π. Γεώργιος Ἔξαρχος
ἐκπαιδευτικός, ΜΑ Κλασσικῆς Φιλολογίας, ὑπ. Δρ Ἱστορίας
ἐφημέριος Σιναϊτικοῦ μετοχίου Ἰωαννίνων
ἐκπαιδευτικός, ΜΑ Κλασσικῆς Φιλολογίας, ὑπ. Δρ Ἱστορίας
ἐφημέριος Σιναϊτικοῦ μετοχίου Ἰωαννίνων
Ἡ Μετάβαση ἀπὸ τὸν κλασσικό - ἑλληνιστικὸ κόσμο πρὸς τὸν χριστιανισμό, ἰδίως μετα τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, γίνεται σὲ τεντωμένο «πολιτιστικὰ» σχοινί! Σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπάρχουν ἀντιθέσεις ἀλλὰ καὶ συνθέσεις. Τὸ θέατρο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα.
Βλέπουμε πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ὁποῖοι τὸ πολεμοῦν στὰ κηρύγματά τους, θέλοντας νὰ προφυλάξουν τὸ ἄπειρο τότε πνευματικὰ ποίμνιό τους ἀπὸ τὰ πολλὰ παγανιστικὰ κατάλοιπα• βλέπουμε ὅμως
καὶ ἄλλους, ὀπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολογος νὰ προσπαθουν νὰ τὸ ἐντάξουν στὴν καινούργια «πνευματικὴ» πραγματικότητα, καὶ ἐν πολλοῖς τὸ καταφέρνουν.
Καταρχὰς ἡ σύζευξη τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης γίνεται ἐμφανὴς καὶ σὲ κάθε λογῆς θεατρικὴ δραστηριότητα . Στοὺς τρεὶς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν, τὸ ἑλληνικὸ θέατρο διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν διακωμώδηση τῆς χριστιανικῆς Πίστης.
Παρόλαυτα ὑπάρχουν θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ μέσω τοῦ θεάτρου ἡ Ἀλήθεια θριαμβεύει! Γνωστὴ εἶναι ἡ περίπτωση μεταστροφῆς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου του «ἀπὸ μίμων» τοῦ Ἐφεσίου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ
(270-275) στὴν Καισάρεια. Κατὰ τὴν διάρκεια παρωδίας τοῦ Βαπτίσματος συνέβη ἀγγελοφάνεια καὶ ὁ Πορφύριος ἐξῆλθε τοῦ «βαπτιστηρίου» ὁμολογῶντας πίστη στὸν Χριστό. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεατὲς πίστεψαν στὸν Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαταχθεῖ ἡ θανάτωση διὰ ξίφους πολλῶν ἐξ αὐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο στὶς 4 Νοεμβρίου 270 . Ἔτσι σήμερα θεωρεῖται ὁ προστάτης τῶν ἠθοποιῶν.
Σήμερα πολλὰ «δραματοποιημένα» κείμενα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι τὰ Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ του Μελωδοῦ μὲ τὰ δραματικά τους στοιχεῖα, τὴν χρήση τοῦ διαλόγου καθὼς καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ
μονολόγου. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος, ἐπίσκοπος Ὀλύμπου, ποὺ μαρτύρησε τὸ 312, συνέγραψε τὸ «Συμπόσιον τῶν δέκα Παρθένων», στὰ πρότυπα τῶν πλατωνικῶν διαλόγων. Ὁ ὕμνος αὐτὸς προκάλεσε πολλὲς συζητήσεις καὶ θεωρήθηκε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ θέατρο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκληθεῖ ὁ Μεθόδιος ἱδρυτὴς τοῦ «χριστιανικοῦ θεάτρου». Ἐξάλλου πρώτη φορὰ ὁ Πατριάρχης Θεοφυλάκτος (933-956) ἐπέτρεψε τὴν διοργάνωση ἐκκλησιαστικῶν «δραμάτων» στὸ ἐσωτερικό
τῶν ναῶν , ὅπως ἀργότερα καθιέρωσε καὶ ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1059) .
Σπουδαῖο ἐκκλησιαστικὸ δρᾶμα ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργο «Χριστός Πάσχων» , μὲ πλήρη τίτλο: «Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑπόθεσις δραματικὴ κατ’ Εὐριπίδην περιέχουσα τὴν δι’ ἡμᾶς γενομένην σάρκωσιν τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐν ἂὒτῶ κοσμοσωτήριον πάθος» .
Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι τὸ περιεχόμενό αὐτῶν τῶν ἔργων ἀντλεῖται ἀπὸ διάφορα καινοδιαθηκικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀνήκουν στὸν ἑορτολογικὸ «κύκλο τοῦ Πάσχα». Αὐτὰ τὰ δρώμενα θὰ ἐνταχθοῦν μὲ ἕναν φυσιολογικὸ καὶ «ἐκκλησιαστικὸ» τρόπο, κατὰ τόπους, στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δραματοποίηση τους, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἀποτελοῦσε μιὰ «οἰκονομία» γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους, ἀφοῦ καθιστοῦσε τὰ συγκεκριμένα γεγονότα πιὸ κατανοητὰ στοὺς πιστούς. Γνωρίζουμε ὅτι καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) εὐχαριστιόταν βλέποντάς τα, διότι συνδύαζαν «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου»! Τὰ δρώμενα αὐτά, θὰ μείνουν αὐστηρὰ στὸν χῶρο τῆς Λατρείας καὶ θὰ κινοῦνται στὰ πλαίσια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ὅπως οἱ «Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ», ἡ «Ἔγερση τοῦ Λαζάρου», ἡ «Βαϊφόρος», ὁ «Νιπτῆρας», ἡ «πρώτη Ἀνάσταση» καὶ τὸ «Ἄρατε πύλας» εἶναι ἀρκετὰ διαδεδομένα καὶ στὶς μέρες μας, εἰδικὰ στὴν Κύπρο καὶ στὴν Κρήτη, ἀλλὰ καὶ σὲ περιοχὲς τῆς παλαιᾶς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ὁ ἱστορικὸς Πόντος καὶ ἡ Καππαδοκία μέχρι τὴν Ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν.
Βέβαια δὲν πρόκειται γιὰ καθαρὰ θεατρικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐκτυλίσσονται στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἀλλὰ γιὰ καθαρὰ «σκηνοθετικὲς» πράξεις ποὺ εἶχαν σκοπὸ εἴτε νὰ ἑλκύσουν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων, εἴτε νὰ καταστήσουν τὶς ἐν λόγω
ἀκολουθίες πιὸ βιωματικές. Αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ μιὰ ἀπάντηση σὲ κατηγόρους του ποὺ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, στά περί θεατρικῆς παράστασης ἐντὸς τοῦ ναοῦ. «Εἰ δε καί τῆς καμίνου τῶν παίδων ἡμᾶς αἰτιάσονται, αλλ’ου χαιρήσουσιν ὅλως. Οὐ γάρ ἀνάπτομεν κάμινον, ἀλλά κηρούς μετά φώτων, καί θυμίαμα Θεῶ κατά τό ἔθος προσφέρομεν, καί ἄγγελον εἰκονίζομεν, οὑκ ἄνθρωπον ἀποστέλλομεν. Παῖδας δε μόνον ὑμνοῦντας, καθαρούς ὡς ἐκείνους τούς παῖδας τρεῖς παριστῶμεν ᾄδειν αὐτούς τήν ᾠδήν ἐκείνων ὡς παραδέδοται». Ὑποστήριξε δηλαδὴ ὁ Ἅγιος Συμεών, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ποτὲ δὲν ἐπέτρεψαν νὰ διοργανωθοῦν στοὺς ἱεροὺς ναοὺς θεατρικὲς παραστάσεις, σὲ
ἀντίθεση μὲ τοὺς Ῥωμαιοκαθολικούς.
Μία πολὺ παλαιὰ δραματοποιημένη ἀκολουθία ποὺ ἔφθασε ὡς τὶς μέρες μας εἶναι καὶ ὁ «Νιπτῆρας» ποὺ τελεῖται τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἱεροῦ Νιπτῆρος ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ παραστατικότερες ἀκολουθίες
τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ ρίζες της ἐντοπίζονται στοὺς πρώτους αἰῶνες διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ• μὲ διάφορες προσθαφαιρέσεις καὶ παραλλαγές, ἀναλόγως τῶν ἑκάστοτε τοπικῶν ἀναγκῶν. Ἀργότερα πραγματοποιοῦνταν μὲ ἀρκετὴ ἐπισημότητα στὴν Ἀγιὰ Σοφιά, καὶ στὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλὰ καὶ στὸ Ἱερὸν Παλάτιον. Ἐπιπλέον ἡ συγκεκριμένη ἀκολουθία τελοῦνταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη στὴν αὐλὴ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα ἀλλὰ καὶ στὴν Πάτμο, τὴν Σάμο καὶ τὴν Ἰκαρία• τελοῦνταν ὅμως καὶ τὴν Μεγάλη Τετάρτη τὸ ἀπόγευμα, σὲ πολλοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας, σὲ ἀνάμνηση τῆς πράξης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Μετὰ τὸ 1453 καὶ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης, ἡ τελετὴ τοῦ «Νιπτῆρος» συνεχίστηκε νὰ γίνεται στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κρουμβάχερ καὶ ὁ λαογράφος Φαίδων Κουκουλές.
Σήμερα αὐτὸ τὸ ἐθιμικὸ λειτουργικὸ δρᾶμα τοῦ «Νιπτῆρος» τελεῖται μὲ ἀρκετὴ ἐπισημότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὁ Ἑλληνορθόδοξος Πατριάρχης νίπτει τὰ πόδια 12 ἀρχιμανδριτῶν καὶ στὴν Πάτμο ὅπου ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου νίπτει τὰ πόδια δώδεκα μοναχῶν.
Ὅμως δὲν ἔλειψε αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ «Νιπτῆρος» οὔτε ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία μας. Ὑπάρχουν ἀξιόλογες ἀναπαραστάσεις ποὺ τὸ καταδεικνύουν μὲ χαρακτηριστικότερες ἀπὸ αὐτὲς νὰ κοσμοῦν τὸ καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δαφνίου καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ὅπου ἀναπαριστᾶται ἡ συγκεκριμένη πράξη τοῦ Κυρίου σὲ ψηφιδωτὰ ποὺ χρονολογοῦνται τὸν 11ο αἰῶνα. Ἐξάλλου, αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τὸ γεγονός, στὴν οὐσιαστική του μορφὴ εἶναι ποὺ ἐνέπνευσε τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ἡ πράξη τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἕνα τρανὸ καὶ συγκλονιστικὸ παράδειγμα πρὸς τοὺς Μαθητές.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στοὺς λόγους του, ἐκεῖνο τὸ τελευταῖο Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, πρὶν τὴν σύλληψη Του, τὸ ἑτοίμασε ὁ Ζεβεδαῖος. Ὁ Ζεβεδαῖος ἦταν ὁ αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὴν στάμνα μὲ τὸ νερό. Τότε ὁ Χριστός, εἰσάγει τοὺς Μαθητές Του στὸ ὄντως θαῦμα, στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ δικο μας Πάσχα. Αὐτὸ τὸ Πάσχα δὲν θὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τῶν Ἑβραίων, τὸ «νομικὸ» Πάσχα, διότι ἐδῶ ἔχουμε δεῖπνο, κάθισμα, ἔνζυμο ἄρτο καὶ νερό, ἀντιθέτως στὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα τὰ ἔχουμε ὅλα ἄζυμα καὶ ψημένα στὴν φωτιά. Ἔκατσε, λοιπόν, τότε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα Μαθητές Του στὰ
ἀνάκλιντρα γιὰ τὸ δεῖπνο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομο γράφει ὀτι ὁ Χριστὸς τὰ ἑτοίμασε ὅλα μόνος Του. Πρῶτα ὅμως σηκώθηκε, ἀφου εἶχαν ὁλοι καθίσει, ἄφησε κατω τα ρουχα Του καὶ ἔβαλε νερὸ στὸ δοχεῖο (νιπτῆρα). Αὐτὸ τὸ ἔπραξε θέλοντας μὲ τὸν τρόπο Του νὰ διδάξει τοὺς Μαθητές Του νὰ μὴν ἐπιζητοῦν τιμὲς καὶ πρωτεῖα. Γι΄ αὐτὸ τοὺς εἶπε χαρακτηριστικὰ μετὰ ἀπὸ τὴν νίψη τῶν ποδιῶν, ὅτι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ εἶναι τελευταῖος ἀπ’ ὅλους. Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς παραδειγματίσει μὲ τὴν πράξη Του. Πρῶτα ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση, ὁ ὁποῖος εἶχε καθίσει δίπλα Του μὲ ἀναίδεια. Ὕστερα πῆγε νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Πέτρου.
Αὐτὸς ὅμως, ὁρμητικὸς ὤν, σταματάει τὸν Χριστό, ὕστερα ὅμως ὑποχώρησε, διότι τὸν ἤλεγξε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν δείχνοντας ἔτσι τὴν ταπείνωση μὲ ἔμπρακτο τρόπο, πῆρε πάλι τὰ ροῦχα Του καὶ ξανακάθισε.
Στὴν συνέχεια ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη πρός τον πλησίον. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει γιὰ ἕνα ἄλλο θέμα, τὴν προδοσία. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ὅλοι θορυβήθηκαν γιὰ τὸ ποιός θὰ εἶναι ὁ προδότης, ὁ Ἰησοῦς μίλησε μὲ ἤρεμο τρόπο μόνο στὸν Ἰωάννη: «Αὐτός, στὸν ὁποῖο θὰ δώσω τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ βάλω στὸ κρασί, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ προδώσει». Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Διότι ἂν ὁ Πέτρος εἶχε ἀκούσει αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι ἐκρηκτικὸς χαρακτῆρας ποὺ ἦταν, θὰ χειροδικοῦσε στὸν Ἰούδα. Μετὰ ἀπὸ λίγο πῆρε τὸ ψωμὶ στὰ χέρια Του καὶ τὸ κρασὶ καὶ εἶπε τὰ γνωστὰ «Λάβετε φάγετε...» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτὸ ἐστι τὸ αἷμά μου...» Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφαγε ὁ Ἰούδας ἐκεῖνο τὸ ψωμί, κατοίκησε μέσα του ὁ διάβολος, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Καὶ συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστὴς λέγοντας ὅτι ἔφυγε κατ' εὐθεῖαν καὶ πῆγε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Κύριο στὴν τιμὴ τῶν τριάκοντα ἀργυρίων.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Χριστὸς «αὐτοεισάγεται» πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος Του, μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ὁποία «ἀνοίγει» τρόπον τινὰ τὸν δρόμο πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἡ ταπείνωση αὐτὴ εἶναι ποὺ καθαρίζει καὶ ἐξαγνίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
γιὰ νὰ τελειωθεῖ στὴν πορεία του πρὸς τὸ Φῶς.
Κλείνοντας θὰ ἠταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναφερθεῖ κάποιος στὴν περίπτωση τοῦ παπαΘανάση Χατζῆ. Τοῦ συγχρόνου ἁγίου καλογήρου τῶν Ἰωαννίνων, ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Δουραχάνης. Ὁ παπαΘανάσης ἵδρυσε ἐξ ἀπαλων ὀνύχων
οἰκοτροφεῖο, στὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ἐντὸς δημοτικὸ σχολεῖο καὶ γυμνάσιο, γιὰ κάθε εἴδους κατατρεγμένα παιδιά. Τὸ συγκεκριμένο εὐαγγελικὸ περιστατικὸ τοῦ Ἱεροῦ Νιπτῆρος εἶχε γίνει βίωμα καὶ στὸν γέροντα καὶ στὰ παιδιά. Ὅταν λοιπὸν ρωτούσαμε τὸν γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ τιμωροῦμε τὰ παιδιὰ ὅταν παραβαίνουν τοὺς κανόνες, μᾶς ἀπαντοῦσε μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ ἀγάπη τὰ ἑξῆς: "ἐγὼ νιᾶτα μου (ἔτσι μᾶς ἀποκαλοῦσε), ὅταν εἶχα τὸ οἰκοτροφεῖο τῶν ἀγοριῶν, ὅπου φιλοξενοῦσα παιδιὰ ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Πίνδου γιὰ νὰ μάθουν γράμματα, εἶχα βρεῖ ἕναν τρόπο ποὺ τὰ ἔκανε νὰ μὴν θέλουν νὰ ἐπαναλάβουν τὸ λάθος τους. Ἂν ἀργοῦσαν νὰ γυρίσουν ὅταν ἔβγαιναν ἔξω ἢ ἔκαναν κάποια ἄλλη πράξη ποὺ δὲν ταίριαζε, τοὺς περίμενα πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, γονατιστός, μὲ μιὰ πετσέτα στὸ χέρι καὶ μιὰ λεκάνη νερὸ καὶ τοὺς ζητοῦσα νὰ τοὺς πλύνω τὰ πόδια. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νικοῦσα τὴν κακὴ συνήθεια."
Καὶ πράγματι, οἱ οἰκογενειάρχες σήμερα, οἰκότροφοι τότε, ἐπιβεβαιώνουν πὼς ἦταν ἡ χειρότερη τιμωρία τῆς ζωῆς τους καὶ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν ὑποστεῖ, γιατί δὲν ἄντεχαν μπροστὰ στὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ ἀμίλητου ΠαπαΘανάση, ποὺ ἁπλὰ περίμενε νὰ τοὺς πλύνει τὰ πόδια καὶ ὄχι νὰ τοὺς βάλει τὶς φωνὲς ἢ νὰ τοὺς ἀπαριθμήσει τὰ σφάλματά τους καὶ νὰ τοὺς κάνει κήρυγμα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη κήρυττε πάντα τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Συνεπῶς ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ταπείνωση δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικοῦ τύπου ταπεινοσχημία, οὔτε κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Τὴν ταπείνωση ὁ χριστιανὸς τὴν βιώνει ὡς μοναδικότητα στὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Καὶ ὅπως τόνιζε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, προηγοῦνται οἱ σχέσεις μας μὲ τὸν πλησίον καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό.
Βλέπουμε πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ὁποῖοι τὸ πολεμοῦν στὰ κηρύγματά τους, θέλοντας νὰ προφυλάξουν τὸ ἄπειρο τότε πνευματικὰ ποίμνιό τους ἀπὸ τὰ πολλὰ παγανιστικὰ κατάλοιπα• βλέπουμε ὅμως
καὶ ἄλλους, ὀπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολογος νὰ προσπαθουν νὰ τὸ ἐντάξουν στὴν καινούργια «πνευματικὴ» πραγματικότητα, καὶ ἐν πολλοῖς τὸ καταφέρνουν.
Καταρχὰς ἡ σύζευξη τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης γίνεται ἐμφανὴς καὶ σὲ κάθε λογῆς θεατρικὴ δραστηριότητα . Στοὺς τρεὶς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν, τὸ ἑλληνικὸ θέατρο διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν διακωμώδηση τῆς χριστιανικῆς Πίστης.
Παρόλαυτα ὑπάρχουν θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ μέσω τοῦ θεάτρου ἡ Ἀλήθεια θριαμβεύει! Γνωστὴ εἶναι ἡ περίπτωση μεταστροφῆς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου του «ἀπὸ μίμων» τοῦ Ἐφεσίου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ
(270-275) στὴν Καισάρεια. Κατὰ τὴν διάρκεια παρωδίας τοῦ Βαπτίσματος συνέβη ἀγγελοφάνεια καὶ ὁ Πορφύριος ἐξῆλθε τοῦ «βαπτιστηρίου» ὁμολογῶντας πίστη στὸν Χριστό. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεατὲς πίστεψαν στὸν Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαταχθεῖ ἡ θανάτωση διὰ ξίφους πολλῶν ἐξ αὐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο στὶς 4 Νοεμβρίου 270 . Ἔτσι σήμερα θεωρεῖται ὁ προστάτης τῶν ἠθοποιῶν.
Σήμερα πολλὰ «δραματοποιημένα» κείμενα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι τὰ Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ του Μελωδοῦ μὲ τὰ δραματικά τους στοιχεῖα, τὴν χρήση τοῦ διαλόγου καθὼς καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ
μονολόγου. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος, ἐπίσκοπος Ὀλύμπου, ποὺ μαρτύρησε τὸ 312, συνέγραψε τὸ «Συμπόσιον τῶν δέκα Παρθένων», στὰ πρότυπα τῶν πλατωνικῶν διαλόγων. Ὁ ὕμνος αὐτὸς προκάλεσε πολλὲς συζητήσεις καὶ θεωρήθηκε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ θέατρο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκληθεῖ ὁ Μεθόδιος ἱδρυτὴς τοῦ «χριστιανικοῦ θεάτρου». Ἐξάλλου πρώτη φορὰ ὁ Πατριάρχης Θεοφυλάκτος (933-956) ἐπέτρεψε τὴν διοργάνωση ἐκκλησιαστικῶν «δραμάτων» στὸ ἐσωτερικό
τῶν ναῶν , ὅπως ἀργότερα καθιέρωσε καὶ ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1059) .
Σπουδαῖο ἐκκλησιαστικὸ δρᾶμα ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργο «Χριστός Πάσχων» , μὲ πλήρη τίτλο: «Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑπόθεσις δραματικὴ κατ’ Εὐριπίδην περιέχουσα τὴν δι’ ἡμᾶς γενομένην σάρκωσιν τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐν ἂὒτῶ κοσμοσωτήριον πάθος» .
Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι τὸ περιεχόμενό αὐτῶν τῶν ἔργων ἀντλεῖται ἀπὸ διάφορα καινοδιαθηκικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀνήκουν στὸν ἑορτολογικὸ «κύκλο τοῦ Πάσχα». Αὐτὰ τὰ δρώμενα θὰ ἐνταχθοῦν μὲ ἕναν φυσιολογικὸ καὶ «ἐκκλησιαστικὸ» τρόπο, κατὰ τόπους, στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δραματοποίηση τους, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἀποτελοῦσε μιὰ «οἰκονομία» γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους, ἀφοῦ καθιστοῦσε τὰ συγκεκριμένα γεγονότα πιὸ κατανοητὰ στοὺς πιστούς. Γνωρίζουμε ὅτι καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) εὐχαριστιόταν βλέποντάς τα, διότι συνδύαζαν «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου»! Τὰ δρώμενα αὐτά, θὰ μείνουν αὐστηρὰ στὸν χῶρο τῆς Λατρείας καὶ θὰ κινοῦνται στὰ πλαίσια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ὅπως οἱ «Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ», ἡ «Ἔγερση τοῦ Λαζάρου», ἡ «Βαϊφόρος», ὁ «Νιπτῆρας», ἡ «πρώτη Ἀνάσταση» καὶ τὸ «Ἄρατε πύλας» εἶναι ἀρκετὰ διαδεδομένα καὶ στὶς μέρες μας, εἰδικὰ στὴν Κύπρο καὶ στὴν Κρήτη, ἀλλὰ καὶ σὲ περιοχὲς τῆς παλαιᾶς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ὁ ἱστορικὸς Πόντος καὶ ἡ Καππαδοκία μέχρι τὴν Ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν.
Βέβαια δὲν πρόκειται γιὰ καθαρὰ θεατρικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐκτυλίσσονται στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἀλλὰ γιὰ καθαρὰ «σκηνοθετικὲς» πράξεις ποὺ εἶχαν σκοπὸ εἴτε νὰ ἑλκύσουν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων, εἴτε νὰ καταστήσουν τὶς ἐν λόγω
ἀκολουθίες πιὸ βιωματικές. Αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ μιὰ ἀπάντηση σὲ κατηγόρους του ποὺ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, στά περί θεατρικῆς παράστασης ἐντὸς τοῦ ναοῦ. «Εἰ δε καί τῆς καμίνου τῶν παίδων ἡμᾶς αἰτιάσονται, αλλ’ου χαιρήσουσιν ὅλως. Οὐ γάρ ἀνάπτομεν κάμινον, ἀλλά κηρούς μετά φώτων, καί θυμίαμα Θεῶ κατά τό ἔθος προσφέρομεν, καί ἄγγελον εἰκονίζομεν, οὑκ ἄνθρωπον ἀποστέλλομεν. Παῖδας δε μόνον ὑμνοῦντας, καθαρούς ὡς ἐκείνους τούς παῖδας τρεῖς παριστῶμεν ᾄδειν αὐτούς τήν ᾠδήν ἐκείνων ὡς παραδέδοται». Ὑποστήριξε δηλαδὴ ὁ Ἅγιος Συμεών, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ποτὲ δὲν ἐπέτρεψαν νὰ διοργανωθοῦν στοὺς ἱεροὺς ναοὺς θεατρικὲς παραστάσεις, σὲ
ἀντίθεση μὲ τοὺς Ῥωμαιοκαθολικούς.
Μία πολὺ παλαιὰ δραματοποιημένη ἀκολουθία ποὺ ἔφθασε ὡς τὶς μέρες μας εἶναι καὶ ὁ «Νιπτῆρας» ποὺ τελεῖται τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἱεροῦ Νιπτῆρος ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ παραστατικότερες ἀκολουθίες
τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ ρίζες της ἐντοπίζονται στοὺς πρώτους αἰῶνες διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ• μὲ διάφορες προσθαφαιρέσεις καὶ παραλλαγές, ἀναλόγως τῶν ἑκάστοτε τοπικῶν ἀναγκῶν. Ἀργότερα πραγματοποιοῦνταν μὲ ἀρκετὴ ἐπισημότητα στὴν Ἀγιὰ Σοφιά, καὶ στὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλὰ καὶ στὸ Ἱερὸν Παλάτιον. Ἐπιπλέον ἡ συγκεκριμένη ἀκολουθία τελοῦνταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη στὴν αὐλὴ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα ἀλλὰ καὶ στὴν Πάτμο, τὴν Σάμο καὶ τὴν Ἰκαρία• τελοῦνταν ὅμως καὶ τὴν Μεγάλη Τετάρτη τὸ ἀπόγευμα, σὲ πολλοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας, σὲ ἀνάμνηση τῆς πράξης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Μετὰ τὸ 1453 καὶ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης, ἡ τελετὴ τοῦ «Νιπτῆρος» συνεχίστηκε νὰ γίνεται στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κρουμβάχερ καὶ ὁ λαογράφος Φαίδων Κουκουλές.
Σήμερα αὐτὸ τὸ ἐθιμικὸ λειτουργικὸ δρᾶμα τοῦ «Νιπτῆρος» τελεῖται μὲ ἀρκετὴ ἐπισημότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὁ Ἑλληνορθόδοξος Πατριάρχης νίπτει τὰ πόδια 12 ἀρχιμανδριτῶν καὶ στὴν Πάτμο ὅπου ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου νίπτει τὰ πόδια δώδεκα μοναχῶν.
Ὅμως δὲν ἔλειψε αὐτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ «Νιπτῆρος» οὔτε ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία μας. Ὑπάρχουν ἀξιόλογες ἀναπαραστάσεις ποὺ τὸ καταδεικνύουν μὲ χαρακτηριστικότερες ἀπὸ αὐτὲς νὰ κοσμοῦν τὸ καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δαφνίου καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ὅπου ἀναπαριστᾶται ἡ συγκεκριμένη πράξη τοῦ Κυρίου σὲ ψηφιδωτὰ ποὺ χρονολογοῦνται τὸν 11ο αἰῶνα. Ἐξάλλου, αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τὸ γεγονός, στὴν οὐσιαστική του μορφὴ εἶναι ποὺ ἐνέπνευσε τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ἡ πράξη τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἕνα τρανὸ καὶ συγκλονιστικὸ παράδειγμα πρὸς τοὺς Μαθητές.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στοὺς λόγους του, ἐκεῖνο τὸ τελευταῖο Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, πρὶν τὴν σύλληψη Του, τὸ ἑτοίμασε ὁ Ζεβεδαῖος. Ὁ Ζεβεδαῖος ἦταν ὁ αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὴν στάμνα μὲ τὸ νερό. Τότε ὁ Χριστός, εἰσάγει τοὺς Μαθητές Του στὸ ὄντως θαῦμα, στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ δικο μας Πάσχα. Αὐτὸ τὸ Πάσχα δὲν θὰ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τῶν Ἑβραίων, τὸ «νομικὸ» Πάσχα, διότι ἐδῶ ἔχουμε δεῖπνο, κάθισμα, ἔνζυμο ἄρτο καὶ νερό, ἀντιθέτως στὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα τὰ ἔχουμε ὅλα ἄζυμα καὶ ψημένα στὴν φωτιά. Ἔκατσε, λοιπόν, τότε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα Μαθητές Του στὰ
ἀνάκλιντρα γιὰ τὸ δεῖπνο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομο γράφει ὀτι ὁ Χριστὸς τὰ ἑτοίμασε ὅλα μόνος Του. Πρῶτα ὅμως σηκώθηκε, ἀφου εἶχαν ὁλοι καθίσει, ἄφησε κατω τα ρουχα Του καὶ ἔβαλε νερὸ στὸ δοχεῖο (νιπτῆρα). Αὐτὸ τὸ ἔπραξε θέλοντας μὲ τὸν τρόπο Του νὰ διδάξει τοὺς Μαθητές Του νὰ μὴν ἐπιζητοῦν τιμὲς καὶ πρωτεῖα. Γι΄ αὐτὸ τοὺς εἶπε χαρακτηριστικὰ μετὰ ἀπὸ τὴν νίψη τῶν ποδιῶν, ὅτι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ εἶναι τελευταῖος ἀπ’ ὅλους. Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς παραδειγματίσει μὲ τὴν πράξη Του. Πρῶτα ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση, ὁ ὁποῖος εἶχε καθίσει δίπλα Του μὲ ἀναίδεια. Ὕστερα πῆγε νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Πέτρου.
Αὐτὸς ὅμως, ὁρμητικὸς ὤν, σταματάει τὸν Χριστό, ὕστερα ὅμως ὑποχώρησε, διότι τὸν ἤλεγξε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν δείχνοντας ἔτσι τὴν ταπείνωση μὲ ἔμπρακτο τρόπο, πῆρε πάλι τὰ ροῦχα Του καὶ ξανακάθισε.
Στὴν συνέχεια ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη πρός τον πλησίον. Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει γιὰ ἕνα ἄλλο θέμα, τὴν προδοσία. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ὅλοι θορυβήθηκαν γιὰ τὸ ποιός θὰ εἶναι ὁ προδότης, ὁ Ἰησοῦς μίλησε μὲ ἤρεμο τρόπο μόνο στὸν Ἰωάννη: «Αὐτός, στὸν ὁποῖο θὰ δώσω τὸ ψωμὶ ποὺ θὰ βάλω στὸ κρασί, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ προδώσει». Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Διότι ἂν ὁ Πέτρος εἶχε ἀκούσει αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι ἐκρηκτικὸς χαρακτῆρας ποὺ ἦταν, θὰ χειροδικοῦσε στὸν Ἰούδα. Μετὰ ἀπὸ λίγο πῆρε τὸ ψωμὶ στὰ χέρια Του καὶ τὸ κρασὶ καὶ εἶπε τὰ γνωστὰ «Λάβετε φάγετε...» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτὸ ἐστι τὸ αἷμά μου...» Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφαγε ὁ Ἰούδας ἐκεῖνο τὸ ψωμί, κατοίκησε μέσα του ὁ διάβολος, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Καὶ συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστὴς λέγοντας ὅτι ἔφυγε κατ' εὐθεῖαν καὶ πῆγε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Κύριο στὴν τιμὴ τῶν τριάκοντα ἀργυρίων.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Χριστὸς «αὐτοεισάγεται» πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος Του, μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ὁποία «ἀνοίγει» τρόπον τινὰ τὸν δρόμο πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἡ ταπείνωση αὐτὴ εἶναι ποὺ καθαρίζει καὶ ἐξαγνίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
γιὰ νὰ τελειωθεῖ στὴν πορεία του πρὸς τὸ Φῶς.
Κλείνοντας θὰ ἠταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναφερθεῖ κάποιος στὴν περίπτωση τοῦ παπαΘανάση Χατζῆ. Τοῦ συγχρόνου ἁγίου καλογήρου τῶν Ἰωαννίνων, ἡγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Δουραχάνης. Ὁ παπαΘανάσης ἵδρυσε ἐξ ἀπαλων ὀνύχων
οἰκοτροφεῖο, στὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ἐντὸς δημοτικὸ σχολεῖο καὶ γυμνάσιο, γιὰ κάθε εἴδους κατατρεγμένα παιδιά. Τὸ συγκεκριμένο εὐαγγελικὸ περιστατικὸ τοῦ Ἱεροῦ Νιπτῆρος εἶχε γίνει βίωμα καὶ στὸν γέροντα καὶ στὰ παιδιά. Ὅταν λοιπὸν ρωτούσαμε τὸν γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ τιμωροῦμε τὰ παιδιὰ ὅταν παραβαίνουν τοὺς κανόνες, μᾶς ἀπαντοῦσε μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ ἀγάπη τὰ ἑξῆς: "ἐγὼ νιᾶτα μου (ἔτσι μᾶς ἀποκαλοῦσε), ὅταν εἶχα τὸ οἰκοτροφεῖο τῶν ἀγοριῶν, ὅπου φιλοξενοῦσα παιδιὰ ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Πίνδου γιὰ νὰ μάθουν γράμματα, εἶχα βρεῖ ἕναν τρόπο ποὺ τὰ ἔκανε νὰ μὴν θέλουν νὰ ἐπαναλάβουν τὸ λάθος τους. Ἂν ἀργοῦσαν νὰ γυρίσουν ὅταν ἔβγαιναν ἔξω ἢ ἔκαναν κάποια ἄλλη πράξη ποὺ δὲν ταίριαζε, τοὺς περίμενα πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, γονατιστός, μὲ μιὰ πετσέτα στὸ χέρι καὶ μιὰ λεκάνη νερὸ καὶ τοὺς ζητοῦσα νὰ τοὺς πλύνω τὰ πόδια. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νικοῦσα τὴν κακὴ συνήθεια."
Καὶ πράγματι, οἱ οἰκογενειάρχες σήμερα, οἰκότροφοι τότε, ἐπιβεβαιώνουν πὼς ἦταν ἡ χειρότερη τιμωρία τῆς ζωῆς τους καὶ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν ὑποστεῖ, γιατί δὲν ἄντεχαν μπροστὰ στὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ ἀμίλητου ΠαπαΘανάση, ποὺ ἁπλὰ περίμενε νὰ τοὺς πλύνει τὰ πόδια καὶ ὄχι νὰ τοὺς βάλει τὶς φωνὲς ἢ νὰ τοὺς ἀπαριθμήσει τὰ σφάλματά τους καὶ νὰ τοὺς κάνει κήρυγμα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη κήρυττε πάντα τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Συνεπῶς ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ταπείνωση δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικοῦ τύπου ταπεινοσχημία, οὔτε κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Τὴν ταπείνωση ὁ χριστιανὸς τὴν βιώνει ὡς μοναδικότητα στὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Καὶ ὅπως τόνιζε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, προηγοῦνται οἱ σχέσεις μας μὲ τὸν πλησίον καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό.
Περιοδικό "πειραϊκή Ἐκκλησία"
Με εκτίμηση,
π. Γεώργιος Ἔξαρχος
ἐκπαιδευτικός, ΜΑ Κλασσικῆς Φιλολογίας, ὑπ. Δρ Ἱστορίας
ἐφημέριος Σιναϊτικοῦ μετοχίου Ἰωαννίνων
ἐκπαιδευτικός, ΜΑ Κλασσικῆς Φιλολογίας, ὑπ. Δρ Ἱστορίας
ἐφημέριος Σιναϊτικοῦ μετοχίου Ἰωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου