♰ π. Ἀθανασίου Χατζῆ
Εἶναι σύγχρονος Ἅγιος κι ἔχουμε πολλὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ μικρὰ του χρόνια. Δὲν εἶναι ὅπως παλιὰ ποὺ ἔμενε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα νὰ διαδώσουν κάτι. Ἐδῶ ἔχουμε στοιχεῖα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὰ ἔζησαν. Καί, μάλιστα, συγκεκριμένα θὰ πῶ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου.
Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι ἀπαρατήρητοι ποὺ γνώριζαν πάρα πολλὰ πράγματα. Εἶχα γνωρίσει κι ἐγὼ ἕναν ἀπὸ αὐτούς. Κάποιον Μάρκο, ἕνας τορναδόρος ἦταν. Καθόταν ἐκεῖ στὴ γωνία πίσω ἀπὸ τὸ «Χατζηκώστα», πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, κάτω ἐκεῖ πέρα, καὶ κάποτε θέλησα νὰ τὸν πάω μιὰ βόλτα ἐκεῖ κάτω στὸ παραλίμνιο καὶ νὰ πᾶμε στὴ Μητρόπολη γιὰ τὸν ἑσπερινό. Κι ὅταν τὸν πέρασα ἀπὸ τὸ στενό, ἕνα στενὸ ποὺ εἶναι ἐκεῖ πέρα, ἄρχισε νὰ χτυπιέται καὶ νὰ μοῦ λέει: «Μπά! Μπά!».
«Τί ἔπαθες;» τοῦ εἶπα. «Αὐτὸ εἶναι τὸ στενὸ ποὺ ἔλεγε ὁ πατέρας μου ὅτι πέρασαν τὸν Ἅγιο!» Καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ ἀραδιάζει ὅσα ἤξερε ὁ πατέρας του ποὺ ἦταν ἐν ζωή, ὅταν ἔζησε ὁ ἅγιος.
Ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ ξέρουμε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ ἅγιος εἶχε ὀρφανέψει, ἀπὸ 8 χρονῶν, καὶ μπῆκε σ’ αὐτὸ ποὺ λέμε ζωή. Σήμερα λιγάκι τὰ παιδιά, ὄχι 8, ἀλλὰ 38 θὰ πᾶνε καὶ τὰ ἔχουμε μὴν πάθουν τίποτα. Ἔτσι γίνεται σήμερα. Ἂν ἕνα παιδὶ τὸ παίρνεις λιγάκι ἔτσι, καὶ θὲς νὰ σπουδάσει καὶ θὲς νὰ τὸν ταΐζεις, ἂν μπορεῖς, μέχρι νὰ διοριστεῖ καὶ νὰ βγει στὴ ζωή, ὕστερα νὰ βγάλει αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ βγάλει, ἄλλο πράγμα αὐτό.
Πάντως, ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μάνα καὶ πατέρα ἀπὸ 8 χρονῶν κι ἄρχισε νὰ τὸν χτυπάει ἡ ζωή· νὰ τὸν χτυπάει αὐτὸ ποὺ λέγεται κοινωνία, τὸ κουρμπέτι τῆς κοινωνίας. Τὸ πανεπιστήμιο τῆς κοινωνίας. Τὸν ἔκανε τετραπέρατο, ἀλλὰ ἀθόρυβο. Ζεῖ μὲς στὸν κόσμο, δίχως νὰ ἔχει τὰ τοῦ κόσμου μέσα του. Δίχως νὰ ἔχει αὐτὴν τὴν ροπὴ ποὺ εἶχαν πάρα πολλοί. Γιατὶ ἦταν καὶ στὰ Γιάννενα καὶ Χριστιανοὶ καὶ ποὺ θρήσκευαν καὶ τὰ εἶχαν ἕνα μὲ τοὺς μπέηδες, μὲ τοὺς ἀγάδες, μὲ τοὺς Τουρκαλάδες καὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους, τὰ εἶχαν μιὰ χαρά. Δὲν τὰ χάλαγαν. Ἔρχεται, ὅμως, ὁ Νε- ομάρτυς Γεώργιος μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν μεγάλωσε κι ἔγινε αὐτὸς ὁ χοσμηκιάρης- τὸν λέγαν κάποτε ἱπποκόμο, δὲν εἶναι ἱπποκόμος. Εἶναι χοσμηκιάρης. Ἔχουμε χοσμηκιάρη λέγανε- καὶ τὸν πῆρε αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔδειξε πὼς ἦταν καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι δὲν πίστευαν ὅτι εἶναι πραγματικὰ Χριστιανός. Τὸν πῆρε, λοιπόν, ὑπηρέτη σπίτι του, ὅταν ἦρθε ὁ ἅγιος ἀπὸ τὰ Γρεβενά, καὶ τὸν εἶχε πραγματικὰ συνέχεια ἀπὸ κοντὰ του ἀπὸ ἐδῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ.
