π. Δημητρίου Μπόκου
Ἕνας πλούσιος νεαρὸς νοιαζόταν γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, καὶ ἀγαπήσεις τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Στὴν ἐρώτησή του τί ἄλλο περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ πουλήσει, ἂν θέλει, τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἀκούγοντάς το ὅμως αὐτὸ ὁ πλούσιος «ἀπῆλθε λυπούμενος. Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου).
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νεαρὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ἕνας ἄλλος νεαρός, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, πούλησε τὴν περιουσία του, τὴ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Πολλοὶ ἅγιοι ἔκαμαν τὸ ἴδιο καὶ ἔγιναν ἑκούσια φτωχοί. Καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος ἔδωσε ὅλη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ φτιάξει μιὰ τεράστια ὑποδομὴ πρόνοιας γιὰ τοὺς φτωχούς, τὴν περίφημη Βασιλειάδα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποτάσσονται τὸν κόσμο, ἀσπάζονται τὴν ἀκτημοσύνη. Ἀποδεσμεύονται ἀπὸ κάθε μικρὴ ἢ μεγάλη ἰδιοκτησία ποὺ τοὺς δένει μὲ τὰ ἐγκόσμια.
Ὁ Χριστὸς λέει στὸν πλούσιο νεανία δύο πράγματα. Πρῶτα τὸ αὐτονόητο.
Τὸν κανόνα ποὺ δόθηκε γιὰ ὅλους. Τὸ κοινὸ μέτρο ποὺ δὲν μπορεῖ κανένας νὰ παρακάμψει. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕνα τίμημα καὶ χωρὶς αὐτὸ κανένας δὲν εἰσέρχεται σ’ αὐτήν. Τὸ κοινὸ ἄθλημα γι’ αὐτὴν εἶναι οἱ βασικὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ φονεύσεις» κ. λ. π. Τὸ δεύτερο ποὺ λέει ὁ Χριστὸς εἶναι κάτι παραπάνω. Ἡ ἐξαίρεση τοῦ κανόνα καὶ ἀπευθύνεται σὲ λίγους. «Οἷς δέδοται». Δὲν εἶναι μέτρο γιὰ
τοὺς πολλούς, ἀλλὰ μόνο γιὰ κάποιους ἐκλεκτούς, στοὺς ὁποίους, λόγῳ τῆς καλῆς τους διάθεσης, δόθηκε νὰ ἐμβαθύνουν περισσότερο στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, ἀποξενώσου ἀπὸ ὅ,τι ἔχεις καὶ ἀκολούθησέ με».
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ πράγματα εἶναι ἡ βάση. Πρέπει νὰ τὴν πιάσουν ὅλοι γιὰ νὰ περάσουν. Τὸ δεύτερο ἡ τελειότητα. Θὰ τὴν ἐπιδιώξουν οἱ ἄριστοι. Τὸ πρῶτο εἶναι οἱ φόροι ποὺ πληρώνουν ὑποχρεωτικὰ στὸν ἄρχοντά τους οἱ ὑπήκοοι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ προνόμια τοῦ ἐλεύθερου πολίτη. Τὸ δεύτερο εἶναι τὰ δῶρα ποὺ προαιρετικὰ καὶ ἀπὸ δική τους διάθεση τοῦ προσφέρουν ὅσοι θέλουν μιὰ διαφορετικὴ σχέση μαζί του. Ὅπου θὰ πρυτανεύει ἡ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ φόβος. Γίνεται νὰ μὴν πληρώσει κάποιος τοὺς φόρους καὶ νὰ μὴν τιμωρηθεῖ; Ὄχι.
Ἔτσι καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δόθηκαν γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὴν τήρησή τους κανένας. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ὄχι μόνο δίνουν τοὺς φόρους, ἀλλὰ προσφέρουν ἀπὸ πάνω καὶ δῶρα. Καὶ ἀξιώνονται μεγάλης τιμῆς, χαρισμάτων καὶ ἀξιωμάτων.
Οἱ ἅγιοι δὲν φύλαξαν μόνο τὶς ἐντολές, ἀλλὰ πρόσφεραν καὶ δῶρα στὸν Θεό.
Δῶρα εἶναι ἡ παρθενία καὶ ἡ ἀκτημοσύνη. Δὲν εἶναι γραμμένο πουθενὰ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ: «Μὴν παντρευτεῖς, μὴν κάνεις παιδιά». Οὔτε πάλι τὸ «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα» δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸν πλούσιο ὡς ἐντολή, ἀλλὰ ὡς συμβουλή.
Λέγοντάς του «ἂν θέλεις», ἔδειξε ὅτι ἁπλῶς συμβουλεύει, παρακινεῖ σὲ κάτι παραπάνω, δὲν προστάζει (αββᾶς Δωρόθεος).
Δὲν θὰ κατηγορηθεῖς ἂν δὲν φτάσεις στὴν κορυφή. Ἂν δὲν πιάσεις ὅμως οὔτε τὴ βάση, θὰ κριθεῖς σίγουρα ἀπορριπτέος.
Καλὴ ἑβδομάδα!
πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Στὴν ἐρώτησή του τί ἄλλο περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ πουλήσει, ἂν θέλει, τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἀκούγοντάς το ὅμως αὐτὸ ὁ πλούσιος «ἀπῆλθε λυπούμενος. Ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου).
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νεαρὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ἕνας ἄλλος νεαρός, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, πούλησε τὴν περιουσία του, τὴ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Πολλοὶ ἅγιοι ἔκαμαν τὸ ἴδιο καὶ ἔγιναν ἑκούσια φτωχοί. Καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος ἔδωσε ὅλη τὴν περιουσία του γιὰ νὰ φτιάξει μιὰ τεράστια ὑποδομὴ πρόνοιας γιὰ τοὺς φτωχούς, τὴν περίφημη Βασιλειάδα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποτάσσονται τὸν κόσμο, ἀσπάζονται τὴν ἀκτημοσύνη. Ἀποδεσμεύονται ἀπὸ κάθε μικρὴ ἢ μεγάλη ἰδιοκτησία ποὺ τοὺς δένει μὲ τὰ ἐγκόσμια.
Ὁ Χριστὸς λέει στὸν πλούσιο νεανία δύο πράγματα. Πρῶτα τὸ αὐτονόητο.
Τὸν κανόνα ποὺ δόθηκε γιὰ ὅλους. Τὸ κοινὸ μέτρο ποὺ δὲν μπορεῖ κανένας νὰ παρακάμψει. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕνα τίμημα καὶ χωρὶς αὐτὸ κανένας δὲν εἰσέρχεται σ’ αὐτήν. Τὸ κοινὸ ἄθλημα γι’ αὐτὴν εἶναι οἱ βασικὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ φονεύσεις» κ. λ. π. Τὸ δεύτερο ποὺ λέει ὁ Χριστὸς εἶναι κάτι παραπάνω. Ἡ ἐξαίρεση τοῦ κανόνα καὶ ἀπευθύνεται σὲ λίγους. «Οἷς δέδοται». Δὲν εἶναι μέτρο γιὰ
τοὺς πολλούς, ἀλλὰ μόνο γιὰ κάποιους ἐκλεκτούς, στοὺς ὁποίους, λόγῳ τῆς καλῆς τους διάθεσης, δόθηκε νὰ ἐμβαθύνουν περισσότερο στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, ἀποξενώσου ἀπὸ ὅ,τι ἔχεις καὶ ἀκολούθησέ με».
Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ πράγματα εἶναι ἡ βάση. Πρέπει νὰ τὴν πιάσουν ὅλοι γιὰ νὰ περάσουν. Τὸ δεύτερο ἡ τελειότητα. Θὰ τὴν ἐπιδιώξουν οἱ ἄριστοι. Τὸ πρῶτο εἶναι οἱ φόροι ποὺ πληρώνουν ὑποχρεωτικὰ στὸν ἄρχοντά τους οἱ ὑπήκοοι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ προνόμια τοῦ ἐλεύθερου πολίτη. Τὸ δεύτερο εἶναι τὰ δῶρα ποὺ προαιρετικὰ καὶ ἀπὸ δική τους διάθεση τοῦ προσφέρουν ὅσοι θέλουν μιὰ διαφορετικὴ σχέση μαζί του. Ὅπου θὰ πρυτανεύει ἡ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ φόβος. Γίνεται νὰ μὴν πληρώσει κάποιος τοὺς φόρους καὶ νὰ μὴν τιμωρηθεῖ; Ὄχι.
Ἔτσι καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δόθηκαν γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Δὲν ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὴν τήρησή τους κανένας. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ὄχι μόνο δίνουν τοὺς φόρους, ἀλλὰ προσφέρουν ἀπὸ πάνω καὶ δῶρα. Καὶ ἀξιώνονται μεγάλης τιμῆς, χαρισμάτων καὶ ἀξιωμάτων.
Οἱ ἅγιοι δὲν φύλαξαν μόνο τὶς ἐντολές, ἀλλὰ πρόσφεραν καὶ δῶρα στὸν Θεό.
Δῶρα εἶναι ἡ παρθενία καὶ ἡ ἀκτημοσύνη. Δὲν εἶναι γραμμένο πουθενὰ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ: «Μὴν παντρευτεῖς, μὴν κάνεις παιδιά». Οὔτε πάλι τὸ «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα» δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸν πλούσιο ὡς ἐντολή, ἀλλὰ ὡς συμβουλή.
Λέγοντάς του «ἂν θέλεις», ἔδειξε ὅτι ἁπλῶς συμβουλεύει, παρακινεῖ σὲ κάτι παραπάνω, δὲν προστάζει (αββᾶς Δωρόθεος).
Δὲν θὰ κατηγορηθεῖς ἂν δὲν φτάσεις στὴν κορυφή. Ἂν δὲν πιάσεις ὅμως οὔτε τὴ βάση, θὰ κριθεῖς σίγουρα ἀπορριπτέος.
Καλὴ ἑβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου