(Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Β´ (3) 17. Migne, PG. 94, 865-73)
Ὁ Θεὸς εἶναι κτίστης καὶ δημιουργὸς τῶν ἀγγέλων, ποὺ τοὺς δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ τοὺς ἔκανε κατὰ τὴ δική του εἰκόνα ἀσώματη φύση, ὡσὰν κάποιον ἄνεμο καὶ ἄυλη φωτιά, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Δαβίδ· «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα», περιγράφοντας τὴν εὐκινησία καὶ τὴ φλογερότητα καὶ τὴ θερμότητα καὶ τὴ διεισδυτικότητα καὶ τὴν ταχύτητά τους στὸ θεῖο πόθο καὶ τὴ θεία ὑπηρεσία, καὶ τὴν ἀνοδική τους τάση καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ κάθε ὑλικὴ σκέψη.
Ὁ ἄγγελος λοιπὸν εἶναι ὕπαρξη πνευματική, ἀεικίνητη, ἐλεύθερη, ἀσώματη, πού ὑπηρετεῖ τὸ Θεό, καὶ κατὰ χάρη ἔχει λάβει στὴ φύση της τὴν ἀθανασία, ποὺ τὸ σχῆμα καὶ τὴν κατάσταση αὐτῆς τῆς ὕπαρξης μόνον ὁ Κτίστης γνωρίζει. Καὶ ὀνομάζεται ἀσώματη καὶ ἄυλη σὲ σχέση μὲ ἐμᾶς· διότι καθετὶ ποὺ συγκρίνεται μὲ τὸ Θεό, τὸν μόνο ἀσύγκριτο, βρίσκεται ὅτι εἶναι δυσκίνητο καὶ ὑλικό, ἐπειδὴ μόνο τὸ θεῖο εἶναι ἀληθῶς ἄυλο καὶ ἀσώματο.
Εἶναι λοιπὸν ὁ ἄγγελος φύση λογική, πνευματικὴ καὶ ἐλεύθερη, μεταβλητὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφασή της, δηλαδὴ