Πως επέρασαν οι τελευταίοι τέσσαρες μήνες του πολέμου διά τα Ιωάννινα; Όλη η ψυχή και όλος ο νους της πόλεως είχε συμμαζευθεί είς μίαν αγωνιώδη λαχτάραν, εις ένα υπέρτατον δοξολόγημα, εις ένα γονατισμένον αίνον και μίαν ικεσίαν και παράκλησιν. Κάθε σπίτι, κάθε γωνιά -κάθε ζωντανός άνθρωπος, ως και τα παιδάκια ακόμη με σταυρωμένα χέρια δεν είχον άλλην προσευχήν και άλλην δέησιν:
–Θεέ μου ευλόγησε τα Ελληνικά τα όπλα! Βοήθα τους γενναίους πολεμιστάς, που επάνω στα βουνά και στα χιόνια χάνουν αίμα και ζωήν να ελευθερώσουν την Ήπειρον.
-Βοήθα τον Ελληνικόν στρατόν!
Κάθε βράδυ που χιόνιζεν, ή έβρεχεν, ή έκαμε κρύον τα σπίτια ήσαν σκυθρωπότερα, οι άνθρωποι θλιβερότεροι και ο νους των χαμένος σε μίαν μόνον έγνοιαν και μίαν μόνον σκέψιν:
–Κρυώνουν τ΄αδέλφια μας, υποφέρουν οι λεοντόκαρδοι εκεί επάνω στα βουνά… Βοήθα τους Θεέ μου!!
Και τα μάτια των γυναικών εδάκρυζαν, τα κορίτσια έκλαιον, οι άνδρες
ήσαν συλλογισμένοι και σιωπηλοί, σε τραπέζι δεν ειμποροΰσε να σιγουρευθή κανένας, ούτε ψωμί και φαγητόν να νοιώσει.
Όλη ή αγωνία, όλη η τροφή, όλη η σκέψις, όλη η καρδιά της πόλεως είχε μαζευθή εις ένα αγωνιώδες ερώτημα μόνον:
-Ο Ελληνικός στρατός; Τί ειδήσεις υπάρχουν; Πολεμούν σήμερον, ενίκησαν χθες;
Και αι ημέραι ενύχτωνον και εξημέρωνον έτσι αγωνιώδεις και ανυπόμονοι.
Άφ’ έτερου το ελληνικόν κανόνι κάθε μέρα έσειε τα γυαλιά των σπιτιών. Και η χαρά του κόσμου, ήτον ανεκλάλητος κάθε νέαν φοράν πού τα βαριά τοπομαχικά της Κανέτας και της Μανωλιάσσης εκτυπούσαν το Μπιζάνι και τους Τούρκους.
-Κάψε τους Παναγιά μου! Κάψε τους κι ας καούμε κι εμείς όλοι! Δόξασε τα όπλα τα ελληνικά και κάψε τους τούς δημίους!
*
Τρομοκρατία
Και η ευχή αυτή εγίνετο πλέον θερμή και πλέον εγκάρδιος κάθε τόσον πού νέα τουρκικά όργια εμανθάνοντο και θηριωδίαι ετρομοκράτουν τον κόσμον. Έξω χωρία ολόκληρα εκαίοντο και εληστεύοντο καθημερινώς από τον τουρκικόν στρατόν, γυναίκες εβιάζοντο και έπειτα ετυφλούντο, άνθρωποι εδέροντο μέχρι θανάτου. Ιερά σκευή εκκλησιών ελαφυραγωγούντο και επωλούντο έπειτα εις την αγοράν των Ιωαννίνων από Λιάπηδες και στρατιώτας και διεπράττοντο τερατουργήματα δυνάμενα να κινήσωσι την φρίκην.
Μέσα η πόλις έπλεεν εις το δέος και τον τρόμον. Άγριον, βάρβαρον, δήμον και παρά πάντα νόμον και πολιτισμόν σκληρόν στρατοδικείον έθυε και απώλυε. Πέντε – έξ χαφιέδες αστυνόμοι και μερικοί Τουρκογιαννιώται έγραφον και επέδιδον ζουρνάλια κατά του ενός και του άλλου νυχθημερόν. Μία κρεμάλα είχε στηθεί εις το στρατοδικείον, άλλη εις την πλατείαν, άλλη έξω της πόλεως και ηκούοντο απαίσια κτυπήματα καρφιών την νύκτα. Και το πρωί περίτρομοι και κρύβοντες τα δάκρυά των οι Έλληνες κάτοικοι εμάνθανον:
-Σήμερα εκρέμασαν εξ χριστιανούς. Αύριον κρεμούν άλλους . . .
Και το απαίσιον σχοινί εδοΰλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκαι όλην την νύκτα εμαγείρευον το μόνον φαγητόν διά την τουρκογιαννιώτικην όρεξιν.
-Κρεμάλα στους χριστιανούς!
*
Αι συλλήψεις εγίνοντο αθρόαι…
Σωρηδόν πολίται και χωρικοί ερριπτόντο εις τας φύλακας κατόπιν βασάνων και κακώσεων ανεκδιηγήτων. Αι φυλακαί εγέμισαν από στένοντας ανθρώπους. Τα μπουδρούμια του Αλή Πασά δεν εχώρουν πλέον άλλους. Και τους επετούσαν σαν σκύλους εις το γκαλντερίμι του μπουδρουμίου, έξω στον διάδρομον όπου το κρύον απετελείωνεν ότι δεν ΐσχυσεν ο ατελείωτος δαρμός να τελείωση. Ένα νεκροκραββάτον και ένας θλιβερός και σιωπηλός παπάς ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα της φυλακής την παλιάν σκάλαν μ’ ένα νεκρόν. Κι όμως οι φυλακισμένοι, μ’ όλα αυτά τα βάσανα και θεάματα, ακμαίοι το φρόνημα και γελούμενοι την ψυχήν, δεν ερωτούσαν ούτε αν θα κρεμασθούν κι αυτοί, ούτε αν θα ζήσουν, ούτε αν αποθάνουν.
Η φροντίδα των επετοΰσεν επάνω εις τα χιονισμένα βουνά, ηκροώντο των κανονιών τον κτύπον όλην την νύκτα, με τ’ αυτί στηριγμένον εις το χώμα του μπουδρουμιού, και το πρωί-πρωί έσκαζαν να φανεί κάποιος, μ’ ένα νόημα, με μίαν χειρονομίαν να τούς φέρει μίαν είδησιν για τον Ελληνικόν στρατόν.
-Τί γίνονται τα παιδιά μου, όρε Χρηστό; Φώναζε μια φωνή μέσα από τα κάγκελα του κελιού του.
-Καλά και χρυσά, Μήτρο, απολογείτο άλλη φωνή έξω και μακριά από την φυλακήν. Εψές ετσόλιζαν καλαμπόκι. . .
Τα παιδιά ήταν ο ονειρευμένος Ελληνικός στρατός και «τσόλισμα του καλαμποκιού» το σύνθημα ότι ο τουρκικός στρατός εδρεπανίσθη και εθερίσθη την προηγουμένην νύκτα.
*
Η πείνα
Έτσι επερνούσαν αι ημέραι και αι νύκτες ενώ ή πολιορκία εσφίγγετο περισσότερον και η πείνα, κοντά εις τα άλλα δεινά, ήρχισε να δέρνει την πολΐν. Μία οκά ψωμί είχε καταντήσει χρυσάφι. Τα είδη όλα της απολύτου ανάγκης εσπάνισαν και ακρίβηναν τρομερά. Ήλθαν ήμέραι που ενεθυμιζον την άλλην πολιορκίαν του Αλή πασά, ότε ένα αυγό εφθασε να τιμάται ένα φλουρί. Οι πωληταί και οι μπακάληδες και οι ψωμάδες δεν είχον πλέον να πωλήσωσιν τίποτε. Κι αν κανένας είχε κρύψει κάτι εννοοΰσε να πώληση τον τσίντζιραν για αηδόνι.
Κι ό,τι απέμεινεν έξω ή εντός της πόλεως το ήρπαζεν η Κυβέρνηοις, το ελήστευε, το ελημούριαζε χωρίς ούτε να πληρώνει ούτε να έρωτά. Κι αν εζήτει κανένας και πληρωμήν την ελάμβανεν εις . . . φύλον και φυλακήν! Η πείνα ήρχισε και φαίνηται άγρια. Οικογένειαι πτωχαί και άλλαι καλύτεραι ενύχτωνον δίχως ψωμί.
όμως με μίαν ευχάριστον είδησιν ότι ενίκα οΕλληνικός στρατός εχόρταινον ὀλοι και κανένα βάσανον δεν ήτο ικανόν να πνίξει το διαρκές ερώτημα:
-Πολεμούν; έπεσε το Μπιζάνι; το πήραν οι Έλληνες;
-Το πήραν -διέδιδε κάποιος, έχων απόλυτον πίστιν εις το ότι τα ελληνικά όπλα θα το πάρουν.
Και τότε τα πρόσωπα εγέλων, παν δεινόν άλλο ελησμονείτο, η πείνα ήτο υποφερτή και το βράδυ ο οικογενειάρχης επήγαινε χαρούμενος σπίτι του:
-Ψωμί -του εφώναζον τα παιδιά του- Οι Έλληνες πήραν το Μπιζάνι τους απαντούσε. Και τα παιδάκια με το δάκτυλον εις το στόμα απεκοιμώντο νηστικά αλλά χαρούμενα και ψιθυρίζοντα:
-Οι Έλληνες πήραν το Μπιζάνι.
*
Η επίθεσις
Και το Μπιζάνι είχε γίνει θρύλος και έπος πλέον εις την λαϊκήν ψυχήν; Καθένας εΐξερε τα 100 κανόνια του, τα φοβερά προχώματά του, τα τεράστια οχυρωματικά έργα του’ και καθ΄ όσον αι ημέραι επερ νοΰσαν, το Ελληνικόν κανόνι εβρόντα καθημερινώς αλλά εις τα ίδια σύνορα, χωρίς να γίνεται η τελειωτική επίθεσις, η κατήφεια και η θλίψις ήρχισε να απλοὐται εις τους μάλλον ψυχραίμους ορθολογιστάς, κολλητική όπως όλαι αι λύπαι.
Και την παραμονήν της Μεγάλης και ιστορικής ημέρας της γενικής επιθέσεως, 20 Φεβρουάριου, αι συγκινήσεις, αύται ετάραττον την ψυχήν των ελληνικών Ιωαννίνων.
Οι άνθρωποι οι μεμυημένοι οπωσούν εις την προ του πολέμου επαναστατικήν εν Ηπείρω όργάνωσιν και επικοινωνούντες όπως δήποτε δι΄ αγγελιαφόρων μετά του Στρατού ήσαν πληροφορημένοι ότι η επίθεσις θα εγίνετο τη 20 Φεβρουάριου και ανεζωπύρουν και τας ελπίδας των άλλων.
Όντως δε οι κανονιοβολισμοί, οι οποίοι συνετάρασσον τον αέρα, από της 18ης ήδη, τη 20η επύκνωσαν, αστραπιαία δε εφθασεν η είδησις της γενικής επιθέσεως και της καταλήψεως της Τσούκας εις Ιωάννινα.
Τότε δο πάνδημος μυστικός αίνος και η ικετήριος δέησις μυριόστομος υψώθη και η όλη αναπνοή της πόλεως, δεν ανάσαινε παρά μίαν παράκλησιν:
– Βοήθα, Χριστέ, τα Ελληνικά όπλα!..
*
Έπεσε!!
Αργά την εσπέραν της Τετάρτης η κατήφεια των Τούρκων και οι πρώτοι-πρώτοι πειναλέοι στρατιώται, oοι οποίοι άνευ όπλων ρακένδυτοι και συρόμενοι εκτύπουν τας θύρας ζητούντες εκμέκ (άρτον) επιστοποίησαν εις την αγωνιώσαν πόλιν ότι ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε πάντα τα προχώματα και νικητής εισέρχεται εις Ιωάννινα -των Τούρκων ατάκτως φευγόντων.
Όντως από της 6ης ήδη μ. μ. και οι Τούρκοι ωμολόγησαν πλέον ότι αυτό ήτο το κισμέτ (πεπρωμένον) και ότι ο Άγιος Νικόλαος, η Δουρούτη, η Ραψίστα έπεσαν εις χείρας των Ελλήνων και ότι ο στρατός οδεύει προς Ιωάννινα. Το μεγαλοφιές σχέδιον του Διαδόχου επέτυχε και η κύκλωσις ολοτελώς είχε συντελεσθεί· τα Γιάννινα δε πλέον ήσαν λεία του Ελληνικού στρατού
Ο πανικός
Και τότε η αλησμόνητος ιστορική εσπέρα ενεδύθη την τραγικωτέραν στιγμήν της ιεράς χαράς αναμίκτου με αόριστον ανησυχίαν.
Ο Εσσάτ Πασσας είχεν έλθει εις Ιωάννινα, φήμαι παντοίαι και αδέσποτοι ετριγύριζον, Ο ηττημένος στρατός, άνευ ουδενός χαλινού οπισθοχωρεί, οι πλέον φανατικοί Τούρκοι καίτοι εκρύπτοντο εις χριστιανικάς οικίας διέδιδον χίλια δυο περί σφαγής και εμπρησμού της πόλεως,- προαιώνιοι Ιωαννίτικοι θρύλοι περί πυριτιδαποθήκης του Αλή Πασσά και ανατινάξεως της πόλεως ανέζων, κάνεις δεν ηδύνατο να εξέλθει εις τους δρόμους από τα άτακτα πλήθη του υποχωρούντος στρατού και ηρκέσθη ο καθείς να περισυλλέξει την οικογένειαν του περί αυτόν, να ανασύρει εκ της κρύπτης το κρυμμένον, εκ του φόβου των ερευνών, όπλον και να αποφασισθεί ν’ αμυνθεί μέχρις εσχάτων εις πάσαν βιαιοπραγίαν, έως ότου ο Ελληνικός στρατός εισέλθει εις την πόλιν.
*
Η παράδοσις
Ταυτοχρόνως περί ώραν 8ην μ.μ. ο Εσσάτ Πασσάς καλέσας τους κ.κ. Προξένους και τον Μητροπολίτην ανακοίνωσε πλέον ότι μετά την κατάληψιν όλων των προχωμάτων και την τελείαν κύκλωσιν, θεωρεί ματαίαν πάσαν αντίστασιν και παρακαλεί να μεσολαβήσωσιν ίνα παραδώσει την πόλιν, εξασφαλιζομένης της ζωής τιμής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων και περιουσίας των Μουσουλμάνων κατοίκων.
Τότε συνετάγει και το ιστορικόν έγγραφον των κ.κ. Προξένων, έχον ως έξης:
Υψηλότατε,
Ημείς οι υπογεγραμμένοι Πρόξενοι υποβάλλομεν μετά σεβασμού εις την Υμετέραν Υψηλότητα τα έξης:
Ο διοικητής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων Εξοχότατος Εσσάτ Пασσάς, όπως αποφύγει την άσκοπον αιματοχυσίαν μας επεφόρτισεν όπως παρέμβωμεν και διευκολύνωμεν την παράδοσιν της πόλεως. Παρακαλούμεν ύθεν όπως διατάξητε να παύσουν αι εχθροπραξίαι. Ανάλογοι διαταγαι εδόθησαν υπό του Εσσάτ. Οι υπογεγραμμένοι θα ήσαν Ιδιαιτέρως ευγνώμονές, εάν εγνώριζεν ήμιν η Υψηλότης σας διά μέσου ,κηρύκων τας αποφάσεις της.
(Έπονται αι υπογραφαί των προξένων Ρωασίάς, Αυστρίας, Ρουμανίας και Γαλλίας).
Το έγγραφον τούτο ο αρχιστράτηγος το απέστειλε διά των αξιωματικών Ρεούφ Βέη, ανεψιού του, και Ταλαάτ Βέη, υπασπιστού, οίτινες μετά του Μητροπολιτικού Επιτρόπου έφθασαν διά αμάξης εφ’ ης υψούτο λευκή σημαία εις τας προφυλακάς. Εκείθεν, παραληφθέντες δι’ αυτοκινήτου, συνοδεία του υπιλάρχου Σταΐκου, μετεφέρθησαν εις το Στρατηγείον Έμιν Αγά την 3ην πρωινήν.
Ο Διάδοχος, απαντήσας διά των ιδίων προξένων εις τον Εσσάτ, εδήλωσεν ότι δέχεται την παράδοσιν υπό τον όρον τα Τουρκικά στρατεύματα υψούντα λευκήν σημαίαν να παραδίδωνται εις τα Ελληνικά προχωρούντα.
*
Οι εμπρησταί-Πρωτοφανείς σκηναί
Εν τω μεταξύ όμως η πόλις διειέλει ανάστατος και έντρομος. Οι φυγάδες Αλβανοί και Τούρκοι στρατιώται, άνευ ουδεμιάς σκιάς εξουσίας ευρεθέντες ερρίφθησαν ως άγρια ακρίς εις την πόλιν λεηλατούντες τήν αγοράν, θραύοντες τα καταστήματα και ληΐζόμενοι βανδαλικώς.
Απαίσια στήλη φλογός εφώτιζε το τελευταίον κακούργημα των εν Ιωαννίνοις εκ πυρκαϊάς, δι’ ης οι εμπρησταί στρατιώται επυρπόλησαν ολόκληρον το παρά την Ι. Μητρόπολιν τετράγωνον, ενώ ραγδαίοι πυροβολισμοί θόρυβος, πανδαιμόνιου και κτύποι πελέκεων και ακτηρίδων όπλων ανεστάτωνον την αγοράν όλην.
*
Και εις τας συνοικίας
Αλλά και αι συνοικίαι, εις την ίδιαν κρίσιμον ευρέθησαν στιγμήν εμπρησμού. Κατά δεκάδας -δεκάδας τάγματα ολόκληρα αποσυντειθεμένα με δάδας ανημμένας επειρώντο να πυρπολήσωσι τας οικίας.
Η συνοικία ιδίως Μνημάτων, παρά την όποιαν διέρχεται η λεωφόρος δι’ ης ο υποχωρών στρατός έφευγε προς Λυκόστομον εκινδύνευσεν επί ώρας ολοκλήρους σοβαρώς. Οι στρατιώται με πυρεία και ανημμένους δαυλούς κρούοντες τας θύρας προσεπάθουν να θέσωσι πυρ. Άνδρες και γυναίκες άγρυπνοι όπισθεν των παραθυρών, εν εσχάτη απογνώσει εύρεθέντες δι’ ιαχών και φωνών και που διά πυροβολισμών τους απέτρεπον. Ευτυχώς ο παραλυθείς στρατός καίτοι εις την τελευταίαν κακουργίαν φερόμενος μήτε κανέν θάρρος μήτε καμμίαν ισχύν είχε. Και αι ιαχαί των γυναικών και αι φωναί των ανδρών τον έτρεπον εις φυγήν και έφευγε διαρκώς έφευγε.
Και ηκούετο τότε η φωνή κάποιας γυναικούλας ψηλά από ημίκλειστον παραθυρόφυλλου:
-Στα γκρεμοτσακίσματα θηρία! Στην κατάρα τού Θεού φονιάδες.
*
Ο πρόξενος της Γαλλίας -Ένας ήρως
Η αγορά όμως διέτρεχε τον έσχατον κίνδυνον δηώσεως και πυρκαϊάς. Τα τουρκαλβανικά στίφη ωργίαζαν κατ’ αμετρήτους εκατοντάδας. Γενναιότεροι τινές, οι όποιοι εζήτησαν να εξελθουν προς περίσωσιν των καταστημάτων των- και με κίνδυνον ζωής ημποδίζοντο υπό των θρηνούν των οικείων των.
Και τότε κατά την κρίσιμου αυτήν στιγμήν πάλιν μία μορφή ευγενής και γενναία συμπαθέστατη δ’ αποβάσα εις την ελληνικήν κοινωνίαν Ιωαννίνων διά το ακραιφνές ενδιαφέρον της και την ενεργόν μεσολάβησίν της υπέρ ελλήνων εις τας αγρίας τουρκικάς άρχάς, κατά το θλιβερόν πεντάμηνονο -ο συμπαθέστατος υποπρόξενος της Γαλλίας κ. Dussap μετά της ευγενέστατης κυρίας του και του διερμηνέως του Γαλλικού προξενείου κ. Ί. Λάππα αποτόλμησε να φανεί, εις το κέντρον ακριβώς της αγριωτέρας δηώσεως.
Ένας Αλβανός ήρπασε το επώμιον της κυρίας του από τα χέρια του καβάση.
Ο ευγενής όμως πρόξενος σπρώχνων απωθών, σπρωχνόμενος, φωνάζων, απειλών, νουθετών, παραμερίζων εντός δαιμονιώδους κυκεώνος φωνών και θορύβων κατώρθωσε ηρωικά.
Εν ω εξ άλλου άλλος άφοβος και ριψοκίνδυνος, συνηθισμένος εις τοιαύτα τουρκικά όργια από τας σφαγάς των Αρμενίων, ότε ηυρίσκετο μετά του Γάλλου προξένου κ. Καρλιέ –ο ήδη καβάσης του Ρωσσικού Προξενείου κ. Παναγιώτης Καλλίγερος επετέλει άλλους πλέον εμπράκτους ηρωισμούς.
Με το περίστροφον εις τα χέρια, ραπίζων, πυροβολών, αναποδογυρίζων τους αποκτηνωθέντας και αφιλοτίμους εμπρηστάς τούς απωθεί ως αγέλην ζώων κατά δεκάδας, κλωτσών αυτούς εις τα οπίσθια και διά της αριστεράς πλήττων διά μαστιγίου κατόρθωσε ν’ ανακόψει την λύσσαν των.
*
Η επίλοιπος νυξ
Το υπόλοιπον της νυκτός διέρρευσεν εν σχετικωτέρα γαλήνη. Κανείς όμως δεν εΐξευρε τι συμβαίνει, τί γίνεται. Η παράδοσις ήδη είχε συντελεσθεί και ο Διοικητής του 3ου πεζικού Συντάγματος κ. Ιωάννης Γιαννικίτσας με 2 τάγματα του Συντάγματος του, δύο του 1ου πεζικού Συντάγματος και 2 ευζωνικά, διορισθείς κατά την ημέραν της γενικής επιθέσεως υπό της Α.Υ. του Διαδόχου φαλαγγάρχης ευρίσκετο ήδη από του μεσονυκτίου εις Άγιον Ιωάννην Μπουνίλας εις την Εσπευσμένη ν δε ταύτην αφιξίν του χρεωστεί η πόλις κατά μέγα μέρος την περισωσίν της.
Διότι πλέον ο φεύγων ατάκτως στρατός αισθανόμενος σχεδόν εις τα οπίσθια των μηρών του την ανηλεή ευζωνικήν λόγχην ήλθεν εις κατάστασιν παραλύσεως τοιαύτην, ώστε απέμενε με τα κακούργα ένστικτα μόνον δίχως νεύρα να ειμπορή να τα εκτελέσει.
*
Η Αυγή
Και εξημέρωσεν ούτω η αγία και αλησμόνητος αυγή της 21ης.
Είχε ψιθυρισθεί κάτι περί παραδόσεως όμως κανένας δεν είξευρε τίποτε θετικόν. Ολίγοι μάλιστα κανονιοβολισμοί εκ Ραψίστης ακουόμενοι περί τον όρθρον έκαμαν πάλιν την πόλιν να αμφιβάλει περί του αληθούς της παραδόσεως και να ευρίσκεται εν αγωνία αληθινή.
Και όμως το Ελληνικόν ιππικόν ήδη μετά τού κ. Στάϊκου και Μελά ευρίσκοντο εντός της πόλεως, ο συνταγματάρχης κ. Σοΰτσος, ο τέως Γενικός Πρόξενος κ. Α. Φορέστης, ο κ. Τροπάκης και ο κ. Λαουτάρης κατέφθανον να παραλάβωσιν την πόλιν.
*
Φρενίτις
Τί έγινε πλέον από της στιγμής ταύτης ούτε καμία πέννα, ειμπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί ούτε καμία μνήμη να συγκράτηση. Μια ουρανομήκης κραυγή υψώθει ως τα πόδια των ουρανών πάνδημος και μυριόστομος.
– Ζήτω ο Ελληνικός στρατός! Ζήτω ο Διάδοχος! ενώ χιλιάδες ανθρώπων ερρίπτοντο εις τους τράχηλους των ίππων και μη δυνάμενοι να φιλήσωσι τους γενναίους ίππεις κατησπάζοντο τα φάλαρα και τους χαλινούς, ως αγιασμένα κειμήλια. Κλαίοντες εξ ακρατήτου ενθουσιασμού οι πολίται, γνωστοί και άγνωστοι, ενηγκαλίζοντο αλλήλους, γυναίκες εγονυπέτουν εν μέση οδώ κλαίουσαι και γονυπετούσαι, ενώ εκατομμύρια πυροβολισμών από κάθε γωνίαν και σπίτι και ζητωκραυγαί πλατύστομοι εχαιρέτιζον την ανύψωσιν της Κυανολεύκου εις το Διοικητήριον και το φρούριον.
Τα Γιάννινα ήσαν Ελληνικά Ελεύθερα πλέον!
*
Εις τας φύλακας
Όμως έμειναν κάποιοι αδελφοί ακόμη μη ελευθερωθέντες, των οποίων η τύχη ήτο άγνωστος. Οι Τούρκοι διέδιδον ότι θα τους σφάξουν, ότι κι αν πέσουν τα Γιάννινα θα τους πάρουν μαζί των αιχμαλώτους και η ψυχή του πλήθους τους ενεθυμήθη.
-Εις τας, φυλακάς, στα μπουδρούμια τ’ Αλή Πασσά.
Μαζί με το ιππικόν είχον, καταφθάσει και ανταρτικά -σώματα και η ηλιοκαής και γενειοφόρος όψις των ανδρών των με τα υψηλά και αδρά κορμιά των ενεθουσίαζε το πλήθος:
–Ζήτωσαν οι αντάρται!
-Ζήτωσαν οι κομιτατζήδες!
-Στας φύλακας! στα μπουδρούμια!.
Ένας ξιφήρης Εφιππος ηλιοκαμένος λεβένταρος, ο καπετάν Παντελής Πάσχος, εισελθών και αυτός πρώτος μαζί με το ιππικόν και με πέντε δέκα παλληκάρια του και άλλους τόσους ευσταλείς ιππείς- διευθύνονται προς τας φυλακάς του φρουρίου.
-Ζήτω η Μεγάλη Ελλάς!
-Ζήτω ο στρατός!
-Ζήτωσαν οι αντάρται!
Και το πλήθος φρενητιωδώς ζητώκραυγάζον ακολουθεί όπισθεν διβυθυνόμενον εις τας φυλακάς:
-Ζήτω ο Ελληνικός Θρόνος!
-Ζήτω ο Διάδοχος!
-Ζήτω ο Στρατός!
-Ζήτω ο Βενιζέλος!
-Ζήτω η Ελευθερία!
*
Το ιππικόν και οι αντάρται και το πλήθος έφθασαν προ των φυλακών.
Τί εγίνετο τότε κατ’ εκείνην την ώραν είνε απερίγραπτον. Η Τουρκική χωροφυλακή, η οποία νυκτωρ εδραπέτευσεν, εδιπλοκλείδωσε την απαισίαν εξώθυραν. Μόνον προ του πλατάνου των φυλακών ένας τούρκος ανθυπολοχαγός και 2 λοχίαι αναμένον να πάραδώσωσι τας φυλακάς εις τους Έλληνας.
Οι εγκάθειρκτοι, οι όποιοι από του όρθρου είδον λευκήν σημαίαν εις το φρούριον και τουρκάλες με μπαούλα να φεύγουν επλεον εις την αμφιβολωτέραν χαράν και αοριστίαν. Κάτω η πόλις εφλέγετο από πυροβολισμούς και ανεσηκώνοντο τα σπίτια από φωνάς, εις τον ωραίον ήλιον εκυμάτιζον χιλιάδες σημαιών και αι εκατοντάδες των φυλακισμένων κρατημένοι από τα σίδερά των παραθύρων διέσειον εκ θεμελίων τας φύλακας:
-Ζήτω η Ελλάς!
-Ζήτω ο Στρατός!
-Ζήτω ο Διάδοχος!
Α ν ο ί ξ τ ε
Η φυλακή Όλη εσείετο, κατάκοιτοι ασθενείς εσηκώνοντο με αφάνταστον φωνήν ζητωκραυγάζοντες και ετοιμοθάνατοι ψυχορραγούντες έως χθες ανέζων, άνέζων, εσήκωνον τας μαύρας ψάθας της στρωμνής των και περιεπάτουν και ζητωκραύγαζον:
-Ζήτω η Ελλάς!
-Χριστός Ανέστη!
*
Η έξοδος
Επί τέλους η απαισία κλειστή θύρα ανοίγεται, έφιππος και ξιφήρης ο Πάσχος με τους ιππείς εισορμά, οι βαρείς μοχλοί ανασύρονται και τα μαύρα- σίδερα των μπουδρουμίων λυγίζονται και θραύονται.
Η άγρια φυλακή του Αλή Πασσά αντηχεί από πλατυστήθους ζητωκραυγάς, γλυκύ φως ελευθερίας χύνεται από τα ανοιγέντα παράθυρα, και οι ιππείς και οι αντάρται φαντάζουν ως ελευθερωταί άγγελοι εις το φως της μειδιώσης ημέρας διά τους δυστυχείς εγκαθείρκτους, οι όποιοι συνωθούνται ασφυκτικώς προ της εξωθύρας, ζητούντες όλοι δια μιας να εξέλθουν και ζητωκραυγάζοντες έξαλλα και μεθυσμένα.
…………………………………………..
Λάμπει ήλιος θειος, ξάστερος. Ελληνικός ήλιος Ελεύθερος, γλυκύς, γλυκύτατος, πλέον γλυκύς δι’ εκείνους οι όποιοι μήνες τον εστερήθησαν. Και εις τον χρυσόν αυτόν ήλιον παιγνιδίζουσα απαλά, υφέρπουσα εις τον γαλανόν φόντον του ουρανού, κυματίζει η αγία σημαία και υψηλά, πέρα μακρινά, προς το Διοικητήριον, το πρώτον θειον φως πού κτυπά τα μάτια των φυλακισμένων είνε ο Σταυρός της Κυανολεύκου!
Κάθε κραυγή τότε σιωπά, η καρδιά γίνεται ύμνος τα μάτια υγραίνονται, τα δάκτυλα ενούνται τα γόνατα λυγίζουν ασυνείδητα εις γονυκλισίαν και μύρια χέρια κάμουν το σημείον του Σταυρού:
Νυν απολύεις τους δούλους Σου Δέσποτα!
*
Εις την πλατείαν
Εις την πλατείαν τού Διοικητηρίου αδύνατον πλέον να περιγραφή κανείς το τί εγίνετο. Ένας ενθουσιασμός εις τα όρια της αλλοφροσύνης φθάνων, έξαλλος, ασυγκράτητος γεμίζει τον αέρα από ιαχήν ατελείωτον.
Όλοι οι πνεύμονες της ασφυκτιώσης ως χθες πόλεως και όλοι οι από πεντακοσίων ετών πλακωμένοι ενθουσιασμοί με μιας ανέπνεον κι’ έπερναν ζωήν.
Το έβδομον πεζικόν Σύνταγμα κατέφθανεν εις την πλατείαν και η όψις των ευζώνων σκονισμένων, ευσταλών, θεοράτων δυνάμωνεν το μεθύσι του κόσμου.
-Ζήτωσαν οι εύζωνοι.
-Ζήτωσαν πού κοιμούνται στα χιόνια! –φωνάζει ένας κλαίων κάτασπρος, γηραλέος πετάζων τον κούκκον του στον αέρα.
-Ζήτωσαν!!
Αι χιλιάδες του πλήθους κινούνται από ενθουσιασμόν, ως θάλασσα και πόντος εξυπνήσας από φύσημα δυνατής θυέλλης. Και ενώ η ατμόσφαιρα είνε νήνεμος, ηλιόλουστος και γαληνιαία, αι χιλιάδες των ελληνικών σημαιών κυματίζουν ελαφρά:
-Η πολυπαθής πόλις αναπνέει και η αναπνοή της τας λικνίζει με προσφιλές άσμα· και οι σημαίαι απαλά χαμογελούν και παίζουν με την χαράν της φιλτάτης πόλεως . . .
Που ευρέθησαν αι τόσαι χιλιάδες των σημαιών αυτών;
Ώ ιστορία ειλικρινής και παθητική ποίησις! όταν θα γράψεις την ημέραν της Αλώσεως των Ιωαννίνων, μην ξεχάσεις σε μια σου σελίδα ν’ αναφέρεις ότι πέντε μήνας, που εκροτούσε το Ελληνικόν κανόνι, αι Γιαννιώτισες και Γιαννιωτοπούλες, κρυφά,-κρυφά εις τα άδυτα του σπιτιού, επερνούσαν τας μακρυνάς του χειμώνος νύκτας με το βελόνι στα χέρια να κεντούν τον τίμιον Σταυρόν στο γαλανόλευκον ύφασμα και να δέονται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας δακρυσμέναι με μίαν δέησιν και μίαν παράκλησιν:
-Βοήθα τα Ελληνικά όπλα! Δυνάμωσε τους που κοιμούνται και ξενυχτούν για μας επάνω στα χιόνια!
*
Η άφιξις του Διαδόχου
Την εσπέραν της Πέμπτης κανείς εις την πόλιν μας δεν εκοιμηθεί.
Αι θύραι των σπιτιών ήσαν ανοικταί, αι αυλαί πρόσχαροι εδέχοντο τους στρατιώτας και τους Αξιωματικούς και ο κόσμος πλέων εις την ιερωτέραν ευδαιμονίαν δεν είχε παρά μίαν φροντίδα: Πώς ο καθένας να φιλοξενήσει περισσοτέρους και πώς εγκαρδιώτερον να τους περιποιηθεί. Η πολύμηνος πολιορκία είχεν εξαντλήσει τα πάντα από την αγοράν και από τα σπίτια, όμως ο καθείς ο οποίος τόσους μήνας δεν είχε φροντίσει τόσον ούτε διά τα παιδιά του, τότε, εκείνην την εσπέραν, περιχαρής, ενθουσιασμένος προσεπάθει ν’ ανακαλύψη παν περισωθέν εις τα βάθη των καταστημάτων χάριν των φιλτάτων φιλοξενούμενων. Κότες, περιστέρια, κοτσυφάκια, κάπου κάπου μια πέρδικα κλεισμένη σε κλουβάκι, ό,τι είχε το σπίτι τέλος πάντων εθυσιάσθη διά το χαρμόσυνον της Αγίας ημέρας. Παντού χαραί, παντού παννύχια τραγούδια πυροβολισμοί χαράς -μία πόλις πλέουσα εις την ονειροποληθείσαν από 500 ετών ευτυχίαν και ενθουσιασμόν, διότι αύτη η ευτυχία της ήτο ζωντανή πλέον εις τα χέρια της και ο ελληνικός στρατός εις τα σπίτια τους μέσα φιλοξενούμενος νικητής και τροπαιοφόρος.
Και ο ενθουσιασμός ήτο τόσος και τόση η ευφροσύνη που κανείς δεν θα επίστευε πλέον ότι ήτο δυνατόν, έπειτα από την ενθουσιώδη τρικυμίαν της Πέμπτης ν’ απομένει και άλλη εκδήλωσις εις τους κουρασθέντας από ζητωκραυγάς πνεύμονας και εις τους ξηρανθέντας από τας φωνάς λάρυγγας.
Και όμως εις τα ακένωτα βάθη των αισθημάτων της πόλεως έμειναν νέαι ακμαί και νέαι δυνάμεις και η πόλις όλη από χαραυγής πανοικεί, νεάζουσα, μειδιώσα, κάτω από μίαν θείαν ήμεραν γαλανήν και μειδιώσαν ευρέθη επί ποδός :
-Έρχεται ο Διάδοχος σήμερα! Ηλεκτρισμοί νέοι εγαλβάνισαν τα κορμιά και τας ψυχάς, τα σπίτια των συνοικιών ηρημώθησαν και μια ασφυκτική κοσμοπλήμμυρα, ανδρών, γυναικών, γερόντων, γραιών, παιδιών ως και άρρωστων σηκωθέντων από τα κρεβάτια των εξ υπέρτατης ενέσεως δυνάμεων θείων κατέκλυσε την πλατείαν του Διοικητηρίου και όλας τας οδούς. Οι εξώσται των οικιών ελύγι ζον υπό το βάρος και τα πολύχρωμα καπελίνα των γυναικών έδιδον εις αυτούς την όψιν πελωρίων κλάδων φορτωμένων και λυγιζόντων από εξωτικούς μεγάλους καρπούς. Αι θύραι, τα παράθυρα τα γείσα των οικιών, αι στέγαι – παντού όπου μια γωνιά και μία σημαία.
Ατελείωτος διπλούς στοίχος στρατού εκατέρωθεν και κατά μήκος της οδού, οπόθεν θα διήρχετο ο Διάδοχος, ευσταλείς, ροδαλοί αξιωματικοί, ως από χορόν και ούχι από επικόν αγώνα ελθόντες και πλήθος λαού εζάλιζαν τα μάτια και κατέκλυζον την πλατείαν και τας παρόδους έως την θέσιν των ρομαντικών «Λευκών», όπου θα εγίνετο η επίσημος υποδοχή.
*
Εκεί ο Μητροπολίτης μετά των σωματείων του και αρχηγών προκρίτων των άλλων κοινοτήτων, οι κ.κ. Πρόξενοι μετά των διερμηνέων των ανέμενον την Α.Β. Υψηλότητα μετά πλήθους κόσμου πάσης φυλής και θρησκεύματος.
Επί τέλους σώμα προπορευομένων ποδηλατών αγγέλλει την άφιξιν.
Και ωραίος, μυθικός, ονειρευμένος επιβαίνων θυμοειδούς ίππου, ενδεδυμένος με την αίγλην φωτοστεφάνου, τον οποίον η ψυχή του έθνους σύμπαντος και η δόξα των κατορθωμάτων του τον εστόλισε -ευθυτενής και ωραίος ο ένδοξος – νικητής Διάδοχος επιφαίνεται.
Ένα παρατεταμένον:
-Ζήτω ο Διάδοχος! Τον υποδέχεται ενώ ο κ. Φορέστης παρουσιάζει τον Μητροπολίτην όστις τον προσφωνεί εκ μέρους της πόλεως με ολίγα λόγια έφιππον όντα.
Κατά σειράν είτα παρελαύνουσι, συνιστώντος του κ. Φορέστη, οι κ.κ. Πρόξενοι, αρχηγοί των άλλων θρησκευμάτων και πολλοί πρόκριτοι και η Α.Υ. ακολουθουμένη υπό του επιτελείου Της εισέρχεται εις την πόλιν.
Κατ’ εκείνην ακριβώς την στιγμήν, εις την ωραιωτέραν έξαρσιν του πλήθους υψηλά από τούς αέρας το άεροπλάνον του φιλτάτου συμολίτου κ. Αδαμίδου, δι’ όν σεμνύνεται και καυχάται η πόλις μας ακούεται, ωσεί κρούον τας πύλας του ουρανού όλας ίνα εισέλθει ο αίνος και η ζητωκραυγή της πόλεως έως την καρδίαν των ουρανών:
-Ζήτω ο Κωνσταντίνος!
-Ζήτω ο Νικητής!
-Ζήτω ο Διάδοχος!
(Από την εφημερίδα Γιαννίνων «Ήπειρος», φύλλο της 3ης Μαρτίου 1913, το πρώτο μετά την Απελευθέρωση. Αρχείον Δ. Σαλαμάνκα).
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 10, Φεβρουάριος 1953.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου