π . Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ στὴν πρώτη του ἐμφάνιση, «οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων». Ἔδειξε ἀπροθυμία νὰ πιστέψει ἀμέσως τὸ ἀπίστευτο καὶ ἔθεσε ὅρους. Ἤθελε νὰ εἶναι αὐτόπτης, νὰ βεβαιωθεῖ ἰδίοις ὄμμασι, νὰ ἔχει ἄμεση ἐμπειρία.
Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίθηκε στὴν πρόκληση, γιατὶ ὁ Θωμᾶς ἦταν εἰλικρινὴς ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας. Δὲν ἔψαχνε γιὰ ἀφορμὲς νὰ ἀπορρίψει τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ ἀτράνταχτες μαρτυρίες νὰ τὸν βρεῖ (Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ).
Τὴν ἴδια στάση κρατάει ὁ Θεὸς ἀπέναντι σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ
προσπαθεῖ εἰλικρινὰ νὰ ἀνακαλύψει τὴν ἀλήθεια. Σὲ ὅποιον ὑπάρχει τὸ κίνητρο τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται.
Λέει ὁ Μητροπολίτης Σουρὸζ Ἀντώνιος:
Ἕνας ἄντρας ἦρθε στὴν ἐκκλησία νὰ δώσει ἕνα δέμα σὲ κάποιον ἐνορίτη. Ἦταν ἀρνητικὸς ἀπέναντι στὴν πίστη, ἰδιαίτερα ἀνυπόμονος, σχεδὸν ἐπιθετικός. Ὑπολόγισε