Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024
Ἡ ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου
28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006. Θεατρικό έργο: Πέρα από τα σύνορα του μίσους, Εκπαιδευτήρια Δουραχάνης.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024
Η πίστη Νικά. Κυριακή Ζ΄ Λουκά. Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε… Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε» (Λουκ. 8,48,50)
Χωρὶς Θεό, ἀγαπητοί μου, δὲ ζῇ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἔθνος καὶ λαὸς ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὸ Θεό.
Ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες. Ἀλλ᾽ ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή, ποιά ἀνταποκρίνεται στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαντῶ· ἡ θρησκεία ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἄνθρωπος ἁπλῶς, ὅπως ὁ Μωάμεθ ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Τούρκων ἢ ὅπως ὁ Βούδδας ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Ἰνδῶν, δὲν εἶνε ἕνας φιλόσοφος ἢ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς ἱστορίας.
Ὁ Χριστός, ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ῥίζα καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲ θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ γκρεμίσῃ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Θὰ πῇς· Μὰ ἐγὼ σήμερα θέλω ἀποδείξεις. Ὑπάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός;
Ὑπάρχουν πλῆθος ἀποδείξεις. Καὶ πρὶν ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματά του, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησαν. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δασῶν; Ἄλλο τόσο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός.
Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶνε μεγαλύτερο, τὸ ἄλλο μικρότερο. Ποιά εἶνε αὐτά;
* * *
Ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Μόλις τό ᾽μαθε ὁ κόσμος, αὐθορμήτως σχημάτισε διαδήλωσι· λαὸς πολὺς βγῆκε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ. Καθὼς περπατοῦσε ὁ Χριστός, ἦρθε ἕνας, ἔπεσε μπρούμυτα μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσε. Δὲν ἦταν φτωχὸς ζητιάνος· ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος. Ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ δυστυχισμένος. Μὲ τὰ λεφτά, βλέπετε, ἀγοράζεις τὰ πάντα, ἕνα δὲν ἀγοράζεις· τὴν εὐτυχία. Καὶ αὐτὸς ἦταν δυστυχισμένος, διότι μέσ᾽ στὸ σπίτι του συνέβη κακό.
Τὸ μονάκριβο κορίτσι του ἀρρώστησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· καί, μολονότι ξώδεψε πολλὰ γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, δὲν κατώρθωσε τίποτε. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κορίτσι πέθαινε. Ἀπελπισμένος βγῆκε στοὺς δρόμους. Πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι του. Ὁ Χριστὸς δέχθηκε. Ἀλλ᾽ ἐνῷ προχωροῦσαν γιὰ τὸ σπίτι, ἔρχεται ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ λέει· Τὸ κορίτσι σου πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστός, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, στρέφεται στὸν πατέρα καὶ λέει· Μὴ φοβᾶσαι· μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῇ.
Ομιλία του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.
Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς.
Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά.
Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω.
Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην.
Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα. Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς.
Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι.
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 27 Ὀκτωβρίου 2024, Ζ΄ Λουκᾶ (Λκ. η΄ 41-56)
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
+π. Ἀθανάσιος Χατζής, ὁμιλία στίς 26-10-1996, Παναγία Ντουραχάνης..
Περί της ανακομιδής των Ιερών λειψάνων του Νεομάρτυρος Γεωργίου Ιωαννίνων...
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024
Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς στ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 26-39)
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς.
Νιάτα, κρατήστε τη ζωή, κρατήστε την ελπίδα κρατήστε τη δύναμη που έχετε
Ομιλία ♱π. Αθανασίου Χατζή
071021
Ἐποχὴ δαιμονικὴ - βλασφημία Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39) (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Ὅπως στὸν καθρέφτη βλέπουμε τὴ μορφή μας καὶ εὐπρεπιζόμαστε, ἔτσι στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε ὄχι τὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀόρατο ἑαυτό μας, τὶς κα κίες καὶ τὰ πάθη μας, γιὰ νὰ τὰ διορθώνου με. Κι ὅπως δὲν ὑπάρχει σπίτι, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ φτωχό, χωρὶς καθρέφτη, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ οἰκογένεια χωρὶς Εὐαγγέλιο.
Σήμερα λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε μπροστά μας πάλι τὸν πνευματικὸ καθρέφτη καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας.
–Τὸν ἑαυτό μας; θὰ πῆτε· μὰ δὲ μιλάει γιὰ μᾶς τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ὅμως. Ἐλᾶτε νὰ δοῦμε μὲ συντομία τί μᾶς λέει ἡ περικοπὴ καὶ πῶς σ᾽ αὐτὴν καθρεφτίζεται ὁ ἑαυτός μας.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἦταν χτισμένο ἕνα χωριὸ ποὺ τὸ ἔλεγαν Γάδαρα. Στὸ χωριὸ αὐτὸ ζοῦ σε ἥσυχα ἕνας νέος. Ἐνῷ ὅμως ἦταν ἡ χαρὰ καὶ τὸ καμάρι τῶν γονέων του, ξαφνικὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄλλαξε.
Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του μπέρδεψε καὶ ἄρχισε νὰ βγάζῃ ἄσχημα λόγια. Ὠργιζόταν, θύμωνε, χτυπιόταν, ἔσχιζε
τὰ ροῦχα του καὶ παρουσιαζόταν γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του. Ἔβγαινε ἔξω, ἔτρεχε δεξιὰ κι ἀριστερά. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν στὸ σπίτι ἀλλὰ στὰ νεκροταφεῖα, μέσ᾿ στὰ μνήματα.
Πήγαιναν συγγενεῖς καὶ φίλοι νὰ τὸν πιάσουν,
Κυριακή ΣΤ’ Λουκά: Ομιλία περί της θεραπείας του δαιμονιζομένου των Γαδαρινών (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Η. 27 – 39.
Τω
καιρώ εκείνω, Εξελθόντι τω Ιησού εις την γην των Γαδαρινών, υπήντησεν
αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και
ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις
μνήμασιν. Ιδών δέ τον Ιησούν και ανακράξας, προσέπεσεν αυτώ και φωνή
μεγάλη είπε: τί εμοί και σοί, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; Δέομαί
σου, μή με βασανίσης. Παρήγγειλε γάρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν
απο του ανθρώπου. Πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο
αλύσεσι, και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό
του δαίμονος εις τας ερήμους. Επηρώτησε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων: τί σοί
εστιν όνομα? Ο δέ είπε, λεγεών’ ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν’
και παρεκάλει Αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. Ήν
δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει, και παρεκάλουν αυτόν
ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς.
Εξελθόντα δέ τα δαιμόνια απο του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους,
και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη.
Ιδόντες δέ οι βόσκοντες το γεγενημένον, έφυγον, και απήγγειλαν εις την
πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δέ ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς
τον Ιησούν» και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ’ ού τα δαιμόνια
εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και
εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δέ αυτοίς οι
Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Δ΄ Λουκᾶ, τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Λουκ. η΄ 5-15)
ἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Κυριακή τοῦ Σπορέως καί κατά αἱρετικῶν
Ἱερά Μονή Παναγίας Δουραχάνης
Κυριακή Δ΄Λουκᾶ
Ὁμιλία ♱π. Ἀθανασίου Χατζῆ
081013
Σαν σήμερα
Κυριακή Δ' Λουκά Η ακαρπία
Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης
π.Αυγουστίνου Καντιώτου
Ωραῖο, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ θέαμα τῆς ὑπαίθρου τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ φθινοπώρου. Ἀρχίζει μάχη γιὰ τὴ σπορά.Χαρὰ Θεοῦ!
Οἱ
γεωργοὶ κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ σπόρος
στὴ γῆ. Ἐμπιστεύονται τὶς ἐλπίδες τους στὸν Κύριο. Ἀλλ᾿ ἂν εἶνε ὡραῖο
στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸ θέαμα τῆς σπορᾶς στοὺς ἀγρούς, ἀσυγκρίτως
ὡραιότερο στὰ μάτια τῶν ἀγγέλων εἶνε τὸ θέαμα μιᾶς ἄλλης σπορᾶς, σπορᾶς
πνευματικῆς, ποὺ γίνεται στὶς ψυχές. Σπέρνει συνεχῶς ὁ Κύριος· σπόρος ἡ
ἀλήθεια του, γῆ οἱ καρδιές μας.
Ἑκατομμύρια ἀντίτυπα τῆς ἁγίας Γραφῆς
τυπώνονται καὶ κυκλοφοροῦν. Χιλιάδες κήρυκες κηρύττουν. Καὶ τώρα, ποὺ
τελειοποιήθηκαν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας καὶ ἐνημερώσεως, καὶ διὰ τῶν
αἰθέρων μεταδίδεται ἡ φωνὴ τοῦ κηρύγματος παντοῦ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι
λυπηρό. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ
Κυριακή Δ’ Λουκά Λόγος στο ευαγγέλιο που λέγει «βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του»
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς
Βγήκε
ο Κύριος να σπείρει τον σπόρο του. Πού; Στις καρδιές των ανθρώπων γιατί
αυτές είναι τα χωράφια που δέχονται τα πνευματικά σπέρματα. Από αυτές
άλλες μοιάζουν με δρόμο, καταπατημένες κατά κάποιο τρόπο και
καταπιεσμένες από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη και από τους
επόπτες αυτών, τους πονηρότατους δαίμονες, άλλες μοιάζουν με πετρώδη γη,
όσες από μικροψυχία και πώρωση δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέχρι το
τέλος τα σπέρματα της διδασκαλίας και να καρποφορήσουν με αυτά καρπούς
προς αιώνια ζωή, και άλλες μοιάζουν με γεμάτο από αγκάθια έδαφος, επειδή
το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στα κτήματα και τον πλούτο και τις
πρόσκαιρες απολαύσεις και στα προερχόμενα από αυτές.
Καθώς
λοιπόν παρατηρούνται πολλές διαφορές στις καρδιές τών ανθρώπων, «βγήκε»
λέγει, «ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του· και καθώς έσπερνε, άλλος
έπεσε στο δρόμο και καταπατήθηκε και το κατέφαγαν τα πετούμενα του
ουρανού».
Ένα μέρος λοιπόν, λέγει, ότι έπεσε στο δρόμο, δηλαδή σε
Μνήμη των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
1. Την μνήμη των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787) εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας. Μία αίρεση προκάλεσε και την σύνοδο αυτή, η αίρεση της Εικονομαχίας. Πέρα από το αναμφισβήτητο χριστολογικό περιεχόμενό της είχε η Εικονομαχία και σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ήταν μια απροκάλυπτη επίθεση της Πολιτείας, που δεν ενεργούσε πια ως «διάκονος Θεού εις το αγαθόν» (Ρωμ. ιγ’ 3), εναντίον της Εκκλησίας. Οι δύο διακονίες του Γένους, η «Ιερωσύνη» και η «Βασιλεία», η ιερατική και η πολιτειακή διακονία, βρίσκονται αντιμέτωπες. Εγείρεται η επιδίωξη της Πολιτείας να υποτάξει την Εκκλησία, σε μια πρωτοφανή έκρηξη πολιτειοκρατίας. Η αίρεση ήταν το πνευματικό υπόβαθρο του προβλήματος.
Αίρεση, λοιπόν, κυρίως η Εικονομαχία, όπως τόσες άλλες, που συγκλόνισαν την Εκκλησία μας στη διαιώνια πορεία της. Πώς όμως συνέβη τούτο; Πώς δηλαδή απείλησε η αίρεση την Εκκλησία και πώς εξουδετερώθηκε ο κίνδυνος αυτός; Αυτό θα επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε στη συνέχεια.
2. Ό,τι είναι αναγκαίο για την σωτηρία μας μας το εφανέρωσε ο Θεός «πολυμερώς και πολυτρόπως», καθ’ όλη την εξέλιξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, από τους χρόνους της Π. Διαθήκης, κυρίως όμως στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Κύριός μας έγινε «υπογραμμός, ίνα τοις ίχνεσιν αυτού επακολουθήσωμεν» (Α’ Πέτρ. β’ 21). Γιατί μας απεκάλυψε εκείνο που αυτός ήταν (την οδό, την αλήθεια και τη ζωή) και έζησε εκείνο, που εδίδαξε. Δεν μας εξήγησε δηλαδή μόνο τί είναι αλήθεια, αλλά μας εφανέρωσε την ίδια την Αλήθεια, το Πρόσωπό του δηλαδή που είναι η μόνη και γι’ αυτό αιώνια αλήθεια. Απάλλαξε τον άνθρωπο από την αγωνιώδη προσπάθεια να βρει την αλήθεια. Γιατί βλέποντας τον Χριστό και το έργο του, έχει
Κυριακή Δ’ Λουκά: η παραβολή του σπορέως (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας)
Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. η΄ [Λουκά 8, 4-15] Κεφ. 8, στίχος 4: «εἶπε διὰ παραβολῆς (: μίλησε με παραβολή)»: Οι μακάριοι προφήτες παρουσίαζαν με πολλούς τρόπους τους λόγους τους για τον Χριστό. Γιατί άλλοι Τον προανήγγειλαν ότι θα έρθει ως φως, και άλλοι ότι θα έρθει με τάξη και μεγαλοπρέπεια βασιλική. Και πράγματι είπε κάποιος από αυτούς: «Ἰδοὺ γὰρ βασιλεὺς δίκαιος βασιλεύσει, καὶ ἄρχοντες μετὰ κρίσεως ἄρξουσι. καὶ ἔσται ὁ ἄνθρωπος κρύπτων τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ κρυβήσεται ὡς ἀφ᾿ ὕδατος φερομένου· καὶ φανήσεται ἐν Σιὼν ὡς ποταμὸς φερόμενος ἔνδοξος ἐν γῇ διψώσῃ (: Διότι ιδού, ένας βασιλέας δίκαιος θα βασιλεύσει στην Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτού θα κρίνουν και θα αποφασίζουν με δικαιοσύνη και ευθύτητα. Τότε ο άνθρωπος θα κρύπτει και θα φυλάττει στο βάθος της καρδιάς του ως θησαυρό τους λόγους της δικαιοσύνης και προστατευόμενος για την δικαιοσύνη του από τον Θεό, θα αποφύγει τα δεινά, τα οποία σαν πλημμύρα ύδατος θα επέρχονται εναντίον του. Και θα φανεί στην Ιερουσαλήμ σαν πλούσιος ποταμός, περίφημος, σε ξηρά και διψασμένη γη)» [Ησ. 32, 1-2].
Ότι βέβαια ο λόγος του Κυρίου είναι κατά κάποιο τρόπο πάντοτε κρυμμένος, είναι φανερό. Έτσι μας τον παρουσίασε και ο μακάριος Ψαλμωδός να λέγει: «ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς (: Θα αρχίσω με διδακτικές παραβολικές ιστορίες, γεμάτες ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα)» [Ψαλ. 77, 2]. Πρόσεχε λοιπόν ότι εκπληρώθηκε αυτό που ειπώθηκε από τον Ψαλμωδό. Γιατί συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος γύρω από τον Ιησού από όλη την Ιουδαία, και τους μιλούσε με παραβολές. Επειδή όμως εκείνοι δεν ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστήρια τη βασιλείας των ουρανών, ο λόγος δεν ήταν φανερός και απόλυτα κατανοητός σε όλους. Γιατί δε ζητούσαν κανένα λόγο
Κυριακή Δ’ Λουκά (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
(Λουκ. η’, 4-15)
Αυτό που έλεγα προηγουμένως ότι, όταν λείπη η αρετή είναι όλα περιττά, αποδεικνύεται τώρα πλουσιώτατα. Εγώ έλεγα ότι και η ηλικία και η ιδιοσυγκρασία, και η κατοικία στην έρημο και τα παρόμοια δεν ωφελούν, όταν λείπη η αγαθή προαίρεση. Αυτό γίνεται ολοφάνερο από δω.
Ενώ μιλούσε στον κόσμο, του είπε κάποιος ότι η μητέρα σου και τ’ αδέλφια σου σ’ αναζητούν. Κι αυτός είπε· Ποια είναι η μητέρα μου και ποια τ’ αδέλφια μου; Αυτά τα έλεγε όχι επειδή ντρεπόταν τη μητέρα, ούτε γιατί αρνιόταν εκείνην, που τον είχε γεννήσει -αν ντρεπόταν δε θα γεννιόταν απ’ αυτήν. Ήθελε να φανερώση, ότι σε τίποτα δεν την ωφελούσε αυτό, αν δεν κάνη όλα όσα πρέπει. Κι αυτό που έκαμε ήταν περιττή φιλοδοξία· ήθελε να δείξη στον κόσμο ότι έχει στο χέρι το παιδί και το διατάζει· δεν υποψιαζόταν ακόμα τίποτα γι’ αυτόν σπουδαίο· για τούτο και ήρθε κοντά του άκαιρα.
Προσέξετε λοιπόν κι εκείνης την απερισκεψία κι αυτών. Έπρεπε να μπουν μαζί με τον κόσμο και ν’ ακούσουν κι αν δεν τους άρεσε αυτό, να περιμένουν να τελειώση το λόγο του και τότε να πλησιάσουν. Αυτοί όμως τον καλούν έξω και μάλιστα μπροστά σ’ όλους, δείχνοντας περιττή φιλοδοξία και θέλοντας ν’ αποδείξουν ότι του επιβάλλονται με πολλήν εξουσία. Αυτό το δείχνει κι ο Ευαγγελιστής κατηγορώντας τους. Αυτό ακριβώς υπονοεί όταν λέη· Ενώ μιλούσε αυτός ακόμα στον κόσμο. Σα να λέη· Δεν ήταν άλλη ώρα; Δεν μπορούσαν να μιλήσουν ιδιαιτέρως; Μα και για ποιο λόγο ήθελαν να μιλήσουν;
Αν ήταν για την υπεράσπιση της αλήθειας, έπρεπε να μιλήσουν φανερά και μπροστά σε όλους, ώστε να ωφεληθούν και οι άλλοι· αν όμως για πράγματα με ατομικό ενδιαφέρον δεν έπρεπε να βιάζωνται τόσο. Αφού δεν επέτρεψε την ταφή του πατέρα, για να μην εμποδιστούν να τον ακολουθήσουν, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να διακόψη την ομιλία του για χάρη ανθρώπων χωρίς συγγενική σχέση. Φανερό λοιπόν πως από κενοδοξία μόνο ενεργούσαν έτσι. Αυτό το έλεγε και ο Ιωάννης ότι ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. Κι επαναλαμβάνει τα λόγια τους, που είναι γεμάτα από αστοχασιά· ότι τον τραβούσαν προς τα Ιεροσόλυμα, όχι γι’ άλλο λόγο αλλά να κερδίσουν δόξα από τα θαύματά του. Αν κάμης αυτά τα θαύματα,
Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024
Η αξία της ταπείνωσης
Η κάθε καλή ιδέα που έρχεται στον ανθρώπινο νου, είναι από άνω, από το Θεό.
Μόνο ότι κατεβάζει η μύτη μας με το συνάχι είναι δικό μας.
Είτε καθρέπτης είναι κανείς είτε καπάκι από κονσερβοκούτι, εάν δεν πέσουν οι ηλιακές ακτίνες δεν λαμποκοπάει.
Μη στεναχωριέστε, εάν έχετε ελαττώματα κληρονομικά, αλλ' ούτε να καμαρώνετε για τις κληρονομικές σας αρετές, διότι ο Θεός θα εξετάσει την εργασία που έκανε ο άνθρωπος στον παλαιό του άνθρωπο.
Εάν ο ήπιος χαρακτήρας βοηθάει μια φορά για την πνευματική πρόοδο, ο θυμώδης βοηθάει πιο πολύ, αρκεί τη δύναμη αυτή του θυμού να την στρέψει εναντίον του
κακού, των ψυχικών του παθών.
Όπως η ξυλόγλυπτη εικόνα έχει ατελείωτη δουλειά, όταν δουλευτεί με φακό, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου
Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Γ΄ Λουκᾶ
αὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.
ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·
καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
ἔλαβε
δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας
ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Κυριακή Γ΄Λουκᾶ. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κυριακή Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄11-16) Εἰς τὸ τῆς τρίτης Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ Εὐαγγέλιον ὑπόθεσιν ἔχον τὸν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐγερθέντα τῆς χήρας παῖδα. Ὁμιλία μβ΄. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Παρουσιάζοντας ὁ μέγας Παῦλος τὴ θεϊκότητα καὶ τὴν ὠφελιμότητα τῆς πίστεως καὶ ἀναφέροντας τὰ ἔργα της καὶ τοὺς ἄθλους καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴ δύναμή της, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τίποτα δὲν ὑπάρχει ἀρχαιότερο. Μὲ τὴν πίστη, λέει, κατανοοῦμε ὅτι ἀποτελέστηκαν οἱ αἰῶνες μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δημιουργηθοῦν τὰ ὁρατὰ ἀπὸ ἀόρατα καὶ τελειώνει στὴ μελλοντική, παναθρώπινη ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων, ποὺ θὰ συμβῆ τότε, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτα δὲν εἶναι τελειότερο. Κι ἐνῶ κάμει τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους δίνουν μαρτυρία γι’ αὐτὴν, προσθέτει καὶ τοῦτο· Ἐξ αἰτίας τῆς πίστης τους ξαναπῆραν γυναῖκες μὲ ἀνάσταση τοὺς νεκρούς τους. Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαμαφθία καὶ ἡ Σουμανίτιδα. Ἀπ’ αὐτὲς ἡ πρώτη πῆρε ζωντανὸ τὸ νεκρὸ γιό της μὲ θαῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία, καὶ ἡ Σουμανίτιδα μὲ θαῦμα τοῦ Ἐλισσαίου τὸ δικό της. Ἡ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς ἔδειξε μὲ τὰ ἔργα της μεγάλη πίστη. Ἡ Σαραφθία εἶδε τὴν αὔξηση τῶν τροφίμων, ποὺ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ προφήτης καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της ἔθρεψε τὸν προφήτη ἀπὸ τὴ φούχτα τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λίγο λάδι, ποὺ μόνο εἶχε νὰ φάη μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της καὶ νὰ πεθάνη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ γιός της -ἦταν μεγάλη ἡ ἀρρώστια του, ὥσπου δὲν τοῦ ἀπόμεινε πιὰ πνοὴ ζωῆς- αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, οὔτε τὸν κατηγόρησε, οὔτε ξέφυγε ἀπὸ τὴ θεοσέβεια ποὺ εἶχε ἀπ’ αὐτὸν διδαχθῆ, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της καὶ νόμισε ὅτι οἱ ἁμαρτίες της ἦταν αἰτία τῆς δυστυχίας της. Ἔλεγε μέσα στὴ συμφορά της τὸν Ἠλία «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» κι ἔριχνε τὶς αἰτίες στὸν ἑαυτό της. Τοῦ ἔλεγε σοβαρὰ καὶ καθόλου εἰρωνικά, τί θέλεις ἀπὸ μένα ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Μπῆκες στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ μοῦ θυμίσης τὶς ἁμαρτιές μου καὶ νὰ θανατώσης τὸ γιό μου; Εἶσαι φῶς, λέει, κατὰ συμμετοχή, ἐπειδὴ εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ μὲ τὸν ἐρχομό σου ἔκαμες φανερὰ τὰ ἀθώρητα ἀμαρτήματά μου. Αὐτὸ σκότωσε τὸ γιό μου. Βλέπετε πίστη γυναίκας ἀλλόφυλης, βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτὸ καὶ πρώτη ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνη τὸ πρότυπο τῆς κλήσης καὶ τῆς πίστεως τῶν ἐθνῶν. Ἔπειτα ἔλαβε ζωντανὸ καὶ τὸ γιό της. Ἡ Σουμανίτιδα πάλι καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο κι’ ἀπὸ τὴν ἑτοιμασία της νὰ τὸν ὑποδεχθῆ καὶ ἀπὸ τὴν μετριοπάθεια ποὺ ἔδειξε, ὅταν πέθανε τὸ παιδί της, φανέρωσε τὴν πίστη της. Ἀφοῦ ἔκρυψε σιωπηλὰ τὸ δυστύχημά της ἔτρεξε στὸν προφήτη, τὸν τράβηξε στὸ σπίτι της λέγοντας· «Ζῆ ὁ Κύριος καὶ ζῆ ἡ ψυχή του, ἄν σ’ ἐγκαταλείψω». Μὲ τὴν πίστη της αὐτὴ ἔλαβε ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη τὸ γιό της. Ὥστε δ ὲν εἶναι κατόρθωμα τῶν προφητῶν ἐκείνων τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ θαῦμα, οὔτε τῆς πίστης μόνο τῶν μητέρων ἐκείνων, ποὺ δέχτηκαν τοὺς ἀναστημένους. Αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ, λέγοντας· Ἐξ αἰτίας τῆς πίστης τους ἔλαβαν γυναῖκες μὲ ἀνάσταση τοὺς νεκρούς τους.
Πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε το θάνατο
Αγίου Εφραίμ
Εσύ όμως εναντιώσου στον εχθρό και πες του: «Διώκτη και εχθρέ της ψυχής μου! Πάψε να μου βάζεις λόγια! Γατί, αν μ΄ αρπάξει ο θάνατος στα νιάτα μου και δεν προφτάσω να γεράσω, τι θ΄ απολογηθώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Να, βλέπω πολλούς νεώτερους να πεθαίνουν και πολλούς ηλικιωμένους να ζουν πολλά χρόνια ακόμη. Άγνωστη είναι στους ανθρώπους η
Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΠΕΛΑ
ἁμαρτία δώρισε στὸν ἄνθρωπο, τὸν θάνατο. Ἕνα νέο παιδί, ὁ
μονογενὴς υἱὸς μιᾶς χήρας, εἶναι στὸ φέρετρο. Ἡ μάνα του θρηνεῖ ἀπαρηγόρητη. Ὁ θάνατος τοῦ νέου παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος τῆς μάνας συνταράζουν βαθιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν δημιούργησε τὰ πλάσματά του γιὰ νὰ καταντοῦν σ’ αὐτὴ τὴν τραγωδία. Τὰ ἔφτιαξε γιὰ νὰ ζοῦν, ἀνώδυνα, χαρούμενα, παντοτινά. Δὲν εἶχε σχεδιάσει θάνατο. Πλησιάζει αὐτόβουλα τὴ χαροκαμένη μάνα καὶ τῆς λέει νὰ μὴν κλαίει ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας ἀμέσως πρὸς τὸ νεκρὸ παιδί, τὸ ἀνασταίνει μὲ μιὰ κουβέντα καὶ ἕνα ἄγγιγμα (Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ).
Ὁ θάνατος φαίνεται νὰ συντρίβει κυριολεκτικὰ τὴ ζωή. Εἶναι
ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἀσύλληπτο στὴ λογικὴ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ μυαλό μας ἀρνεῖται νὰ δεχτεῖ ἐπιστροφὴ στὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο, ἢ ὅτι ὑπάρχει συνέχειά της μετὰ τὸ βιολογικὸ τέλος. Τὸ θεωροῦμε παράλογο. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι εἶναι ὑπέρλογο. Ξεπερνάει τὴ λογική μας. Ὄχι παράλογο. Αὐτὰ ὅμως τὰ καταλαβαίνουμε μόνο, ἂν τὰ ζήσουμε. Διηγεῖται ὁ ἁγιορείτης γέροντας Νίκων:
Ἕνας ταξιτζὴς στὴν Ἀθήνα παίρνει ἀπὸ τὸ «Ἐλευθέριος Βενιζέλος» μιὰ κοπέλα, τὴν πηγαίνει σπίτι της στὴν Καλλιθέα.
Συζητάγανε στὸν δρόμο, μοῦ λέει, πραγματικὰ καλλιεργημένη, μορφωμένη, ἀξιόλογη κοπέλα. Φτάνουν στὸ σπίτι της, κοιτᾶνε τὸ ταξίμετρο, ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι της, δὲν φτάνανε.
-Συγγνώμην, λέει, ἔρχομαι. Κατεβαίνει κάτω, τὴ βλέπει, μπαίνει σπίτι καὶ περίμενε. Περίμενε, περίμενε, περίμενε…, λέει, τί ἔγινε; Μὲ ξέχασε; Κατεβαίνει, χτυπάει τὴν πόρτα, βγαίνει μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα.
Λέει, συγγνώμην, τὰ λεφτὰ γιὰ νὰ φύγω. -Ποιὰ λεφτά; λέει ἐκείνη.