
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ πλούσιος νεανίσκος μὲ τὶς πνευματικὲς ἀνησυχίες γιὰ τὴν
αἰώνια ζωὴ (Ματθ. 19, 16-24) ἔρχεται στὸ προσκήνιο ξανά. Ὅταν διαπιστώνει ὅτι, γιὰ νὰ εἶναι τέλειος, πρέπει νὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς ὅλα του τὰ πλούτη, φεύγει λυπημένος. Καὶ ὁ Χριστὸς λέει: Πόσο δύσκολα μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ πλούσιοι! (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ).
Ποιὸ εἶναι τὸ ἐμπόδιό τους; Ὁ πλοῦτος; Ὄχι ἀκριβῶς. Ἂν ἦταν ἔτσι, κάθε πλούσιος θὰ πήγαινε στὴν κόλαση καὶ κάθε
φτωχὸς στὸν παράδεισο. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό. Ὁ πλοῦτος δὲν ἐμπόδισε σὲ τίποτε τὸν Ἰὼβ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (Ἰὼβ 1, 1). Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ πρόσθετε πλούτη πάνω στὰ πλούτη. Πότε τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεός; Ὅταν βλέπει ὅτι ὁ πλοῦτος διασκορπίζεται σὲ ὅσους τὸν χρειάζονται, ἀντὶ νὰ παγιδεύει