Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
Αυτά
τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, για πολλούς ανθρώπους δεν θα
είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε
θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση
να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους
ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους
χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι
που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες
ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία
στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα
παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι
κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι
μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.
Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὑποθετικὸ σενάριο: Φαντασμαγορικὴ γιορτὴ γενεθλίων στὸ
μεγάλο ἀρχοντικό.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ ἀκριβὰ κουστούμια καὶ φανταχτερὲς
τουαλέτες, μὲ λαμπερὰ κοσμήματα καὶ πολυτελέστατα δῶρα, οἱ καλεσμένοι ὅλοι, καταφθάνουν. Μὲ πλατιὰ χαμόγελα καὶ βαθειὲς ὑποκλίσεις ὁ νοικοκύρης, ἡ νοικοκυρά, τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό, ἡ οἰκογένεια ὅλη, τοὺς βάζουν νὰ πάρουν θέση στὸ μεγάλο στολισμένο τραπέζι. Οἱ μπάντες παίζουν γιορτινὲς μουσικές, τὸ κέφι ἀνεβαίνει κατακόρυφα, τὰ μαχαιροπήρουνα κινοῦνται δραστήρια, τὰ πιάτα πᾶνε κι ἔρχονται βαρυφορτωμένα, τὰ ποτήρια ὑψώνονται. Ἡ τεράστια τούρτα μὲ τὰ κεράκια της ἀναμμένα τοποθετεῖται στὸ κέντρο.
Τότε ἕνας φωνάζει: «Γιὰ ποιὸν γίνεται ὅλο αὐτὸ τὸ πανηγύρι; Ποῦ εἶναι γιὰ νὰ τὸν εὐχηθοῦμε;» Μὰ οἱ νοικοκυραῖοι λένε πὼς τὸ τιμώμενο πρόσωπο …δὲν ὑπάρχει. «Δὲν εἶναι πλέον ἔνοικος τοῦ σπιτιοῦ μας. Τὸν ἔχουμε ἐξορίσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, γιατὶ δὲν ταίριαζε μὲ τὴ ζωή μας. Μᾶς ἀναστάτωνε ὁ τρόπος του. Δὲν τὸν θέλαμε ἀνάμεσά μας. Μὲ τὸν καιρὸ ξεχάσαμε καὶ τὴ μορφή του καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμα. Μὰ ἡ γιορτὴ ἀπὸ συνήθεια ἔμεινε. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ καταργηθεῖ. Ἔδινε λαμπερὸ χρῶμα στὴν
Ἀπόδοσή στήν νεοελληνική ἀπὸ τὸν φιλόλογο Γεώργιο Ἔξαρχο
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ὅταν
λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά λέμε: «Ὁ Μεσσίας
γεννήθηκε», ἤ «ὁ Βασιλιάς γεννήθηκε», ἤ «ὁ Σωτήρας γεννήθηκε»!
Μέ
τόν χαιρετισμό αὐτό ἰσχυριζόμαστε καί μαρτυροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ὅτι
ἦρθε στόν κόσμο Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἔρθει γιά τή σωτηρία τῆς
γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅτι ἐκτός Αὐτοῦ ἄλλον δέν πρέπει νά
περιμένουμε.
Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὑποσχέθηκε στούς προπάτορές μας ὅταν διώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο,
Ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οἱ ἀσεβεῖς λαοί μόλις πού διαισθάνονταν,
Ἐκεῖνος πού οἱ Ἑβραῖοι προφῆτες ξεκάθαρα προφήτευσαν,
Ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀβοήθητη ἀνθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πονεμένα ἀναστέναζε,
Ἐκεῖνος ἔλαμψε στή γῆ ὅπως ὁ ἥλιος μετά ἀπό μακριά νύχτα.
Κι
ἔτσι ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», μαρτυροῦμε
Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.
«Κατήχησις προς τους Φωτιζομένους, περί Ενανθρωπήσεως».
