Η ένωση και κοινωνία μας με τον Θεό σε γενικές γραμμές γίνεται με δύο τρόπους: με τη μυστική κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου και με την πνευματική κοινωνία. Ο δεύτερος τρόπος διαιρείται εν συνεχεία σε τρεις άλλους τρόπους. Γι’ αυτό θα σας μιλήσω γι’ αυτούς τους τρόπους φέρνοντας μαρτυρίες από τη θεία Γραφή και τις διδασκαλίες των αγίων Πατέρων. *** Η πρώτη και σπουδαιότερη κοινωνία μας με τον Χριστό γίνεται με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματός Του. Ένας χριστιανός που δεν πιστεύει ότι το φαινόμενο ψωμί και κρασί είναι αληθώς το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, είναι ένας αιρετικός και ξένος προς την αληθινή πίστη του Χριστού, ο Οποίος λέει: «Η σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις» (Ιω. 6:55). Ενώ ο απόστολος Παύλος μάς λέει: «Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστίν;» (Α’ Κορ. 10:16). Όποιος λοιπόν κοινωνεί αναξίως, γίνεται ένοχος, όπως λέει ο ίδιος Απόστολος: «Ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11:27). Ο χριστιανός όμως που κοινωνεί με φόβο, ευλάβεια και προετοιμασία, αξιώνεται αναριθμήτων δωρεών, από τις οποίες οι σπουδαιότερες είναι οι εξής:
Μπήκα μέσα ήσυχα, να μη με πάρη κανένας είδηση. Τον εσπερινό τον έκανε ένας μεσόκοπος παπάς με αρχαία όψη. Ο ψάλτης ήτανε πιο νέος, κ’ έψελνε πολύ κατανυχτικά και ταπεινά. Όλοι-όλοι οι προσκυνητές ήτανε πεντέξη, γυναίκες, τρεις άντρες βουνήσιοι, κ’ ένα παιδάκι που υπηρετούσε τον παπά. Όπως ήτανε σκοτεινά, κρύφτηκα πίσω από μια γωνιά. Κείνη την ώρα έψελνε ο ψάλτης το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, ένα από τα πιο εξαίσια τροπάρια, που όποτε τ’ ακούσω να τα ψέλνη κανένας καλλίφωνος και ευλαβής ψάλτης, νοιώθω τόση συγκίνηση, που τρέχουνε δάκρυα από τα μάτια μου. Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, τι συγκίνηση ένοιωσα κείνη την ώρα, μέσα στην ταπεινή εκείνη εκκλησιά, μαζί με τους βουνήσιους ανθρώπους και με την κυρά Ελένη, ακούγοντας εκείνο το τροπάρι να το ψέλνη με βαθειά κατάνυξη ο καλλίφωνος και ταπεινός ψάλτης του βουνού, που δεν τον ήξερε κανένας. Ήρθανε στο νου μου τα λόγια της κυρά Λένης “Εμείς ζούμε κρυφά από τον Θεό”, κ’ έλεγα μέσα μου “Πόσο κοντά στον Θεό ζούνε τούτοι οι αληθινοί Χριστιανοί!”. “Έχω ακούσει πολλούς ψαλτάδες. Μα σαν κ’ εκείνον τον ψάλτη σε κείνον τον εσπερινό δεν άκουσα άλλον κανέναν. Θα τον θυμάμαι με κατάνυξη ως που να πεθάνω. Από κείνη τη μέρα έψαλα μοναχός στο σπίτι μου πολλές φορές το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, για να θαρρώ πως ξαναβρίσκουμαι στον Αγι’ Αντώνη του βουνού: “Παρά το φρέαρ του Ιακώβ ευρών ο Ιησούς την Σαμαρείτιδα, αιτεί ύδωρ παρ’ αυτής ο νέφεσι καλύπτων την γην. Ω, του θαύματος! ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος πόρνη γυναικί διελέγετο, ύδωρ αιτών ο εν ύδασι την γην κρεμάσας, ύδωρ ζητών ο πηγάς και λίμνας υδάτων εκχέων…”. Σ’ όλον τον εσπερινό ένοιωθα ζωηρά πως μαζί μου κάνανε την προσευχή τους εκείνοι οι ταπεινοί κ’ οι συντετριμμένοι, και μια θεϊκή φλόγα δρόσιζε την καρδιά μου. Με τρόπο έρριχνα καμμιά κρυφή ματιά κατά το μέρος που στεκόντανε οι γυναίκες και σταυροκοπιόντανε, με τα μακρυά χοντροφούστανα, με τα τσεμπέρια, οι περισσότερες ξυπόλητες, βασανισμένες. Τέτοιες γυναίκες αγιασμένες και καταφρονεμένες πού να βρεθούνε σήμερα! Ανάμεσά τους ήτανε κρυμμένη