Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.
Μερος Β΄
Ματθ. 21, 33- 42
«Άνθρωπος τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσειν αμπελώνα…»
Ελάτε, αγαπητοί, ελάτε να σας δείξω ένα εκλεκτό αμπέλι. Δεν ήταν από την αρχή έτσι. Ήταν ένας τόπος ακαλλιέργητος. Ήταν ένα χέρσο χωράφι. Ήταν γεμάτο πέτρες, άγρια χόρτα, αγκάθια και φίδια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Αλλά κάποιος το πρόσεξε. Ήξερε, ότι κάτω από τις πέτρες και τ’ αγκάθια κρυβόταν εκλεκτό χώμα και ότι, όταν ελευθερωνόταν από αυτά, μπορούσε να γίνη ένα εκλεκτό αμπέλι. Αγόρασε λοιπόν το χέρσο αυτό τόπο και άρχισε να τον δουλεύη. Έβαλε φωτιά, έκαψε τ’ αγκάθια, έβγαλε τις πέτρες, το καθάρισε από τα άγρια χόρτα, το έσκαψε βαθειά, έφερε κλήματα και τα φύτεψε. Το έφραξε απ’ όλες τις μεριές, ώστε να μη μπορούν να μπαίνουν μέσα κλέφτες και ζώα. Έχτισε πατητήρι. Έχτισε πύργο, για να μένουν οι φύλακες και από ’κει, σαν από σκοπιά, να παρατηρούν τι γίνεται σ’ όλο τ’ αμπέλι και πέρα απ’ αυτό.Το αγαπούσε ο άνθρωπος αυτός το αμπέλι και γι’ αυτό προνόησε για όλα. Ήθελε να είνε ένα αμπέλι, που άλλο σαν αυτό να μην υπάρχη. Αμπέλι υποδειγματικό. Το εμπιστεύθηκε σε γεωργούς, και αυτός έφυγε και πήγε μακριά.