π. Δημητρίου Μπόκου
Τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας νὰ διαφυλάξει διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν πίστη της ἀλώβητη ἀπὸ τὶς ποικίλες πλάνες προβάλλει ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς Σαρακοστῆς. Μὲ τὴν κατ’ ἔτος ἀνάμνηση τῆς πανηγυρικῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων καὶ τὴ μνεία τῆς διαχρονικῆς προσπάθειας τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων, διατρανώνουμε τὴν ἀπαρέγκλιτη προσήλωσή μας στὴν πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Ὀρθοδόξων (Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας).
Στὸ θέμα τῶν εἰκόνων εἰδικὰ δίνουμε πάντα ἰδιαίτερη ἔμφαση.
Οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὸν Θεό, ἐφόσον «μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβε», ἔγινε ἄνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως καὶ Θεός. Μποροῦμε νὰ εἰκονίζουμε καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ πρόσωπα. Σὲ μιὰ ἱερὴ εἰκόνα τιμοῦμε πάντα τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους μας.
Ἀλλὰ δὲν μένουμε μόνο σ’ αὐτό. Ἐπεκτείνουμε τὴν ἔννοια τῆς
εἰκόνας ἀκόμα παραπέρα. Εἰκόνα εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Εἰκόνα ἱερή, θεϊκή, ἀξιοσέβαστη. «Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτὸν» (Σοφ. Σολ. 2, 23). «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», ἔλεγαν οἱ ἅγιοι. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος. Ποῦ ψάχνεις νὰ βρεῖς τὸν Θεό; Στὸν
οὐρανό; Δὲν βρίσκεται ἐκεῖ. Βρίσκεται ἐδῶ, ἀνάμεσά μας.
Περιφέρεται γύρω μας, στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων μας. Δὲν τὸν βλέπουμε ἐδῶ; Δὲν θὰ τὸν βροῦμε οὔτε ἐκεῖ, στὸν οὐρανό, ποτέ.
Μὰ εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ καταπονοῦν τὴν ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία πρωταρχικά. Μὲ τὴν προσωπικὴ εὐθύνη βέβαια τοῦ καθενός. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα ποὺ ἐπισωρεύουν ἀνείπωτο πόνο καὶ ἀφάνταστη ταλαιπωρία στὸν ἄνθρωπο. Τραγωδίες ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή του, ἐρχόμενες ἔξωθεν. Ἀδικίες, βάσανα, θάνατοι. Καὶ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει φριχτά. Νὰ γονατίζει ἀπὸ τὸν πόνο. Νὰ τσακίζει ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Τότε πρέπει νὰ τιμοῦμε μὲ πιὸ μεγάλο, μὲ ἀπροσμέτρητο σεβασμὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Νὰ βρισκόμαστε δίπλα στὸν πάσχοντα Χριστό. Δίπλα στὸν κάθε πονεμένο. Νὰ χαλᾶμε τὸν κόσμο γι’ αὐτόν. Ἀνταποκρινόμαστε ἔτσι;