Πίστευε, ἀγάπα, συγχώρα καί προχώρα στή ζωή σου..... .

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Κυριακή Ε΄ Λουκᾶ, Στὸν Πλούσιο καὶ τὸ Λάζαρο







Ὁμιλία π. Ἀθανασίου Χατζῆ, Παναγία Ντουραχάνης.



Κυριακή E’ Λουκά: Ερμηνεία του Ευαγγελίου (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)



(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Ιστ. 19 – 31)

– Ήταν η περίπτωση του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου ιστορία ή παραβολή; Ποιός ο σκοπός της αναφοράς αυτής στο Ευαγγέλιο;

– Ποιά ενδύματα ελέγοντο βύσσος;

– Γιατί αναφέρεται μόνο το όνομα του πτωχού και όχι του πλουσίου;

– Εστράφη ο πτωχός εναντίον του Θεού για τα πολλά του πάθη; Κατηγόρησε τον πλούσιο για την στάση του;

– Τί σημαίνει ο "κόλπος του Αβραάμ" και γιατί δεν είπε και περί του πτωχού το ετάφη, όπως είπε για τον πλούσιο;

– Τί συμβαίνει στις ψυχές των δικαίων και τί στις ψυχές των αμαρτωλών μετά το θάνατό τους;

Ομιλία 48η: Στην Ε’ Κυριακή τού Λουκά, για τους πλούσιους και φτωχούς ενώπιον της σωτηρίας (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)

 
 
Ο ανώνυμος πλούσιος της παραβολής τού ευαγγελίου -και κάθε πλούσιος- απέτυχε της σωτηρίας όχι εξαιτίας τού πλούτου του, αλλ’ εξαιτίας τής φιληδονίας, της ασπλαγχνίας και της μισοξενίας. Υπάρχει όμως και ο σωζόμενος πλούσιος, τον οποίο ο Κύριος παρουσίασε στην ίδια αυτή παραβολή· είναι ο Αβραάμ, ο οποίος σώθηκε, και μάλιστα δέχεται στους κόλπους του αυτούς που σώζονται, λόγω της φιλοθεΐας, της ευσπλαχνίας και της φιλοξενίας, δηλαδή λόγω της αρετής του.

ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΙ
«ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΟΡΦΥΡΑ»
Όπου γίνεται λόγος για πλούσιους και φτωχούς, και ποιός είναι ο σωζόμενος πλούσιος

Τα εφόδια για τις ανάγκες του σώματος άλλα βέβαια τα έχομε ο καθένας από τα επαγγέλματά μας, και άλλα τα παίρνομε ο ένας από τον άλλο, προσφέροντας ο ένας στον άλλο τα δικά του. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα ο γραμματικός και ο γεωργός, ο ράπτης και ο υφαντής, ο οικοδόμος και ο υποδηματοποιός, ο ιατρός και καθένας από τους άλλους επαγγελματίες. Επειδή λοιπόν ο καθένας δεν έχει

Κυριακή Ε’ Λουκά: Ομιλία εις τον πλούσιον και τον εις τον Λάζαρον (Οσίου Αστερίου Επισκ. Αμασείας)


Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον εις τον πλούσιον και εις τον Λάζαρον

Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.
«Άνθρωπός τις

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2019, Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. ις΄ 19-31)



Εἶπεν ὁ Κύριος· ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 4 Νοεμβρίου 2018 (Ε΄ Λουκᾶ, πλουσίου και φτωχοῦ Λαζάρου, Λκ. ις΄ 19-31)



Εἶπεν ὁ Κύριος· ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. ιστ΄, χωρία 19 έως 31)

[…] Ήταν, λέγει, κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ζούσε μέσα σε πολλή κακία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές. Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιωτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ευφραινόταν καθημερινά». Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε. Διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό

Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου

 Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς





(Λουκ. ιστ’ 19-31)

Οι άνθρωποι αγωνίζονται για τα υπάρχοντά τους εδώ στη γη. Οι εξαντλητικοί και ανώφελοι διαπληκτισμοί τους δεν έχουν τέλος. Αχ, άνθρωποι! Πού ανήκετε; Είστε κοπάδι που μάχεστε για ένα βοσκοτόπι. Ο ιδιοκτήτης τόσο του κοπαδιού όσο και του λιβαδιού στέκεται και κοιτάζει με έκπληξη το κοπάδι του να διαπληκτίζεται για τη βοσκή του, όταν τόσο το κοπάδι όσο και η βοσκή ανήκουν σ’ εκείνον. Οι άνθρωποι θυμούνται πολλά πράγματα. Ένα μόνο πράγμα δε θυμούνται ποτέ, όσο συχνά και να τ’ ακούνε: πως έρχονται γυμνοί σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να κουβαλάνε τίποτα μαζί τους, και γυμνοί ξαναφεύγουν. Οι άνθρωποι μοιράζουν τη γη αυτή, αν και ποτέ σχεδόν δεν καταφέρνουν να το κάνουν σωστά. Προστατεύουν τα όρια της γης τους με τη ζωή τους. Και παρ’ όλα αυτά, τα σύνορα μετακινούνται. Το πιο φτηνό πράγμα συνήθως καταλήγει πολύ ακριβότερο. Οι άνθρωποι δε διαφωνούν σ’ αυτό, αλλά δίνουν στο τρομερό κόστος τα επίθετα «δικαιοσύνη» ή «πατριωτισμός» ή κάποιο άλλο βολικό όνομα. Το μόνο που δε λένε ποτέ, είναι πως συνιστά παραφροσύνη να πεθαίνουν πρόβατα για μια αγκαλιά χόρτα, όταν τα χόρτα είναι εκεί για να στηρίξουν τη ζωή, όχι για άλλο λόγο. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας, σε τελευταία ανάλυση, είναι ζήτημα χόρτου. Όλα όσα τρώνε και ντύνονται οι άνθρωποι είναι χορτάρι ή κάτι πιο νεκρό από το χορτάρι. Στο πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής αναφέρεται πώς ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους και στα ζώα φυτά και χόρτα για τροφή (Γέν. α’ 29-30). Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους να σου πούνε: «τι αξίζει περισσότερο, το χορτάρι ή οι άνθρωποι;», θ’ ακούσεις μόνο μια απάντηση: οι άνθρωποι. Με τις πράξεις τους όμως οι άνθρωποι δείχνουν πως λογαριάζουν πιο πολύτιμο το χορτάρι από τον άνθρωπο και γι’ αυτό θυσιάζουν και τη δική τους ζωή και των άλλων για το ευτελές χόρτο. Αν το πρόβλημα της ιδιοκτησίας είναι πρόβλημα του χορταριού, τότε αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, ο «λίθος προσκόμματος» της ζωής του ανθρώπου στη γη. Μόνο εκείνοι που

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

σταλαγματιες απο την παραδοση

αποψεις...