π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς συναντᾶ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδὰ ἕναν παράλυτο, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κατάκοιτος τριάντα ὀχτὼ χρόνια. Στὶς πέντε στοὲς γύρω ἀπ’ τὴ μεγάλη αὐτὴ δεξαμενή, βρίσκονταν πάρα πολλοὶ ἀσθενεῖς ἀπὸ διάφορα νοσήματα. Ἄγγελος Κυρίου κατέβαινε «κατὰ καιρὸν καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ». Καὶ ὅποιος μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ νεροῦ ἔπεφτε πρῶτος σ’ αὐτό, θεραπευόταν. Ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν παράλυτο ἂν θέλει νὰ γίνει ὑγιής. Ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν ρίξει στὸ νερό, ὅταν κατεβαίνει ὁ ἄγγελος. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε ἀμέσως, ἂν καὶ ἦταν ἡμέρα Σάββατο καὶ κατηγορήθηκε γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς τυπολάτρες Ἰουδαίους (Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου).
Προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ: «Θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι;» Γιατί ὁ Χριστὸς ρωτάει γιὰ τὸ αὐτονόητο; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἤθελε ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγειά του; Ποιὸς στραβὸς δὲν θέλει τὸ φῶς του; Ὅμως ὁ Χριστὸς στέκεται μὲ βαθὺ σεβασμὸ μπροστὰ στὴν ἐλευθερία, στὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος π.Ἀθανάσιος Γιέφτιτς: «Ὁ Χριστὸς εἰσῆλθε στὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα χωρὶς νὰ καταργήσει τὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς νὰ καταστήσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ὡς Θεός, σύστημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἦρθε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι γιὰ κάποιο σύστημα.
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὄχι σύστημα. Εἶναι ἀπαίσιος καὶ
ἀπαράδεκτος ἕνας Θεὸς ποὺ γίνεται σύστημα». Κάτι ὑποχρεωτικὸ δηλαδὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀναφέρει στὴ συνέχεια τὸν ἄνθρωπο (ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» τοῦ
Ντοστογιέσφκι), ποὺ διαμαρτύρεται «ἐναντίον τοῦ συστήματος ποὺ θέλει νὰ λύσει ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν θεραπεύσει, νὰ τὸν κάνει πράγματι τέλειο, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν ρωτάει, χωρὶς νὰ τὸν ὑπολογίζει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ὑπογείου ρωτάει: «Καλά, τέλος πάντων, σ’ αὐτὸ τὸ σύστημα ποὺ θά
’ναι ὅλα τέλεια, ἐγὼ δὲν θὰ μπορῶ νὰ διαμαρτυρηθῶ;» «Ὄχι, γιατὶ δὲν θὰ ἔχεις λόγο νὰ διαμαρτυρηθεῖς». «Ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν θὰ ἔχω λόγο ἢ ὄχι, ἔτσι ἀπὸ πεῖσμα, ἀπὸ κέφι, ἀπὸ παραξενιά, οὔτε στὴν τσέπη μου κρυφὰ δὲν θὰ μπορῶ νὰ δείξω ὅτι διαμαρτύρομαι;» «Ὄχι, ὄχι, γιατὶ θὰ ἔχει προβλεφθεῖ ἐκ τῶν προτέρων, θὰ ἔχει λυθεῖ καὶ θὰ ἔχει ἐκτοπισθεῖ ἡ διαμαρτυρία σου». «Τότε δὲν παραδέχομαι τέτοιο σύστημα, εἶναι παράλογο, εἶναι ἀνόητο καὶ παράξενο. Διαλέγω τὴν κόλαση καὶ γυρίζω τὸ εἰσιτήριο στὸν Θεό. Δὲν δέχομαι τὸν κόσμο του»…
Αὐτὸ βέβαια εἶναι καὶ τὸ τραγικὸ τῆς ὑπόθεσης: Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος γιὰ τὴ μοίρα του. Τὴν ἐλευθερία του δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαγοράσει οὔτε ὁ Χριστός. Σώζει ἢ καταδικάζει μόνος του τὸν ἑαυτό του. Θὰ κριθεῖ μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του, δὲν θὰ τὸν κρίνει ὁ Θεός. Μπορεῖ πράγματι νὰ ἐκλέξει καὶ τὴν κόλαση, νὰ ἐκλέξει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲν εἶχε καὶ αὐτὴ τὴ διάσταση ἡ ἐλευθερία, τότε, ναὶ μὲν θὰ ὑπῆρχε παράδεισος καὶ εὐτυχία γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἦταν ἐλεύθερος, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἦταν σύστημα καὶ
ὄχι Θεὸς ζῶν… Ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς πρόταση, ὡς ἄνοιγμα, ὡς δρόμος, ὡς δυνατότητα σωτηρίας καὶ ὄχι ὡς ἀναγκαστικὴ σωτηρία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ἀναγκαστικὴ ἐλπίδα. Εἶναι ἐλευθερία, ἀλλὰ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν δέχεται ἐν ἐλευθερίᾳ (Ἀπὸ τὴν ἐλευθερία στὴν ἀγάπη, ἐκδ. ΔΟΜΟΣ, 2012, σ. 52-55).
Μοιάζει καθόλου ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς «σωτήριες»
ὑποχρεωτικότητες, ποὺ ἐν καιρῷ πανδημίας ἐπιβάλλει τὸ σύστημα (ἡ πολιτική, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ δυστυχῶς ἐξουσία) στὸν ἄνθρωπο; Χωρὶς ἐλευθερία δὲν μιλᾶμε γιὰ ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ ζῶο μὲ χαλινάρι-θηλειὰ στὸν λαιμό. Τὸ ἄγεις καὶ τὸ φέρεις κατὰ βούληση, τὸ σφίγγεις ὅσο θέλεις καὶ τὸ πνίγεις κατὰ τὸ κέφι σου.
Χριστὸς ἀνέστη! Χρόνια πολλά! Καλὴ ἑβδομάδα!
Προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ: «Θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι;» Γιατί ὁ Χριστὸς ρωτάει γιὰ τὸ αὐτονόητο; Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἤθελε ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγειά του; Ποιὸς στραβὸς δὲν θέλει τὸ φῶς του; Ὅμως ὁ Χριστὸς στέκεται μὲ βαθὺ σεβασμὸ μπροστὰ στὴν ἐλευθερία, στὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος π.Ἀθανάσιος Γιέφτιτς: «Ὁ Χριστὸς εἰσῆλθε στὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα χωρὶς νὰ καταργήσει τὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς νὰ καταστήσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ὡς Θεός, σύστημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἦρθε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι γιὰ κάποιο σύστημα.
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὄχι σύστημα. Εἶναι ἀπαίσιος καὶ
ἀπαράδεκτος ἕνας Θεὸς ποὺ γίνεται σύστημα». Κάτι ὑποχρεωτικὸ δηλαδὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀναφέρει στὴ συνέχεια τὸν ἄνθρωπο (ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» τοῦ
Ντοστογιέσφκι), ποὺ διαμαρτύρεται «ἐναντίον τοῦ συστήματος ποὺ θέλει νὰ λύσει ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν θεραπεύσει, νὰ τὸν κάνει πράγματι τέλειο, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν ρωτάει, χωρὶς νὰ τὸν ὑπολογίζει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Ὑπογείου ρωτάει: «Καλά, τέλος πάντων, σ’ αὐτὸ τὸ σύστημα ποὺ θά
’ναι ὅλα τέλεια, ἐγὼ δὲν θὰ μπορῶ νὰ διαμαρτυρηθῶ;» «Ὄχι, γιατὶ δὲν θὰ ἔχεις λόγο νὰ διαμαρτυρηθεῖς». «Ἄσχετα ἀπὸ τὸ ἂν θὰ ἔχω λόγο ἢ ὄχι, ἔτσι ἀπὸ πεῖσμα, ἀπὸ κέφι, ἀπὸ παραξενιά, οὔτε στὴν τσέπη μου κρυφὰ δὲν θὰ μπορῶ νὰ δείξω ὅτι διαμαρτύρομαι;» «Ὄχι, ὄχι, γιατὶ θὰ ἔχει προβλεφθεῖ ἐκ τῶν προτέρων, θὰ ἔχει λυθεῖ καὶ θὰ ἔχει ἐκτοπισθεῖ ἡ διαμαρτυρία σου». «Τότε δὲν παραδέχομαι τέτοιο σύστημα, εἶναι παράλογο, εἶναι ἀνόητο καὶ παράξενο. Διαλέγω τὴν κόλαση καὶ γυρίζω τὸ εἰσιτήριο στὸν Θεό. Δὲν δέχομαι τὸν κόσμο του»…
Αὐτὸ βέβαια εἶναι καὶ τὸ τραγικὸ τῆς ὑπόθεσης: Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος γιὰ τὴ μοίρα του. Τὴν ἐλευθερία του δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαγοράσει οὔτε ὁ Χριστός. Σώζει ἢ καταδικάζει μόνος του τὸν ἑαυτό του. Θὰ κριθεῖ μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του, δὲν θὰ τὸν κρίνει ὁ Θεός. Μπορεῖ πράγματι νὰ ἐκλέξει καὶ τὴν κόλαση, νὰ ἐκλέξει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲν εἶχε καὶ αὐτὴ τὴ διάσταση ἡ ἐλευθερία, τότε, ναὶ μὲν θὰ ὑπῆρχε παράδεισος καὶ εὐτυχία γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἦταν ἐλεύθερος, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἦταν σύστημα καὶ
ὄχι Θεὸς ζῶν… Ὁ Χριστὸς προσφέρεται ὡς πρόταση, ὡς ἄνοιγμα, ὡς δρόμος, ὡς δυνατότητα σωτηρίας καὶ ὄχι ὡς ἀναγκαστικὴ σωτηρία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ἀναγκαστικὴ ἐλπίδα. Εἶναι ἐλευθερία, ἀλλὰ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν δέχεται ἐν ἐλευθερίᾳ (Ἀπὸ τὴν ἐλευθερία στὴν ἀγάπη, ἐκδ. ΔΟΜΟΣ, 2012, σ. 52-55).
Μοιάζει καθόλου ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς «σωτήριες»
ὑποχρεωτικότητες, ποὺ ἐν καιρῷ πανδημίας ἐπιβάλλει τὸ σύστημα (ἡ πολιτική, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ δυστυχῶς ἐξουσία) στὸν ἄνθρωπο; Χωρὶς ἐλευθερία δὲν μιλᾶμε γιὰ ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ ζῶο μὲ χαλινάρι-θηλειὰ στὸν λαιμό. Τὸ ἄγεις καὶ τὸ φέρεις κατὰ βούληση, τὸ σφίγγεις ὅσο θέλεις καὶ τὸ πνίγεις κατὰ τὸ κέφι σου.
Χριστὸς ἀνέστη! Χρόνια πολλά! Καλὴ ἑβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου