ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας»

Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ὕμνους τὶς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μπορεῖ
νὰ ὀνομαστεῖ ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Παράδοση τὴν ἀποδίδει σὲ ἕναν
ἀπὸ τοὺς μεγάλους δασκάλους τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸ Σύρο
Τούτη ἡ προσευχὴ λέγεται δυὸ φορὲς στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς
ἀπὸ τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευή. Τὴν πρώτη φορὰ λέγοντας τὴν προσευχὴ κάνουμε μία
μετάνοια σὲ κάθε αἴτηση. Ἔπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με». Ὁλόκληρη ἡ προσευχὴ ἐπαναλαμβάνεται μὲ μία τελικὴ
μετάνοια στὸ τέλος τῆς προσευχῆς. (1)
Γιατὶ αὐτὴ ἡ σύντομη καὶ ἁπλὴ προσευχὴ κατέχει μία τόσο σημαντικὴ θέση στὴν ὅλη
λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς;
Διότι ἀπαριθμεῖ, μ᾿ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, ὅλα τὰ ἀρνητικὰ καὶ τὰ θετικὰ στοιχεῖα
τῆς μετάνοιας καὶ ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, ἕνα «κανόνα ἐλέγχου» τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα
στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας σκοπεύει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα στὴν
ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ μερικὲς βασικὲς πνευματικὲς ἀσθένειες ποὺ διαμορφώνουν τὴ ζωή
μας καὶ μᾶς κάνουν πραγματικὰ ἀνίσχυρους ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ κάνουμε ἀρχὴ στροφῆς στὸ
Θεό.
Ἡ ἀργία
Ἡ βασικὴ ἀσθένεια εἶναι ἡ ἀργία. Εἶναι ἡ παράξενη ἐκείνη τεμπελιὰ καὶ ἡ παθητικότητα
ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής μας ποὺ πάντα μᾶς σπρώχνει πρὸς τὰ «κάτω» μᾶλλον παρὰ πρὸς
τὰ «πάνω» καὶ ποὺ διαρκῶς μᾶς πείθει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀλλάξουμε καὶ ἑπομένως
δὲ χρειάζεται νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀλλαγή. Εἶναι ἕνας βαθιὰ ριζωμένος κυνισμὸς ποὺ
σὲ κάθε πνευματικὴ πρόκληση ἀπαντάει μὲ τὸ «γιατί;» καὶ καταντάει τὴν ζωή μας μιὰ
ἀπέραντη