Η
ανίκητη ελπίδα
Χρήστος
Χρηστοβασίλης
Ανήμερα τα Φώτα,
το δειλινό της παραμονής του Αϊ- Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις
παραμονές του Αϊ-Γιαννιού, έσφαξε μια παχιά και μεγάλη κότα, από τες
δέκα-δώδεκα κοτούλες που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε
και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ' ένα κακάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό
της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη
γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα, και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του
Αϊ- Γιαννιού, να' ρθει ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας του
Αϊ-Γιαννιού.
Αυτή
η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια.
Ήταν
ακόμη νια η κάκω η Μήτραινα, όταν χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον
μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτιά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα
στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον
είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να
χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από
τότε η δόλια η κάκω Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της,
έχοντας για μόνη συντροφιά της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια,
μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα και καμιά δεκαριά κότες, μ' έναν όμορφο πετεινό,
που της χρησίμευε κάθε πρωί σαν ωρολόγι, να την ξυπνάει για ν' ανάβει τη φωτιά
της και ν' αρχινάει το εργόχειρο της: ρόκα ή πλέξιμο ή μπάλωμα ή για να
πηγαίνει στο λόγγο να ζαλκώνεται και να κουβαλάει ξύλα.
Τα
νιόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι έρχονταν στην ξενιτιά, ποιο σε τρία, ποιο σε
τέσσαρα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της
Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε
χαμένο και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη
πληρώνει η κακομοίρα η κάκω Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα
έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και
πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' άσπρου.
—Ακούς
εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τι τον
μέλλ' αυτόν, σαν πληρώνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό
χρό... να μην έχει!
Είχε
πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της
φαίνονταν ότι το παιδί της ήταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα με το σωρό,
ότι απόχτησε χρήματα, κι ότι βρίσκεται στο δρόμο να 'ρχεται. Ζούσε η καημένη με
τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι ενώ
όλος ο κόσμος τη συμπονιόνταν, αυτή δεν το 'βανε κάτω, αλλ' απολογιόνταν με
θυμό;
—Μπα!
και ποιος σας πληρώνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα
ότι χάθηκε το παιδί μ' και δεν θα μόρθ; Αυτό ζει και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός!
Έτσι μου λέει η ελπίδα, πόχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!
Κάθε
δειλινάκι, χειμών' καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψει, άφηνε την
αργατιά της και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού,
που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι εκεί κάθονταν κι αγνάντευε τη στράτα, ως
μια ώρα μακριά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους
διαβάτες που έρχονταν και μοναχοκουβέντιαζε:
—Να!
αυτός είναι! Αυτός ο καβαλάρης! Κοίτα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς όρισες,
παιδί μ'! Καλώς -τα μάτια σ' τα δυο!
Και
ξεφώνιζε κι άνοιγε την αγκαλιά της