ΤΙ ΚΑΝΕΙ, αγαπητοί μου, τον άνθρωπο ν' αφήνει το δρόμο της αμαρτίας και να
επιστρέφει στο Χριστό; Αυτό βλέπουμε σήμερα στην παραβολή του ασώτου.
Όταν ό Κύριος κήρυττε, όπως σημειώνουν οι εύαγγελισταί, «ό λαός άπας έξεκρέματο αυτού άκούων» (Λουκ. 19,48), όλοι εκρέμοντο από τα χείλη του, και αυθόρμητα έλεγαν «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ό άνθρωπος» (Ίωάν. 7,46). Όλοι θαύμαζαν το Χριστό. Πόσοι όμως τον άκουγαν όχι μόνο με τα αυτιά του σώματος αλλά και με τα αυτιά της ψυχής; Πόσοι εδονούντο ψυχικώς; Πόσοι άλλαζαν και επέστρεφαν στην ευθεία οδό; Λίγοι έκαναν πράξει τα λόγια του Χριστού. Τι λοιπόν συνέβαινε σ' αυτούς;
Το μυστικό της επιστροφής αυτών των ολίγων βρίσκεται στο εξής. Αυτοί δεν έμεναν απλώς στο θαυμασμό βύθιζαν συγχρόνως το βλέμμα στη δική τους καρδιά και παρατηρούσαν την αθλιότητα τους. Ω, Τι συναισθήματα τους έφερνε αυτή ή συγκριτική εξέτασης! Απέναντί τους ήταν εκείνος πού δόλος δέ βρέθηκε στο στόμα του (πρβλ. Ίωάν. 1,47), εκείνος πού ήταν ανεξάντλητος ωκεανός αγάπης, εκείνος πού πονούσε στη δυστυχία των ανθρώπων. Έβλεπαν ένα μεγαλείο, μια μορφή ιδανική. Αυτοί Τι ήταν εμπρός του; ελεεινοί και τρισάθλιοι. Ό Χριστός ύψος, αυτοί βάραθρο. Ό Χριστός κορυφή, —«εκάλυψεν ουρανούς ή αρετή αυτού» ('Αμβ. 3,3)—, αυτοί άβυσσος κακίας και διαφθοράς. Αυτή λοιπόν ή τρομακτική απόσταση, πού τους χώριζε από το Χριστό, τους συγκλόνιζε, τους έφερνε σε περισυλλογή, τους δημιουργούσε τον πόθο, τον έρωτα