«Ιωσήφ,
υιός Δαβίδ, μη φοβηθείς παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου. Το γαρ εν
αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το
όνομα αυτού Ιησούν. Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από την αμαρτίαν
αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Κυρίου δια
του προφήτου λέγοντος. Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν,
και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον «μεθ’
ημών ο Θεός»».
Αγνείας σύντροφοι και σωφροσύνης μαθηταί, ας
ανυμνήσωμε με αγνισμένα χείλη τον Θεόν που εγεννήθη από την Πάναγνον
Παρθένον. Εμείς που έχουμε καταξιωθή να μεταλάβωμε την σάρκα του νοητού
προβάτου, ελάτε να μεταλάβωμε την κεφαλήν και τους πόδες. Ως κεφαλήν να
εννοήσωμε την Θεότητα και ως πόδες να εκλάβωμε την ανθρωπότητα. Οι
ακροαταί των αγίων Ευαγγελίων, ας πεισθούμε στον θεολόγον Ιωάννην, ο
οποίος, αφού είπε «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και
Θεός ην ο Λόγος», προσέθεσε. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο». Πράγματι, δεν
είναι ευσεβές ούτε να τον προσκυνούμε ως απλόν άνθρωπο, ούτε να
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Πατάπιος γεννήθηκε στην Θήβα της Άνω Αιγύπτου από πλούσιους και ευσεβείς γονείς από τους οποίους πήρε χριστιανική αγωγή και αξιόλογη παιδεία. H αγάπη του Χριστού έφλεγε το είναι του και έτσι αναχώρησε σε νεαρή ηλικία για να ασκηθεί στην έρημο ποθώντας την ένωσή του με τον Θεό. H αδιάλειπτη προσευχή και ή μελέτη των Θείων Γραφών πλαισίωναν την ασκητική του πρακτική την οποία χαρακτήριζαν ή σκληραγωγία, η αυστηρή νηστεία, η νέκρωση των σαρκικών επιθυμιών. Έτσι έγινε ο αληθινός άνθρωπος του Θεού και απέκτησε ουράνια χαρίσματα και ιαματική δύναμη που τον έκανε αγαπητό και περιζήτητο στον λαό του Θεού.
Επειδή όμως η πνευματική του πορεία συναντούσε εμπόδια
Όλα είναι χωρίς πληρωμή, χωρίς κόπο.Αρκεί να πεινάς και να διψάς πνευματικά
Ομιλία π. +Αθανασίου Χατζή
Κατά Λουκᾶ ΙΗ΄ 18-27
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ πλούσιος νεανίσκος μὲ τὶς πνευματικὲς ἀνησυχίες γιὰ τὴν
αἰώνια ζωὴ (Ματθ. 19, 16-24) ἔρχεται στὸ προσκήνιο ξανά. Ὅταν διαπιστώνει ὅτι, γιὰ νὰ εἶναι τέλειος, πρέπει νὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς ὅλα του τὰ πλούτη, φεύγει λυπημένος. Καὶ ὁ Χριστὸς λέει: Πόσο δύσκολα μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ πλούσιοι! (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ).
Ποιὸ εἶναι τὸ ἐμπόδιό τους; Ὁ πλοῦτος; Ὄχι ἀκριβῶς. Ἂν ἦταν ἔτσι, κάθε πλούσιος θὰ πήγαινε στὴν κόλαση καὶ κάθε
φτωχὸς στὸν παράδεισο. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό. Ὁ πλοῦτος δὲν ἐμπόδισε σὲ τίποτε τὸν Ἰὼβ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (Ἰὼβ 1, 1). Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ πρόσθετε πλούτη πάνω στὰ πλούτη. Πότε τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεός; Ὅταν βλέπει ὅτι ὁ πλοῦτος διασκορπίζεται σὲ ὅσους τὸν χρειάζονται, ἀντὶ νὰ παγιδεύει