Βλέπουμε ἐδῶ στὰ Γιάννενα νὰ εἶναι καὶ δεσποτάδες καὶ παπάδες καὶ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ μὴν ἔχει κανένας τὸ θάρρος νὰ ὀμολογήσει. Μὲ φόβο ἦταν, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν Ἅγιο τὸν πέρασαν ἀπὸ κάτω, ἀπὸ φόβο τὸ ἔκαναν, γιὰ νὰ μὴν τὸν περάσουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἀβέρωφ καὶ συγκρουστοῦν στὰ μαγαζιὰ τῶν Τουρκαλάδων καὶ τῶν Ἑβραίων καὶ ποῦν: «Ἐμεῖς τὸν κρεμάσαμε, ἐσεῖς τὸν πανηγυρίζετε!». Καὶ ξέρετε ὅτι τρεῖς μέρες ποὺ ἔμεινε πάνω στὴν ἀγχόνη ἦταν 14 τοῦ μηνὸς ποὺ μαρτύρησε καὶ τὸ βάλανε 17, γιὰ νὰ ἔχουν μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Αντωνίου, γιὰ νὰ τοὺς μπερδέψουν καὶ νὰ ποῦν ὅτι πανηγυρίζουν τὸν Ἅγιο Αντώνιο. Δὲν πειράζει, ἂν εἶναι 2-3 ἡμέρες ἀργότερα, καὶ μῆνες ἀκόμα, ὅταν γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸν τιμᾶ τὸν Ἅγιο. Αὐτὰ γιὰ μένα εἶναι κάτι τελείως ἀσήμαντο.
Καὶ βλέπουμε ὅτι αὐτὸς μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ πιὸ περιφρονημένος, γιατὶ ὁ χοσμηκιάρης ἦταν τοῦ κλότσου καὶ τοῦ μπάτσου, δουλεύοντας στὰ χάνια. Μὴν κοιτᾶτε τὰ Γιάννενα ποὺ εἶναι τώρα ἔτσι κι ἔχουν γίνει πύλες. Ξέρετε πόσα χάνια ἦταν στὴν ὁδὸ Ἀβέρωφ; Ξέρετε πόσα χάνια ἦταν ἐδῶ κάτω ἀπὸ τὰ Λιθαρίτσια; Καὶ πόσα ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ πρὸς τὸ Γυαλὶ Καφενέ; Παντοῦ χάνια. Ἔπαιρναν τὰ ζῶα, τὰ ἔβαζαν μέσα καὶ παντοῦ χάνια ἦταν. Συγκεντρώνονταν, λοιπόν, ἐκεῖ καὶ δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἅπλα τῆς πόλεως.
Καὶ βλέπουμε, λοιπόν, νὰ εἶναι πιστὸς καὶ σταθερὸς καὶ νὰ εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς ἐκεῖ στὸν ἀφέντη, γιατὶ ἴσως ἤξερε ὅτι κάπου στὴν Ἁγία Γραφὴ λέει ὁ Χριστὸς:
«Μὴν κοιτᾶτε αὐτὸν ποὺ ὑπηρετεῖτε τί εἶναι. Κάντε αὐτὸ ποὺ μπορεῖτε καί μὴν ἀγανακτήσετε. Κάντε τὸ καθῆκον σας, μά, ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι αὐτός, γιατὶ εἶναι σὰν νὰ τὸ κάνεις σ’ Ἐμένα». Ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐκεῖνος. Περνοῦσε αὐτὸ τὸ πράγμα μυστικὰ ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ τὸν ὑπηρετήσει. Τώρα αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ ξέρω σίγουρα, ἀλλὰ τὰ ζοῦσε, ἴσως χωρὶς νὰ τὰ ἔχει διαβάσει. Ἔπαιρνε λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὰ ἐφάρμοζε, δίχως νὰ ξέρω κατὰ πόσο γνώριζε τὴ Γραφή. Γιατί, λόγω ὅλης αὐτῆς τῆς δυστυχίας καὶ ὅλα τὰ χτυπήματα ποὺ πέρασε, δὲν ξέρω ἂν πῆγε σχολεῖο. Δὲν φαντάζομαι. Γιατὶ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ τέτοιες φτώχιες εἴτε λίγο εἴτε πολύ, ἔχουμε γευτεῖ καὶ γνωρίζω τὰ πράγματα, πῶς εἶναι νὰ εἶσαι ἐκτεθειμένος καὶ ἕρμαιο μὲς στὸν κόσμο. Πάλι καλὰ ποὺ πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐνῶ πέφτουν θύματα κλοπῆς, στὸ τέλος καταλήγουν νὰ γίνονται τὰ ἀντίθετα. Ἀγωνίζονται πραγματικὰ καὶ σκληρὰ καὶ γίνονται ἄνθρωποι πάρα πολὺ χρήσιμοι μέσα στὴν κοινωνία.
Ἔτσι, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, βέβαια, καὶ σὲ ἡλικία, παντρεύτηκε. Αὐτός, λοιπόν, ὁ γέροντας, ὁ Μάρκος, ὁ μακαρίτης, μοῦ εἶπε- ἐδῶ λιγάκι ἴσως διαφωνήσει κανένας ποὺ μὲ ἀκούει μέσα στὰ Γιάννενα- «Τὸ σπίτι τοῦ Νεομάρτυρα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι τώρα». Ἂν ἕνας χοσμηκιάρης, ἂν ἕνας ἱπποκόμος εἶχε ἕνα τέτοιο σαράι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δὲν θὰ ἦταν ἱπποκόμος. Νὰ τὸ πάρουμε λογικὰ τὸ πράγμα.
Ἦταν ὅπως μπαίνουμε ἀπὸ τὸ Γηροκομεῖο, πιὸ μέσα ἔχει μιὰ πολυκατοικία, ἂν θυμᾶται κανένας, ποὺ ἦταν μιὰ καμάρα καὶ μιὰ καρυδιὰ στὸ πίσω μέρος, λίγο πιὸ πρὶν ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ τώρα λένε. Ἐκεῖ ἦταν δύο δωμάτια· ἐκεῖ στὸ ἕνα δωμάτιο ζοῦσε ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα κάποια στιγμὴ νὰ φύγει τὸ ἀφεντικὸ του, κάπου πῆγε, ἐκεῖνος ἔμεινε μὲ τὴ γυναίκα του ποὺ ἦταν λεχώνα. Τότε ἔγιναν ὅλες αὐτὲς οἱ ἀναμπουμποῦλες. Ὁρισμένοι ποὺ τὸν ζήλευαν, γιατὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸ ἀφεντικὸ κι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ τὸν γκρεμίσουν, εἶπαν κάποια στιγμὴ ὅτι τοὺς εἶπε αὐτὸς ὅτι δὲν εἶναι Χριστιανός. Καὶ τὸν κάλεσαν καὶ τὸ ξέρετε αὐτὸ ποὺ ἔγινε μετά, ποὺ ἐπέμενε ὅτι εἶναι Χριστιανός. Αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν ὅτι ἄλλαξε κι ὅτι ἔγινε Χριστιανὸς ἀπὸ μουσουλμάνος καὶ πῆρε Χριστιανὴ γυναίκα καὶ ἔχουμε πολλὰ ποὺ δείχνουν ὅτι ἄρχισε νὰ μπαίνει στὸ μαρτύριο. Κι ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἐκεῖ ἀκριβῶς ἦταν τὸ σπίτι του καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ εἶναι τώρα. Μετά, ὅμως, ἀπὸ τὸ μαρτύριό του, ὁ μπέης ποὺ εἶχε αὐτὸ τὸ σαράι, ποὺ λένε ὅτι εἶναι τὸ σπίτι του τώρα, πῆρε τὴ γυναίκα καὶ τὸ παιδὶ καὶ τοὺς ἔβαλε ἐκεῖ καὶ ἔμειναν ἐκεῖ μέσα καὶ λένε, πλέον, ὅτι εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου. Αὐτὰ ἔχω ἐγὼ πληροφορία ἀπὸ τὸν Μάρκο αὐτόν, ποὺ ὁ πατέρας του ζοῦσε κι εἶχε ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ στοιχεῖα. Κι ἔτσι, τὸν πῆραν ἀπὸ ἐκεῖ ὅταν μαρτύρησε καὶ τὸν πῆγαν ἀπὸ κάτω καὶ τὸν ἔθαψαν ἐκεῖ ποὺ εἶναι τώρα ἡ αὐλὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Βλέπουμε, λοιπόν, νὰ ζεῖ καὶ νὰ ὀμολογεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστό. Νὰ ζεῖ μὲ τέτοια ἠρεμία ἐσωτερική, παρ’ ὅτι τὸν χτύπησαν τόσες καὶ τόσες μπόρες, καὶ ἔφτασε νὰ ἀντιμετωπίσει ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ἔρχεται τώρα στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὅταν ὁ Χριστὸς κάπου μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ πολὺς κόσμος καὶ πολλοὶ πλησίαζαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, πολλοὶ παραπονεμένοι, καὶ εἶπε τότε στοὺς μαθητὲς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Δὲν ἐννοοῦσε αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν λεφτά, γιατὶ γιὰ πολλὲς λέξεις ὑπάρχουν ὁρισμένοι καὶ πιάνουν αὐτοὺς ποὺ δὲν ξέρουν γράμματα καὶ τοὺς λένε τὴ Γραφή. Δὲν λέει μακάριοι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν. Μακάριοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ ταπεινοί, ποὺ ξέρουν τί θέλουν μέσα στὴν κοινωνία, ποὺ εἶναι ἀγαθοί, ὅπως λέει ἀλλοῦ «Τί μὲ λέγεις ἀγαθόν;». Δηλαδή, κάτι ποὺ εἶναι θεόσταλτο. Ἀλλὰ ἐμεῖς λέμε: «Εἶναι ἀγαθὸς αὐτός». Δὲν τοποθετοῦμε τὶς λέξεις ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ τὶς τοποθετήσουμε. Εἶναι παρερμηνεία αὐτὴ κι ὁρισμένα πράγματα παρεξηγοῦνται. Καὶ ἀλλοῦ λέει παρακάτω: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες». Δὲν εἶναι ὅτι θὰ κλάψουμε ἀπὸ πεῖσμα ἢ ἀπὸ φόβο κι ὁτιδήποτε, ἀλλὰ μακάριος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας, τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ κατάσταση ποὺ μετανιώνει γιὰ τὰ σφάλματά του. Μετανιώνει γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὸν ἔχουν χαρακώσει μὲς στὴ ζωή. Καὶ «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ διώκονται γιὰ τὴ δικαιοσύνη. Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ διώκονται γιὰ τὸ Ὄνομά Μου».
Ἐκεῖ, λοιπόν, ἔρχεται τώρα στὸ σημεῖο αὐτό. Ὁ Μέγας Αντώνιος ἀγωνίστηκε κι ἔγινε αὐτὸς ποὺ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀγωνίζεται καὶ λέει ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός». Καὶ φαίνονται, λοιπόν, τὰ πράγματα νὰ συγκρούονται. Γι’ αὐτὸ σᾶς λέω ὅτι δὲν εἶναι νόμος ποὺ λέει ἐτοῦτο κι ἐτοῦτο νὰ κάνεις. Πολλὰ εἶναι τὰ μονοπάτια, γιά νά ἁγιάσεις. Ἀρκεῖ νὰ ἀρέσεις στὸν Θεὸ καὶ νὰ εἶσαι πραγματικὰ ἑνωμένος μὲ τὴν πίστη σου, τὴν Ὀρθοδοξία σου, ὅπως καὶ νὰ εἶσαι κι ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, μπορεῖς νὰ ἀγωνιστεῖς καὶ νὰ στεφανωθεῖς μὲ τὸ ἀμάραντο αὐτὸ στεφάνι, μὲ τὴν ἁγιότητα ἐκείνη νὰ πρεσβεύεις καὶ νὰ μεσιτεύεις κι ἐσὺ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους.
Κι ἔτσι, βλέπουμε ὅτι εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ διώκονται γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ βλέπουμε σὲ πολλὰ σημεῖα ὅτι ἐκεῖ ποὺ θίγεται τὸ συμφέρον κάνουν πὼς δὲν καταλαβαίνουν, θέλουν να εἶναι βολεμένοι. Δὲν ἔχουμε τὸ θάρρος αὐτὸ ποὺ εἶχε αὐτὸς ὁ Νεομάρτυρας. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος καὶ τόσο περιφρονημένος, ἀλλὰ σωστός, ἀκέραιος καὶ στὴ δουλειὰ του ἦταν, ἀλλὰ καὶ στὴν πίστη του ποὺ τήν κράτησε. Καὶ εἶναι σήμερα πάρα πολλοί, καί ἐδῶ στόν τόπος μας ἀκόμα περισσότερο- θὰ τολμήσω να πῶ- πού τὸν παρακαλοῦν ἀκόμα πιὸ πάνω κι ἀπὸ τὸν Μέγα Αντώνιο. Ἕνας ἁπλός, ἕνας ἀφανὴς καὶ ἀνέβηκε τόσο ψηλά, γιατὶ ἀκριβῶς κράτησε αὐτὸ ποὺ κράτησε. Κράτησε τὴν πίστη, γιατὶ εἶχε καλλιεργήσει μέσα του ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη ἡ ἀληθινή. Εἶχε καλλιεργήσει, ὅμως, μέσα του καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὸ πιστεύω του. Αὐτά, ἀκριβῶς, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς παραγγέλλει μέσω τοῦ Λόγου Του, νὰ εἶστε σωστοὶ ἄνθρωποι στὴν κοινωνία. Μὴν κοιτᾶτε, μὴ συναγωνιζόσαστε μὲ τοὺς ἀτάκτους. Μὴ μιλᾶτε σὲ αἱρετικὸ ἄνθρωπο, ὅπως λέει μέσα: «Μετὰ πρώτης καὶ δευτέρας νουθεσίας, παράτα τον». Πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ σὲ παρασύρουν νὰ σὲ πᾶνε κάπου, μὴν κάνεις συναλλαγή. Θὰ ἀλλάξεις κι ἐσὺ μέσα σου. Δὲν θέλω νὰ τοὺς περιφρονήσω, οὔτε νὰ τοὺς κατηγορήσω, ἀλλὰ δὲν ταιριάζεις. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται νὰ κρατήσει πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ζωντανός, ἑνωμένος μὲ τὴν πίστη, ὅπου κι ἂν εἶναι, ὁτιδήποτε κι ἂν ἔχει στὴ ζωὴ του· νὰ ξέρει νά κρατάει τὴν πίστη του καὶ να εἶναι σωστὸς καὶ να ἐφαρμόζει τὰ τῆς πίστεως· γιὰ μένα δὲν εἶναι ἄλλος ἀνώτερος.
Ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν καὶ ἐμπορεύονται τὸν πνευματικὸ τὸν χρόνο ποὺ περνάει, αὐτοὶ εἶναι οἱ καλοὶ ἐπενδυτὲς καὶ οἱ καλοὶ ἔμποροι στὴ ζωή. Τὸν χρόνο ποὺ δὲν μπορεῖ αὔριο νὰ ἔρθει, τὸν χρόνο ποὺ περνάει, τον ἀξιοποίησαν οἱ Ἅγιοι. Αὐτὸ τὸ πράγμα ἀξιοποίησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγιναν αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν καὶ παρακαλοῦν καὶ ἱκετεύουν γιὰ μας σήμερα καὶ ὁπωσδήποτε καὶ ἄλλοι ποὺ θὰ ἔρθουν πίσω ἀπὸ ἐμᾶς μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς δίνει αὐτὰ τὰ ὁποῖα γίνονται μέσω τῶν Ἁγίων. Ὄχι γιατὶ οἱ Ἅγιοι κάνουν θαύματα. Προσέξτε. Οὔτε ἡ Παναγία κάνει θαύματα. Ὁ Θεὸς κάνει θαύματα μέσω τοῦ εἰκονιζομένου, μέσω τοῦ προσώπου ποὺ ἐσὺ τὸ παρακαλεῖς. Ἔτσι ἀκριβῶς θέλει νὰ τοὺς τιμήσει καὶ μετὰ θάνατον. Οὔτε αὐτὸ ποὺ λέμε γιὰ ὁτιδήποτε πρόβλημα, ἔχουμε καὶ κάποιον ἅγιο. Πάλι ἡ πίστη θὰ προηγηθεῖ ἀπὸ σένα κι ὁ Θεὸς θὰ δώσει μέσω αὐτοῦ ἀκριβῶς εἴτε σταυρὸς εἶναι, εἴτε εἰκόνα, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ καὶ δίνει αὐτὴν τὴν τιμὴ καὶ μετὰ θάνατον.
Δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχτοῦν καὶ οἱ χιλιαστὲς καὶ κάποιοι ἄλλοι. Καί, μάλλον, ξεχνᾶν μέσα στὴ Γραφὴ ὅτι ἔχουμε καὶ τὴ κολυμπήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὅπου ἄγγελος κατέβαινε καὶ τάραζε τὸ ὕδωρ κι ὁ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε, ὑγιὴς γινόταν, ἀπὸ ὁτιδήποτε νόσημα κι ἂν εἶχε. Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, καὶ τότε ὑπῆρχαν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχτοῦνε, γιατί εἶναι κακοπροαίρετοι. Ἀπὸ τὴν πίστη ἐξαρτῶνται ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ὁ Θεός, λοιπόν, τιμᾶ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίστηκαν, αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν, αὐτοὺς ποὺ πέρασαν αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ κέρδισαν τὴν ἄλλη.
(17/01/1994)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου