Ὁ Χριστὸς βρέθηκε δίπλα στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ (ποὺ λεγόταν καὶ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας ἢ τῆς Γαλιλαίας). Κόσμος πολὺς συγκεντρώθηκε νὰ τὸν ἀκούσει. Στὴν ἀκτὴ τῆς λίμνης εἶχαν ἀράξει δυὸ ψαροκάϊκα καὶ οἱ ψαράδες, μετὰ ἀπὸ ὁλονύχτια ἄκαρπη προσπάθεια ψαρέματος, καθάριζαν καὶ τακτοποιοῦσαν τὰ δίχτυα τους. Γιὰ νὰ εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ ὅλο τὸ πλῆθος ὁ Χριστός, ἀνέβηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοιάρια καὶ τοὺς μίλησε. Ὅταν τελείωσε, εἶπε στὸν Πέτρο, ἕναν ἀπ’ τοὺς ψαράδες, νὰ ξαναρίξει τὰ δίχτυα στὴ θάλασσα. Ἐκεῖνος ὑπάκουσε καὶ πιάστηκαν τόσα ψάρια, ποὺ γέμισαν καὶ τὰ δυὸ πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κόντεψαν νὰ βουλιάξουν. Τότε ὁ Χριστὸς τοὺς κάλεσε νὰ γίνουν μαθητές του καὶ οἱ ψαράδες παράτησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν (Κυριακὴ Α ́ Λουκᾶ).
Οἱ ἀπόστολοι ἔκαμαν τὸ ἀνυπέρβλητο βῆμα, νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ πάντα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι, ποὺ ἀφορᾶ μόνο τοὺς λίγους αὐτοὺς καὶ συγκεκριμένους ἀνθρώπους ποὺ κλήθηκαν νὰ γίνουν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μᾶς. Καὶ
ὅμως, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κάτι ἀνάλογο κι ἐμεῖς. Κάτι πρέπει νὰ ἀφήσουμε, νὰ ἐγκαταλείψουμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστό. Τί μποροῦμε λοιπὸν νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ φύγουμε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε, γιὰ νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Χριστό. Νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι τοπικά, ἀλλὰ τροπικά. Ὄχι ἀλλάζοντας τὸν τόπο διαμονῆς μας, ἀλλὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ, ὄχι νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ γῆ μας, τὴ συγγένεια καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ὅπως ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ (καὶ ἀπὸ τὸν Λὼτ καὶ τοὺς ἀποστόλους ἀργότερα), ἀλλὰ νὰ μεταβάλουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς ὑπέδειξε μιὰ νέα ζωὴ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε. «Ἐν καινότητι ζωῆς περιπα-
τήσωμεν» (Ρωμ. 6, 4). Ζούσαμε κάποτε στὸ σκότος καὶ μᾶς ἔφερε στὸ φῶς. Θέλει νὰ βαδίζουμε στὸ ἑξῆς «ὡς τέκνα φωτός». Ὄχι ὅπως ζεῖ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος. Νὰ μὴ συγκοινωνοῦμε μὲ τὰ ἄκαρπα ἔργα τοῦ σκότους, ἀλλὰ μὲ σοφία καὶ φρόνηση νὰ δοκιμάζουμε τί εἶναι εὐάρεστο στὸν Κύριο. «Συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου» (Ἐφ. 5, 8-17).
Μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸν συσχηματισμὸ μὲ τὸν παρόντα αἰώνα. Νὰ μὴν ἐξομοιώνεται ἡ ζωή μας μὲ τὴ ζωὴ τῶν ὑλοφρόνων ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι στὸν ἐπίγειο καὶ μόνο βίο. Μᾶς καλεῖ σὲ πνευματικὴ ἀνακαίνιση καὶ μεταμόρφωση τοῦ νοῦ μας (Ρωμ. 12, 2). Μᾶς παρακινεῖ νὰ βγοῦμε ἀπὸ ἕνα τέτοιο κόσμο. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου
αὐτῶν», ξεχωρίστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς «καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε». Δὲν ἐννοεῖ νὰ φύγουμε σὲ κάποια ἔρημο, ἀλλὰ νὰ διαφοροποιήσουμε πλήρως τὸν τρόπο ζωῆς μας, νὰ μὴν πράττουμε τίποτε κακὸ (Β ́ Κορ. 6, 17). Νὰ ἀφήσουμε τὰ ἐφάμαρτα θελήματα καὶ πάθη μας. Νὰ ζοῦμε ἐν τῷ κόσμῳ, χωρὶς νὰ εἴμαστε ἐκ τοῦ κόσμου (Ἰω. 15, 19).
Ἡ προσπάθεια αὐτὴ θέλει συνέπεια. Ὅποιος στρέφεται πάλι πρὸς τὰ πίσω δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δὲν θὰ ἐργαστεῖ ἀποτελεσματικὰ γι’ αὐτήν. Μοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ βάζει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι, ἀλλὰ κοιτάζει πίσω καὶ ὄχι μπροστά. Αὐτὸς δὲν θὰ ὀργώσει τὸ χωράφι του καλὰ (Λουκ. 9, 62). Ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ, ἐπειδὴ στράφηκε «εἰς τὰ ὀπίσω», ἔγινε στήλη ἅλατος (Γεν. 19, 26).
Ἀποταγὴ τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας δὲν γίνεται χωρὶς ρηξικέλευθο, ἀποστολικὸ φρόνημα. Μόνο ἂν κόψουμε τὸν ὀμφάλιο λῶρο ποὺ μᾶς δένει μαζί της, θὰ γίνουμε ἀκόλουθοι Χριστοῦ.
ὅμως, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κάτι ἀνάλογο κι ἐμεῖς. Κάτι πρέπει νὰ ἀφήσουμε, νὰ ἐγκαταλείψουμε κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστό. Τί μποροῦμε λοιπὸν νὰ κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ φύγουμε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε, γιὰ νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Χριστό. Νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι τοπικά, ἀλλὰ τροπικά. Ὄχι ἀλλάζοντας τὸν τόπο διαμονῆς μας, ἀλλὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ, ὄχι νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ γῆ μας, τὴ συγγένεια καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ὅπως ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ (καὶ ἀπὸ τὸν Λὼτ καὶ τοὺς ἀποστόλους ἀργότερα), ἀλλὰ νὰ μεταβάλουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς ὑπέδειξε μιὰ νέα ζωὴ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε. «Ἐν καινότητι ζωῆς περιπα-
τήσωμεν» (Ρωμ. 6, 4). Ζούσαμε κάποτε στὸ σκότος καὶ μᾶς ἔφερε στὸ φῶς. Θέλει νὰ βαδίζουμε στὸ ἑξῆς «ὡς τέκνα φωτός». Ὄχι ὅπως ζεῖ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος. Νὰ μὴ συγκοινωνοῦμε μὲ τὰ ἄκαρπα ἔργα τοῦ σκότους, ἀλλὰ μὲ σοφία καὶ φρόνηση νὰ δοκιμάζουμε τί εἶναι εὐάρεστο στὸν Κύριο. «Συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου» (Ἐφ. 5, 8-17).
Μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸν συσχηματισμὸ μὲ τὸν παρόντα αἰώνα. Νὰ μὴν ἐξομοιώνεται ἡ ζωή μας μὲ τὴ ζωὴ τῶν ὑλοφρόνων ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι στὸν ἐπίγειο καὶ μόνο βίο. Μᾶς καλεῖ σὲ πνευματικὴ ἀνακαίνιση καὶ μεταμόρφωση τοῦ νοῦ μας (Ρωμ. 12, 2). Μᾶς παρακινεῖ νὰ βγοῦμε ἀπὸ ἕνα τέτοιο κόσμο. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου
αὐτῶν», ξεχωρίστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς «καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε». Δὲν ἐννοεῖ νὰ φύγουμε σὲ κάποια ἔρημο, ἀλλὰ νὰ διαφοροποιήσουμε πλήρως τὸν τρόπο ζωῆς μας, νὰ μὴν πράττουμε τίποτε κακὸ (Β ́ Κορ. 6, 17). Νὰ ἀφήσουμε τὰ ἐφάμαρτα θελήματα καὶ πάθη μας. Νὰ ζοῦμε ἐν τῷ κόσμῳ, χωρὶς νὰ εἴμαστε ἐκ τοῦ κόσμου (Ἰω. 15, 19).
Ἡ προσπάθεια αὐτὴ θέλει συνέπεια. Ὅποιος στρέφεται πάλι πρὸς τὰ πίσω δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δὲν θὰ ἐργαστεῖ ἀποτελεσματικὰ γι’ αὐτήν. Μοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ βάζει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι, ἀλλὰ κοιτάζει πίσω καὶ ὄχι μπροστά. Αὐτὸς δὲν θὰ ὀργώσει τὸ χωράφι του καλὰ (Λουκ. 9, 62). Ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ, ἐπειδὴ στράφηκε «εἰς τὰ ὀπίσω», ἔγινε στήλη ἅλατος (Γεν. 19, 26).
Ἀποταγὴ τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας δὲν γίνεται χωρὶς ρηξικέλευθο, ἀποστολικὸ φρόνημα. Μόνο ἂν κόψουμε τὸν ὀμφάλιο λῶρο ποὺ μᾶς δένει μαζί της, θὰ γίνουμε ἀκόλουθοι Χριστοῦ.
Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου