Ὁ Χριστὸς θεραπεύει μιὰ γυναίκα ποὺ γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια ἦταν συγκύπτουσα, διπλωμένη στὰ δυό, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι της καὶ νὰ δεῖ κατὰ πρόσωπο ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ἡ θεραπεία ἔγινε Σάββατο, ὁ ἀρχισυνάγωγος ἀγανάκτησε, θεωρώντας ὅτι ὁ Χριστὸς παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ποὺ ὅριζε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲ δίστασε καθόλου νὰ τὸν ὀνομάσει ἀμέσως ὑποκριτὴ
(Κυριακὴ Ι ́ Λουκᾶ).
Αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ ὁ ἀρχισυνάγωγος, κάτω ἀπὸ τὴ φαινομενική του θεοσέβεια, ἔκρυβε τὸν φθόνο του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ κάποια ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσει καὶ νὰ τὸν παρουσιάσει στὰ μάτια τοῦ λαοῦ ἀναξιόπιστο διδάσκαλο, ἁμαρτωλὸ καὶ παραβάτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἀντιμετώπιζε γενικὰ μὲ μεγάλη ἐπιείκεια καὶ εὐσπλαχνία κάθε ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, στὴν