π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταία φορά. Καθ’ ὁδὸν προλέγει στοὺς μαθητές του τὰ ὅσα θὰ τοῦ συμβοῦν. Ὅτι δηλαδὴ θὰ συλληφθεῖ, θὰ μαστιγωθεῖ, θὰ ἐμπαιχθεῖ, θὰ ἐμπτυσθεῖ, θὰ φονευθεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη μέρα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του, συγγενεῖς του, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης, κόρης πιθανὸν τοῦ Ἰωσήφ, σὰν νὰ μὴν κατάλαβαν τίποτε, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς δώσει, ὅταν γίνει βασιλιάς, τὰ πρῶτα ἀξιώματα. Μὰ ὁ Χριστός, ἀντὶ γιὰ μεγαλεῖα, τοὺς ὑποσχέθηκε μόνο «ποτήριον θανάτου» καὶ βάπτισμα μαρτυρίου (Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν).
Οἱ ἀπόστολοι, ἂν καὶ πίστευαν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός του, ὁ Μεσσίας, ἄργησαν πολὺ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βασιλεία του
Οἱ ἀπόστολοι, ἂν καὶ πίστευαν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός του, ὁ Μεσσίας, ἄργησαν πολὺ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βασιλεία του