«Το κασκόλ και τα γάντια»
του Στέφανου Γ. Δορμπαράκη
Μέσα καλοκαιριού και οι ακτίνες του ήλιου έκαναν και πάλι πολύ αισθητή την παρουσία τους μέσα στον ζεστό μαντρότοιχο του μοναστηριού. Οι παλιότεροι μοναχοί όταν πρωτοήρθαν δεν πρόβλεψαν καθόλου την υψηλή θερμοκρασία που αναπτυσσόταν μέσα στο χώρο αυτόν. Έχτισαν το μοναστήρι ψηλά πάνω στον λόφο, κατά κύριο λόγο να είναι απομονωμένοι και απερίσπαστοι στην αφοσίωσή τους στον Θεό, αλλά και να προφυλάσσονται από την άλλη από τις καταστροφικές επιθέσεις και λεηλασίες των πειρατών. Έτσι οι ακραίες θερμοκρασίες έπλητταν ανελέητα το ιστορικό μοναστήρι.
Ο μοναχός Αλύπιος θα συμπλήρωνε σε λίγο καιρό δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια στον ιερό αυτόν τόπο και αφότου ήρθε δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε μία στιγμή. Ακόμα και τότε που έπρεπε να αφήσει για λίγο το μοναστήρι για λόγους υγείας, δεν το έκανε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μόνος του την όποια δυσκολία του εμφανιζόταν – σε αντίθεση με κάποιους άλλους βεβαίως που επιζητούσαν συχνά πυκνά μία μικρή δόση «ελευθερίας» στον έξω κόσμο. Όλοι άλλωστε γνώριζαν στο κοινόβιο πως ο Αλύπιος ήταν μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μοναχού, καθώς η προηγούμενη ζωή του ήταν άκρως αντίθετη με αυτήν που ζούσε τώρα.
Ήταν ένα όμορφο παλικάρι ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μοναχός Αλύπιος, ο μοναχογιός, αλλά και το παιδί χωρισμένων γονιών. Πρόβλημα οικονομικό