Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Δουραχάνης
Πέμπτη, 080110
Ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ π.Ἀθανασίου Χατζῆ
Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Δουραχάνης
Πέμπτη, 080110
Ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ π.Ἀθανασίου Χατζῆ
(Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, Κεφ. 4, χωρία 12 έως 17)
Απόσπασμα από την ομιλία ΙΔ΄ του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου.
Ἀκούσας
δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν (:Όταν
δε ο Ιησούς άκουσε ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγή του Ηρώδη Αντύπα
και οδηγήθηκε στη φυλακή, αναχώρησε από την Ιουδαία για την Γαλιλαία).
Για
ποιον λόγο ο Ιησούς αναχωρεί; Επειδή πάλι θέλει να μας διδάξει να μη
σπεύδουμε να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπον τους πειρασμούς, αλλά να
υποχωρούμε και να απομακρυνόμαστε από αυτούς· διότι αξιοκατάκριτο δεν
είναι το να μη ρίχνεις τον εαυτό σου στον κίνδυνο, αλλά το να μην
αντισταθείς με γενναιότητα, όταν πέσεις σ’ αυτόν. Αυτό λοιπόν θέλοντας
να διδάξει και προσπαθώντας να περιορίσει τον φθόνο των Ιουδαίων,
αναχωρεί για την Καπερναούμ. Έτσι, αφενός και την προφητεία εκπληρώνει
και αφετέρου σπεύδει για να αλιεύσει τους μελλοντικούς διδασκάλους της
οικουμένης, επειδή βέβαια διέμεναν εκεί, ασχολούμενοι βιοποριστικά με το
ψάρεμα.
Εσύ, όμως, πρόσεξε, σε παρακαλώ, με ποιον τρόπο, από παντού
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Δ. 12 – 17.
Τω
καιρώ εκείνω, ακούσας ο Ιησούς ότι Ιωάννης παρεδόθη, ανεχώρησεν εις την
Γαλιλαίαν. Και καταλιπών την Ναζαρέτ, ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ
την παραθαλασσίαν, εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ, ίνα πληρωθή το
ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος: «γή Ζαβουλών και γή Νεφθαλείμ,
οδόν θαλάσσης, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο
καθήμενος εν σκότει είδε φώς μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά
θανάτου φώς ανέτειλεν αυτοίς.»
Απο τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν: «μετανοείτε, ήγγικε γάρ η βασιλεία των ουρανών.»
Απόδοση:
Όταν
έμαθε ο Ιησούς πως συνέλαβαν τον Ιωάννη, έφυγε για τη Γαλιλαία.
Εγκατέλειψε όμως τη Ναζαρέτ, και πήγε κι έμεινε στην Καπερναούμ, πόλη
που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης, στην περιοχή των φυλών Ζαβουλών και
Νεφθαλείμ.
Έτσι πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Ησαΐα που λέει:
Η
χώρα του Ζαβουλών και η χώρα του Νεφθαλείμ, εκεί που ο δρόμος πάει για
τη θάλασσα και πέρα από τον Ιορδάνη, η Γαλιλαία που την κατοικούν
ειδωλολάτρες, οι άνθρωποι που κατοικούν στο σκοτάδι είδαν φως δυνατό.
Και για όσους μένουν στη χώρα που τη σκιάζει ο θάνατος ανέτειλε ένα φως
για χάρη τους.
Από τότε άρχισε κι ο Ιησούς να κηρύττει και να λέει: «Μετανοείτε γιατί έφτασε η βασιλεία του Θεού».
(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
Ομιλία του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου, περί μετανοίας.
Μετανοείτε,
ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω
ευαγγελίω. Αυτά ήσαν τα πρώτα λόγια του κηρύγματος του θεανθρώπου Ιησού
Χριστού. Αυτά τα ίδια λόγια λέγει και σ’ εμάς μέχρι σήμερα, μέσω του
Ευαγγελίου.
Όταν επληθύνθη περισσότερον από κάθε άλλη εποχήν η
αμαρτία στον κόσμο, κατήλθε εδώ στην γη μας ο
Ἱερομονάχου +Ἀθανασίου Χατζῆ
καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Δουραχάνης
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
Σήμερα ἀνάμνηση καὶ σταθμὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Θὰ ἤθελα νὰ πῶ πρὸς τὸν ἑαυτὸ μου καὶ πρὸς τὴν ἀγάπη σας, ἂν μποροῦσα νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, θὰ ἤμουν ὄχι μόνο εὐτυχής, ἀλλά, ὁπωσδήποτε πολὺ πιὸ διαφορετικὸς καὶ πολὺ καλύτερος.
Στὴ
φύση σήμερα λυγίζουν τὰ βουνά, βλέπουν τὸν Δημιουργὸ νὰ κατεβαίνει σὰν
ἄνθρωπος. Ὁ Ἰορδάνης νὰ γυρίζει πίσω τὰ νερὰ ἀπὸ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν
ἀπορία. Τὰ πάντα ὅλα γύρω κάμπτουν γόνυ, γιὰ νὰ ὑμνήσουν, νὰ
εὐχαριστήσουν κι ἀποροῦν πόσο πολὺ ἀγαπάει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὴ
ἡ παντοδυναμία Του, αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θυσία ποὺ κάνει, ἡ ταπείνωση ποὺ
δέχεται, νὰ ἄρχεται ὁ Ἄναρχος, νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, ὅλα αὐτὰ τὰ
πράγματα πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν. Πρέπει νὰ ἀξιοποιήσουμε αὐτὰ τὰ
ὁποία ὁ Ἴδιος, εἴτε μᾶς τὰ ἔχει πεῖ μὲ τὸν Λόγο Του εἴτε ἀκόμα καὶ μὲ τὸ
Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, πού με ἀξίωσε να τελῶ, δίνει ἄφθονα πνευματικὰ
ἀγαθά. Γι’ αὐτό, λοιπόν, πόσο θὰ ἤθελα, αὐτὲς τὶς μέρες, νὰ νιώσουμε
αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὕστερα
τὰ πράγματα θὰ ἦταν ἀλλιῶς.
Πάντοτε λέω καὶ στὸν ἑαυτὸ μου καὶ σὲ
σᾶς, δὲν θέλω νὰ Τὸν φοβᾶμαι τὸν Θεό. Τὴν παντοδυναμία Του αὐτή, τὴ
δύναμη αὐτή, δὲν πρέπει νὰ τὴ φοβᾶμαι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ Τὸν γνωρίσω,
εἶναι συμφέρον μου νὰ ἔχω πραγματικὰ φιλία, νὰ εἶμαι φίλος Του κατὰ τὰ
λόγια
Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά
Η ανίκητη ελπίδα
Χρήστος Χρηστοβασίλης
Ανήμερα τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Αϊ- Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ-Γιαννιού, έσφαξε μια παχιά και μεγάλη κότα, από τες δέκα-δώδεκα κοτούλες που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ' ένα κακάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα, και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ- Γιαννιού, να' ρθει ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας του Αϊ-Γιαννιού.
Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια.
Ήταν ακόμη νια η κάκω η Μήτραινα, όταν χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτιά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα και καμιά δεκαριά κότες, μ' έναν όμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί σαν ωρολόγι, να την ξυπνάει για ν' ανάβει τη φωτιά της και ν' αρχινάει το εργόχειρο της: ρόκα ή πλέξιμο ή μπάλωμα ή για να πηγαίνει στο λόγγο να ζαλκώνεται και να κουβαλάει ξύλα.
Τα νιόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι έρχονταν στην ξενιτιά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρώνει η κακομοίρα η κάκω Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' άσπρου.
—Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρώνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχει!
Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη,
Μέγας Βασίλειος
[...]
6.
Έχεις πάλιν κακήν καταγωγήν και είσαι άσημος, πτωχός από πτωχούς, χωρίς
εστίαν, χωρίς πατρίδα, αδύνατος, στερείσαι τα καθημερινά, τρέμεις
αυτούς που κατέχουν την εξουσίαν, φοβάσαι και εντρέπεσαι όλους εξ αιτίας
της ταπεινότητος του βίου σου;
Αλλ’ ο «πτωχός, λέγει, δεν
απειλείται» μη λοιπόν απελπισθής· μη απορρίψης κάθε καλήν ελπίδα, διότι
τίποτε αξιοζήλευτον δεν έχεις εις το παρόν, αλλ’ οδήγησε την ψυχήν σου
υψηλά, και προς τα αγαθά, που έχει κιόλας δημιουργήσει διά σε ο Θεός και
προς αυτά, που σύμφωνα με την υπόσχεσίν του απόκεινται εις το μέλλον.
Και πρώτα – πρώτα είσαι λοιπόν άνθρωπος· το μόνον θεόπλαστον από τα ζώα.
Δεν
αρκεί λοιπόν αυτό, εφόσον στοχάζεσαι σωστά, το ότι έχεις διαπλασθή προς
την ουράνιον γαλήνην από τα ίδια τα χέρια του Θεού που εδημιούργησεν
όλα;
Έπειτα ότι, και επειδή έγινες σύμφωνα με την εικόνα του κτίστου
σου, ημπορεί με ενάρετον ζωήν να κατευθυνθής προς την αγγελικήν
ομοτιμίαν;
Έλαβες ψυχήν νοεράν με την οποίαν στοχάζεσαι τον Θεόν, με τον λογισμόν κατανοείς την φύσιν των όντων, δρέπεις τον γλυκύτατον