αὐτὸς ἔχασε τὸ στέμμα καὶ τὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ ὁ βυζαντινὸς λαὸς ὑποδουλώθηκε, ἀφοῦ οἱ εἰσβολεῖς ἀρνήθηκαν χωρὶς ἔλεος τὶς παρακλήσεις του γιὰ ἀναβολὴ καταβολῆς τῶν τεράστιων χρηματικῶν ποσῶν ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν διαμελισμὸ τῆς Πόλης, ἡ Ἅλωση ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἦταν εὐχερέστατη.
Σὲ κάποιους βέβαια ἀκούγεται παράξενη ἢ ἀφελὴς αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία, ἡ ὁποία δίδεται στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἁλώσεως. Εἶναι ὅμως δυνατόν, γιὰ παράδειγμα, μόνο ὁ οἰκονομικὸς παράγοντας νὰ ρυθμίζει τὴν ἐξέλιξη τῶν κοινωνιῶν; Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποκλείει ἀπὸ τὴν Ἱστορία τὴν ὕπαρξη τοῦ ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ παράγοντα καὶ ἀποδίδει τὰ πάντα στὴ συστολὴ ἢ διαστολὴ τοῦ στομαχιοῦ καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν λοιπῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν καὶ ἔχει ὡς θεὸ τὴν ὕλη, εἶναι μυωπικὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὰ ἀπώτερα αἴτια καὶ τοὺς παράγοντες, ἡ ἐπίδραση τῶν ὁποίων εἶναι τεράστια γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν. Πίσω ἀπὸ τὴν ὕλη κρύβεται τὸ πνεῦμα. Πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους τοῦ σύμπαντος ὑπάρχουν οἱ ἠθικοί, οἱ πνευματικοὶ νόμοι, τῶν ὁποίων ἡ αὐστηρὴ τήρηση ἐπιφέρει τὴν κοινωνικὴ ἀκμὴ καὶ πρόοδο, ἐνῶ ἡ ἀσύστολη παράβασή τους ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαὸ ἐπιφέρει τὴν ἐξασθένηση, τὸν ἐκφυλισμὸ καὶ τὸν παντελῆ ὄλεθρο τῶν ἐθνῶν. Ἡ νέα τάξη πραγμάτων ἐπέτυχε μὲ ὕπουλο τρόπο τὴν παράλυση καὶ ἐντέλει τὴν ἐκπόρθηση τῶν συνειδήσεων, ὄχι μόνο τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ποιμένων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ μένει τώρα ἐπιτελεῖ ἀνενόχλητη τὸ καταστροφικὸ ἔργο της.
Όπως προαναφέραμε, ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Βυζαντινοὶ πολιτικοί, παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἀρχόντων, ἤθελαν τὴν ἕνωση μὲ τὸν πάπα, καθὼς αὐτὸν τὸν ὄρο ἐπέβαλαν οἱ Δυτικοί, ὥστε νὰ παράσχουν βοήθεια στὴ δοκιμαζομένη Αὐτοκρατορία. Ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ τελευταῖος Μέγας Δοῦξ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (ὁ πρωθυπουργὸς θὰ λέγαμε σήμερα), μὲ τὴ στάση τοῦ ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πρόσωπα ποὺ ἀντιστάθηκαν, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συνεργασία μὲ τοὺς Λατίνους. Διατύπωσε μάλιστα τὴν ἀντίθεσή του μὲ τὸ πασίγνωστο: «κρειττότερον ἐστιν εἰδέναι ἐν μέση τὴ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», δηλαδή: «Εἶναι καλλίτερο νὰ δοῦμε στὴ μέση της πόλεως νὰ βασιλεύει τὸ φακιόλι τῶν Τούρκων παρὰ ἡ λατινικὴ καλύπτρα (ἡ τιάρα τοῦ Πάπα)».
Ο κορυφαῖος βυζαντινολόγος Steven Runciman, ὑποστηρίζει ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν τόσο ἐξωφρενικὰ ὅσο ἀρχικῶς ἀκούγονταν.
Ἦταν καλύτερο νὰ ὑποταχθεῖ ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμὸς ἑνιαῖος στοὺς Τούρκους, παρὰ νὰ ἐπιβιώσει ἕνα μέρος του, τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν διασπασμένο καὶ προσδεμένο στοὺς Λατίνους. Ἡ προοπτικὴ βοήθειας ἀπὸ τὴ Δύση ἦταν μικρή. Ἀλλὰ καὶ κανένας Ἕλληνας δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ παραδοθεῖ ἀμαχητὶ στοὺς Τούρκους, ὅπως καὶ κανένας ἀμερόληπτος παρατηρητὴς δὲν μποροῦσε νὰ ἀμφιβάλει ὅτι ἡ πτώση τῆς Πόλεως ἦταν ἁπλῶς θέμα χρόνου. Ἔπρεπε λοιπὸν οἱ Ἕλληνες νὰ συσπειρωθοῦν γύρω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὥστε νὰ ἐπιζήσουν ὡς Ἔθνος. Τὰ γεγονότα τελικὰ ἐπιβεβαίωσαν αὐτὴν τὴν ἄποψη.
Ὁ Μωάμεθ, μόλις μπῆκε στὴν Πόλη, συνάντησε τὸν Λουκᾶ Νοταρά,τὸν ὁποῖο προόριζε γιὰ βοηθό του στὴ διοίκηση τῆς Πόλης, καθὼς γνώριζε τὴν ἀνθενωτικὴ στάση του καὶ αὐτὸ τὸν βόλευε πολύ. Ἀμέσως μετά, ὑποχρέωσε τὸν Δούκα καὶ τὴν οἰκογένειά του νὰ μείνουν σὲ κὰτ ? οἶκον περιορισμό, περισσότερο γιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ μένος τῶν στρατιωτῶν παρὰ γιατί κινδύνευε ἀπὸ τὸν Νοταρά.
Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Μωάμεθ τὸν πληροφορεῖ καὶ τὸν συμβουλεύει νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Νοταρά, νὰ τοῦ ἀποστείλει στὸ χαρέμι τὸ ὡραιότατο δεκατετράχρονο ἀγόρι του, ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπὸ τὴν ἀρσενικὴ φύτρα τῶν Νοταράδων καί, φυσικά, μὲ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν δοκιμάσει προκειμένου νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴ σημαντικὴ ὑπηρεσία.
Ὁ σουλτάνος λοιπὸν στέλνει μήνυμα στὸν ἔγκλειστο ἄρχοντα: «στεῖλε μου τὸ γιό σου».
Ἡ ἀπάντηση ὅμως εἶναι μία ἀγέρωχη ἄρνηση. Καὶ τότε, μὲ μία νέα διαταγὴ τοῦ Πορθητῆ, ὁ Νοταρᾶς, ὁ γιὸς καὶ ὁ γαμπρὸς τοῦ δέσμιοι ὁδηγοῦνται μπροστά του. Ὁ Μωάμεθ τοῦ ἔδωσε μία ἀκόμα εὐκαιρία, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν πρότασή του: Ἂν ὁ Νοταρᾶς δεχτεῖ νὰ τοῦ δώσει μὲ τὴ θέλησή του τὸ γιό του, ἔσωσε τὴ ζωή του καὶ τὴ ζωὴ τῶν δικῶν του. Ἂν ὄχι, θὰ τοὺς θανατώσει καὶ τοὺς τρεῖς, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Τὴν ἀρνητικὴ ἀπόφαση τοῦ Νοταρᾶ τὴ σφραγίζουν ἡ ἀπόλυτη προσήλωση καὶ χωρὶς περιθώρια συμβιβασμοῦ, στὰ θέματα τῆς ρωμαίικης πίστης καὶ παράδοσης. Ἡ στάση τοῦ ἀπέναντι στὸ θάνατο ἀποτελεῖ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς γνησιότητας τῶν συναισθημάτων του καὶ τῆς γνώμης του ὅτι ἡ ἐπιβίωση τοῦ γένους ἦταν ἀλληλένδετη μὲ τὴν ἐπιβίωση τῆς ὀρθοδοξίας.
Ὁ Νοταρᾶς, φοβούμενος πὼς ὁ θάνατός του θὰ τρομοκρατοῦσε τὸ παιδὶ καὶ πιθανὸν αὐτὸ νὰ λύγιζε καὶ νὰ παραδινόταν ἕρμαιο στὶς διαθέσεις τοῦ σουλτάνου, ζητᾶ σᾶ χάρη ἀπὸ τὸ σουλτάνο νὰ ἀποκεφαλιστεῖ πρῶτα ὁ γιός του, ὁ γαμπρός του καὶ μετὰ ὁ ἴδιος…
Ποιὰ ψυχὴ θὰ ἄντεχε μπροστὰ σ` αὐτὸν τὸν πατρικὸ σπαραγμὸ μὲ τὸ ὑπέρτατο μεγαλεῖο της τιμῆς, τῆς ἠθικῆς καὶ τοῦ ἀνδρικοῦ σθένους, ποὺ προτίμησε νὰ δεῖ τὰ κεφάλια τῶν ἀγαπημένων του νὰ κυλοῦν στὰ πόδια του, ξέροντας ὅτι τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τὴν πῆρε ὁ ἴδιος. Κι αὐτὸ διότι ὡς ὑπερήφανος Ἕλληνας πατέρας διάλεξε τὸν τίμιο θάνατο γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του, παρὰ τὴν ἄτιμη ζωὴ μέσα στὸ ἁμαρτωλό, ἀτιμωτικὸ χαρέμι τοῦ Σουλτάνου. Καλύτερα νεκροὶ καὶ δοξασμένοι, παρὰ ζωντανοὶ καὶ ἀτιμασμένοι…
Ἡ γυναίκα του καὶ ἡ κόρη τοῦ πουλήθηκαν σκλάβες, μὰ ἡ ἀνδρικὴ τιμὴ τῶν Νοταράδων δὲν κηλιδώθηκε.
Κατὰ τὸν Στῆβεν Ράνσιμαν: «Μακροπρόθεσμα, ἡ ἱστορία ἐπιδικάζει ὅτι: Ἡ «ὑπὸ τέφραν» ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὸ ξαναγέννημά του, ὀφείλονται στὴ μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἕνωσης, ἐπίσπευση τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Θέση καὶ ἡ στάση τοῦ Νοταρᾶ δικαιώνεται. Πολιτικὴ ὀξύνοια ἢ ἄκρατος θρησκευτικὸς φανατισμός, ποῦ ταυτίστηκε μὲ σωστὴ τοποθέτηση; Ὁ Νοταρᾶς, παίρνοντας θέση κατὰ τῆς ἕνωσης, ὑπάκουε στὸ βαθὺ ἔνστικτό της διαιώνισης τῆς φυλῆς, ἀνέκκλητα δεμένης μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴν ἱστορικὴ συγκυρία. Ἡ θυσία του, τὸ τραγικό του τέλος, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴ γνησιότητα τῶν αἰσθημάτων του, συνηγοροῦν ὡς ἀπάντηση».
Πέραν ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορική του δικαίωση, τὸ ψυχικό του σθένος, εἶναι παράδειγμα πρὸς τοὺς νέους πολὺ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ «ἢ τᾶν ἢ ἐπὶ τὰς» καὶ ἄλλα εὐτυχῆ παραδείγματα τῆς ἱστορίας μας. «Ἡ θυσία τῶν ἡττημένων ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἐκείνη τῶν ἐλευθέρων».
Ἐρχόμαστε στὰ κατοπινὰ χρόνια, μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση. Ὁ περίφημος Κεφαλλονίτης, λαϊκὸς ἀγωνιστὴς Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ἐπὶ Βαυαροκρατίας, διαπιστώνει ποιοὶ εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ ἄκων προφητεύει, στιγματίζοντάς τους καὶ ὀνομάζοντάς τους «υἱοὺς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως», δηλαδὴ παράνομους καὶ πονηροὺς καὶ ὡς τοὺς κύριους αἴτιους κάθε «κρίσης». Γράφει:«Ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας τῆς Δύσεως εἶναι ὁ ὑπερόπτης, ὁ ἐπηρμένος, ἀλαζονικὸς καὶ ὑπερφίαλος ἀπατεώνας καὶ χλευαστὴς τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας καὶ δραστηριοποιεῖται, μὲ ὕπουλες κινήσεις, ὥστε νὰ ἀνεβάζει σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα καὶ νὰ ἐπιβραβεύει μὲ ἀνταμοιβὲς ἄτομα τῆς ἀπάτης καὶ τῆς διαφθορᾶς. Δὲν ἀναπτύσσει δραστηριότητα μόνο γιὰ νὰ ψηφίζονται νόμοι ὀλεθριότατοι, ποὺ προκαλοῦν καταστροφή, φθορὰ καὶ ἀφανισμό, ἀλλὰ φροντίζει κρυφὰ μὲ ὕπουλες σκέψεις, μηχανορραφίες καὶ δολοπλοκίες νὰ καθιερώνονται πολιτικὰ συστήματα γιὰ τὴν ἀπονέκρωση καὶ τὸν πλήρη μαρασμὸ σὲ ὅλους τους τομεῖς, ὥστε μὲ τὴν γενικὴ ἔνδεια, τὴν ἔλλειψη τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων, τὴ φτώχεια καὶ τὴν πλήρη καταστροφὴ οἰκονομικὴ καὶ ἠθικὴ τῶν λαῶν ποὺ ἐπιβουλεύεται καὶ σκευωρεῖ σὲ βάρος τους, νὰ μπορεῖ ὁ δόλιος νὰ ἐνεργεῖ, ὥστε νὰ καταδυναστεύεται ὁ λαός, ἐνῶ αὐτὸς ὑποκρίνεται τὸν φίλο καὶ σύμμαχο προκειμένου νὰ διορθώσει τὰ ἐπικείμενα δεινὰ καὶ τὶς ἐπαπειλούμενες συμφορές. Καὶ δραστηριοποιεῖται ἔτσι ὥστε νὰ φέρνει χρεοκοπία στὰ ταμεῖα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὕπουλα καὶ δόλια, ὥστε νὰ ἐπιβραβεύονται καὶ νὰ μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ Ταμεῖο τοῦ Κράτους καὶ ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ ἐπιβουλευόμενου λαοῦ πολλὰ ὄργανα τῆς προδοσίας».
Ἡ ἀντικαθεστωτικὴ κατὰ τῆς Βαυαροκρατίας δράση του, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνατροπή της, τὸν ὁδήγησε στὴ φυλακή. Ὡστόσο, ἡ βαθυστόχαστη καὶ ὀρθόδοξη πολιτικοοικονομικὴ διαμαρτυρία τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτη καλύπτει τὶς συμπεριφορὲς τῶν προβατόσχημων λύκων ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Εὐρωπαίων σταυροφόρων μέχρι σήμερα.
Ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἀνωτέρω προσώπων, πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποκαλύπτεται ἡ ξεκάθαρη ἐχθρικὴ στάση τῶν Δυτικῶν, βγαίνει τὸ συμπέρασμα πώς, γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ἕνας λαός,τονίζεται ἡ ἀνάγκη νὰ διακατέχεται ἀπὸ σύνεση καὶ θάρρος γιὰ αὐτοέλεγχο. Ἀρετὲς πού, ὅταν λείπουν ἰδιαίτερα στὶς κρίσιμες ἱστορικὲς στιγμές, ἡ καταστροφὴ εἶναι ἀναμενόμενη.Καὶ ἔλειψαν τότε καὶ λείπουν καὶ σήμερα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές μας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαό, πλανεμένο τεχνηέντως ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες τεχνοκράτες. Καὶ παρέμεινε μόνο ἡ ἀλληλοκατηγορία καὶ ἡ ἐπίρριψη τῶν εὐθυνῶν τῆς κακῆς πορείας τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Παρέμεινε ἡ ἔλλειψη τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ἡ δυσκολία ἐπικοινωνίας. Ἡ Ἑλλάδα, θύμα καὶ «ὑποζύγιο» τῶν ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοπίστων καὶ δὴ τῶν «φίλων» Εὐρωπαίων τῆς Δύσεως, πορεύεται τὸ νέο Γολγοθὰ καὶ φυσικὰ μὲ ἄγνωστο τέλος.
Σήμερα, ἡ ἑλληνικὴ κρίση εἶναι κρίση ἰδιαίτερης μορφῆς. Πρόκειται περισσότερο γιὰ μία συνολικὴ ἐθνικὴ κρίση ταυτότητας, μέσα στὸ χείμαρρο τῆς ἰσοπέδωσης τῶν πάντων, ὁ ὁποῖος κατακλύζει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὅπου ἡ ξεκάθαρη ἐπικράτηση ἑνὸς ἀλλότριου πολιτισμοῦ προκαλεῖ ἀνεξέλεγκτες σπασμωδικὲς ἀντιδράσεις, πέρα ἀπὸ κάθε ἱστορικό, ἠθικό, φυσικό, ἀνθρωπιστικὸ πλαίσιο καὶ κάθε ἱεραρχικὴ δομή. Τὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι τὸ στενὰ οἰκονομικὸ θέμα, ποὺ ἀπασχολεῖ αὐτὸν τὸν καιρὸ τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο. Οἱ μεταβιβάσεις πόρων καὶ οἱ κάθε εἴδους δανεισμοὶ καὶ συμφωνίες δὲν πρόκειται νὰ λύσουν τὸ πρόβλημα, ἂν δὲν προηγηθεῖ μία συνειδητοποίηση τῆς ταυτότητάς μας, τῶν πολιτιστικῶν αἰτίων, ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ ποὺ ἀκυρώνουν τὶς συνήθεις συνταγὲς γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς κρίσης. Ἀλλιῶς, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἀναζητάει συνεχῶς «κατανόηση» γιὰ τὰ προβλήματά της, ἐνῶ οἱ ἑταῖροι θὰ ἀγανακτοῦν, ὅπως ἤδη συμβαίνει, γιὰ τὴ μὴ συμμόρφωσή μας πρὸς τὶς ὁδηγίες τους, ἀπειλώντας μας γιὰ πλήρη ἐξουθένωση καὶ ταπείνωση.
Η κρίση ποὺ βλέπουμε σήμερα εἶναι ἡ κατάληξη μίας μακραίωνης ἀναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμῶν, δύο διαφορετικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὴ ζωή. Στὶς ἡμέρες μας, ὑπάρχει ἡ τάση, μᾶλλον ἡ βεβαιότητα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Ἕλληνες, πὼς εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ καὶ ὑποβαθμίζονται οἱ διαφορὲς Ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης. Τονίζεται ἡ «κοινὴ εὐρωπαϊκὴ κληρονομιά», ποὺ δῆθεν δένει τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἐρήμην του ἑλληνικοῦ λαοῦ, διεξάγεται ἕνας προπαγανδιστικὸς βομβαρδισμός, μὲ κεντρικὸ μήνυμα ὅτι ἡ Ἑλλάδα δὲν μπορεῖ, δὲν πρέπει νὰ ζήσει χωρὶς καὶ ἔξω ἀπ` αὐτὸ τὸ σύστημα. Ἡ πράξη ὅμως καὶ ὁ παρερχόμενος χρόνος διαψεύδουν αὐτὴν τὴν ἄποψη.
Μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση, ἀλλὰ κυρίως τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἐπέδραμε δριμύτατα μὲ ὕπουλο τρόπο στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς Ρωμιοσύνης, στὸν τόπο ποὺ καλλιεργήθηκε καὶ ἄνθισε τὸ ἡρωικὸ ἀσκητικὸ φρόνημα, ἐπέδραμε, τὸ ὑλιστικό, εὐδαιμονιστικὸ καὶ μηχανιστικὸ ρεῦμα τῆς ἀχρίστιανης Δύσης καὶ μᾶς «μάγεψε», μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθετε καὶ μᾶς παρέλυσε ψυχικὰ καὶ πνευματικά. Ἐμᾶς, τὰ ἀνέτοιμα καί, μὲ τὴ μεγάλη εὐθύνη τῶν πνευματικῶν ποιμένων, ἐν ἀγνοία εὑρισκόμενα λογικὰ πρόβατα. Διότι ἄφησαν ἀμέτοχο, ἀκατήχητο τὸ λαό, μακριὰ ἀπὸ τὴ γνώση καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ἐχθρῶν της πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Καὶ συντρέχουν καὶ συνεδριάζουν καὶ συντρώγουν καὶ συναποφασίζουν ἀνενόχλητοι μὲ τοὺς ἀπογόνους τῶν ἴδιων ἀμετανόητων καὶ «ἐπηρμένην ἐχόντων τὴν ὀφρὺν» πάσης φύσεως αἱρετικῶν της Δύσεως, θέτοντας στὴν ἴδια ζυγαριὰ τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι, τὴ μία καὶ μοναδικὴ Κιβωτὸ Σωτηρίας, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν αἵρεση, τὸ Χριστὸ μὲ τὸ χρυσό, ἀλλοιώνοντας στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων πίστη καὶ συμβάλλοντας στὴν πλήρη ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ἁγία μας Παράδοση.
Καὶ τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων συνευδοκούντων καὶ ἀπόλυτα συνεργαζομένων μὲ τοὺς πρωτομάστορες τῆς παγκοσμιοποίησης, ποτίστηκε καλὰ μέχρι τὸ μεδούλι τοῦ ὁ Νεοέλληνας μὲ τὰ ὑλικά του νεόδμητου προσώπου, τοῦ εὐρωπαϊκοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο θέλει πλέον νὰ ζεῖ καὶ περισσότερο νὰ φαίνεται. Καὶ πασχίζει νὰ πιστέψει πὼς εἶναι κάποιος ἄλλος ἀπ` αὐτὸ ποὺ εἶναι. Καὶ χωρὶς συναίσθηση αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, βιώνοντας μία παράξενη, πρωτόγνωρη σχιζοφρενῆ κατάσταση ὀντολογικοῦ περιεχομένου(σχίζω τὰς φρένας, δήλ. τὴ λογική, τὸ νοῦ=τὰ ἔχω χαμένα, εἶμαι ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν ξέρω ποιὸς εἶμαι), ἀποποιεῖται τῆς ἱστορίας καὶ τῶν προγόνων του. Γίνεται εὔκολο θύμα στὶς νέου τύπου ἐπιδρομές, ὑποβαθμίζοντας τὰ ἱερὰ καὶ ἠρωϊκὰ γεγονότα καὶ πρόσωπα, ποὺ μᾶς παρέδωσαν καθαρὴ τὴν Ἀλήθεια, τὴν Παράδοση, ποὺ ἀκόμη ἀναξίως ἀπολαμβάνουμε.
Εἴμαστε ἄλλοι καὶ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ἢ προσπαθοῦμε νὰ πιστέψουμε πὼς δὲν εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ εἴμαστε. Βλέπουμε καὶ ἀναλύουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν Ἱστορία μας, τὴν πίστη μᾶς μέσα ἀπὸ τὶς προοπτικές της Ἑσπερίας. Κοιταζόμαστε δηλαδὴ σὲ ἕναν καθρέφτη, ποὺ δὲ δείχνει τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ μία ζωγραφιά, ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μας, φτιαγμένο ἀπὸ δυτικοευρωπαϊκὰ ὑλικά. Εἶναι δυνατόν, μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις νὰ διορθώσουμε κάτι ἀπ` ὅλα αὐτά, ἀφοῦ οὔτε καν γνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας;
Εἶναι πλέον ξεκάθαρο ποῦ ὁδηγεῖται ἡ κατάσταση. Δὲν μᾶς ἀποκλήρωσαν οἱ πρόγονοί μας. Ἐμεῖς ἀποποιηθήκαμε τὴν κληροδοσιά τους μὲ κάθε ἀσέβεια καὶ ἐπιπολαιότητα, ἀφοῦ λιγουρευτήκαμε τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρά της Δύσης, ἐγκαταλείποντας μὲ φανερὴ προδοσία τὴν ἁγιασμένη φύτρα μας. Καὶ τὸ κατρακύλισμα συνεχίζεται μὲ ταχύτητα ποὺ δημιουργεῖ πάταγο, ὁ ὁποῖος, ὅσο δυνατὸς κι ἂν εἶναι, ἀδυνατεῖ νὰ ἀφυπνίσει τὶς καρδιές μας, ποὺ ἔπεσαν σὲ βαριᾶς μορφῆς ἀναισθησία.
Ὅπως ἀνοίξαμε τὸ λόγο στὴν ἀρχὴ μὲ τὸν μεγάλο Φώτη Κόντογλου, κλείνουμε πάλι μὲ τὸν ἴδιο. Λόγια, ποὺ δὲν ἀφήνουν περιθώρια αἰσιοδοξίας, ἀλλὰ γιὰ ὅσους κρατοῦν μέσα τοὺς ἀκόμη ἔστω καὶ λίγη μαγιὰ ἀπὸ τὸ ρωμαίικο, ἀποτελοῦν δυνατὸ σάλπισμα γιὰ ἀφύπνιση καὶ ἔγερση ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς λησμονιᾶς. Διότι ἡ Ἀλήθεια εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ξεσηκώνει:
«… Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λέμε πὼς δὲν πᾶνε καλά, ὁ σημερινὸς κόσμος εἶναι ὁ πιὸ θαυμάσιος, ἡ σημερινὴ ζωὴ εἶναι ἡ πιὸ καλύτερη κι ἡ πιὸ βλογημένη ἀπὸ ὅλες ποὺ πέρασε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σημερινὴ νεολαία (συμπληρώνουμε: καὶ οἱ γέροντες ἀκόμη χειρότερα), εἶναι μεθυσμένη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέμε ἐμεῖς «ἀνηθικότητα» καὶ ποὺ αὐτοὶ τὸ λένε «ἐλευθερία». Τί κάθεσαι λοιπὸν ἐσὺ καὶ τσαμπουνίζεις μὲ τὴν ἠθική σου; Γὶ` αὐτοὺς εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο χάρισμα ἡ ἀνηθικότητα καὶ μποροῦνε νὰ σκοτώνουνε ἐκεῖνον ποὺ χτυπᾶ τὴν «ἐλευθερία» τους. Αἰῶνες ἀγωνιζότανε ὁ ἄνθρωπος , χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀποχτήσει. Καὶ τώρα ποῦ τὴν ἔκανε χτῆμα του, νὰ τὴν ἀφήσει γιὰ τὴν παλαιοντολογικὴ ἠθική μας;
Ποτὲ δὲ μίσησε ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπο τόσο πολύ, ὅσο στὸν καιρό μας. Καὶ τὸν μίσησε στὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς «ἐλευθερίας», ποὺ λέγει πὼς εἶναι τὸ πολύτιμο ἀπόχτημα τῆς ἐποχῆς μας… Ποτὲ ὁ χριστιανὸς (καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, συμπληρώνουμε)δὲν μισήθηκε ὅσο σήμερα, οὔτε ἐπὶ Νέρωνα.
Ποῦ ν’ ἀκούσουνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας (οἱ ἀπόγονοι τῶν Ρωμιῶν)κουβέντα γιὰ Θεό, γιὰ ψυχή, γιὰ ἄλλη ζωή! Ἡ ψυχὴ τοὺς ἔχει παραμορφωθεῖ ὁλότελα ἀπὸ τὶς κάθε λογὴς ἀνοησίες…
Ποιὸς φταίγει γὶ` αὐτὴ τὴν κατάσταση; Ὅλοι μας! Ὅλοι συνεργήσαμε γιὰ νὰ καταντήσει ἡ ζωὴ ἔτσι ποὺ κατήντησε. Ὅλοι δουλέψαμε, γιὰ νὰ χτιστεῖ τοῦτος ὁ τερατώδης πύργος τοῦ Βαβέλ. Ἄλλοι κουβαλήσανε γιὰ πέτρες τὶς πετρωμένες καὶ ἀναίσθητες καρδιές τους, ἄλλοι κουβαλήσανε λάσπη ἀπὸ τὰ κατάβαθά τους, ποὺ φωλιάζουνε τὰ βρωμερὰ πάθη. Ἐκεῖνος ὁ παλιὸς ὁ πύργος τοῦ Βαβὲλ ρήμαξε καὶ ἐξαφανίστηκε. Μὰ τοῦτος θὰ στέκεται ἀσάλευτος κι οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα θὰ τὸν κάνουνε πιὸ ψηλό, μὲ σκοπὸ νὰ χτυπήσουνε τὸ Θεό.
Ἐσεῖς ποὺ θλιβόσαστε καὶ πονᾶτε γὶ` αὐτὴ τὴν κατάσταση, καλὰ κάνετε νὰ λυπόσαστε, μὰ μὴν ὀνειρευόσαστε πὼς θὰ `ρθουνε καλύτερες μέρες γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος τρέχει σὰν τρελός. Κατὰ μὲν τὴ δική του γνώμη ἀνηφορίζει στὸν θρίαμβο, κατὰ δὲ τὴ δική σας γνώμη κατηφορίζει στὰ τάρταρα καὶ στὸν χαμό. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει δίκιο, μονάχα ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει…».
«Στῶμεν καλῶς»! Εἶναι πολὺ σοβαρὴ ἡ κατάσταση! Γιὰ μᾶς τὰ λέει ὁ Κόντογλου. Γιὰ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, γιὰ τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα. Προσοχὴ ὅμως! Γιὰ νὰ τὸν διαψεύσουμε, χρειάζεται ἀπὸ τὴ μία ἡ γνώση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ διαρκὴς προσευχὴ γιὰ τὴ θεία παρέμβαση, ποὺ εἶναι, ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, ἡ μόνη ἐλπίδα, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει ἀπομείνει.
Πέραν αὐτῶν ὅμως, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς μᾶς πρέπει νὰ εἶναι μία: Νὰ παραμείνουμε ἀμετακίνητοι στὸ δρόμο ποὺ μᾶς χάραξαν οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας. Νὰ μὴν ὑπακοῦμε εὔκολα σὲ κανέναν, στοὺς πονηροὺς αὐτοὺς καιρούς. Κανέναν, ὅποιος κι ἂν εἶναι, ὅποιο ἀξίωμα κι ἂν ἔχει, ὅποιες γνώσεις καὶ περγαμηνὲς κι ἂν διαθέτει, ἂν δὲν συμπορεύεται μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε τὸ χρέος μας καὶ τὴν ὑπόσχεση πρὸς τοὺς ἥρωες καὶ μάρτυρες τῆς ρωμαίικης ἱστορικῆς συνέχειας: Πὼς δὲ θὰ πάψουμε, ὅσο ζοῦμε, μὲ κάθε τίμημα, νὰ ἀγωνιζόμαστε στέρεοι καὶ ἀποφασιστικοὶ μέχρι θυσίας, νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Καὶ ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ οἱ ὕστεροι καιροὶ μᾶς προκαλοῦν καὶ μᾶς προσκαλοῦν, νὰ διαμηνύουμε στεντορείως, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιο, τὸ ἀφυπνιστικὸ παρακέλευμα:
«Οὐκ ἀρνησόμεθα σέ, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοῖ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοῖ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπέρ σου τεθνηξόμεθα». Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου