Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 22 Σεπτεμβρίου 2019 Α΄ Λουκᾶ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Κυριακή Α’ Λουκά (Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας)
(Λουκ. ε΄. 1-11)
«Τὸν ἐστρίμωχναν τὰ πλήθη, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς στεκόταν κοντὰ στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Εἶδε δυὸ βάρκες ἀραγμένες στὴν ἀκρολιμνιά· οἱ ψαράδες πιὸ κεῖ ἔπλυναν τὰ δίχτυα τους. Μπῆκε σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεμακρύνη λίγο ἀπὸ τὴ στεριά. Κι ἀφοῦ κάθισε ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὴ βάρκα. Ὅταν τέλειωσε εἶπε στὸ Σίμωνα· Γύρισε στ’ ἀνοιχτὰ καὶ ρίξετε τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα.
Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Σίμωνας καὶ τοῦ εἶπε· Δάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα. Θὰ ρίξω ὅμως τὸ δίχτυ ἀφοῦ τὸ ὁρίζεις. Ἔκαμαν ἔτσι κι ἔπιασαν τόσο μεγάλο πλῆθος ψάρια ποὺ ἄρχισε τὸ δίχτυ νὰ σπάζη. Φώναξαν τοὺς συνεταίρους τους τῆς δεύτερης βάρκας νὰ πᾶν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Πῆγαν καὶ γέμισαν καὶ οἱ δύο βάρκες σὲ σημεῖο νὰ βουλιάζουν. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Σίμωνας πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ. Ἕβγα ἀπ’ τὴ βάρκα μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός. Τὸν εἶχε γεμίσει θάμπος κι αὐτὸν κι ὅλους τοὺς συντρόφους του γιὰ τὰ ψάρια ποὺ εἶχαν πιάσει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅμοια εἶχαν ξαφνιαστῆ
Κυριακή Α΄Λουκά: σχετικά με τη θαυμαστή κλήση των πρώτων μαθητών από τον Κύριο (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
(Αποσπάσματα από την ομιλία ΙΔ΄ του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου)
«καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».
(…)Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, που, με το όνομα το οποίο του έδωσε αργότερα ο Κύριος, ονομάστηκε Πέτρος και τον Ανδρέα τον αδελφό του. Έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, σαν ψαράδες που ήσαν. «Ακολουθήστε με, τους είπε, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτοί λοιπόν, αφού άφησαν αμέσως τα δίχτυα, Τον ακολούθησαν.
«οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Πρόσεξε την πίστη και την υπακοή τους. Διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν
Η ψευδοταπείνωση είναι η πιο φρικτή μορφή υπερηφάνειας
Η μακαρία ταπείνωση είναι αόρατη, όπως αόρατος είναι και ο χορηγός της Θεός. Είναι σκεπασμένη με τη σιωπή, την απλότητα, την ειλικρίνεια, τη φυσικότητα, την ελευθερία.
Η ψεύτικη ταπείνωση συνοδεύεται πάντοτε από την προσποίηση και την εξωστρέφεια, με την οποία αυτοδιαφημίζεται. Η ψεύτικη ταπείνωση αγαπά τους θεατρινισμούς, μ’ αυτούς απατά και αυταπατάται.
Η ταπείνωση του Χριστού είναι ντυμένη με χιτώνα άρραφο, με το πιο απλό ένδυμα. Μ’ αυτό το ένδυμα δεν αναγνωρίζεται και δεν γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους.
Η ταπείνωση είναι άγιος καρδιακός θησαυρός, είναι ανώνυμη καρδιακή ιδιότητα, είναι θεία συνήθεια, που γεννιέται ανεπαίσθητα στην ψυχή από την τήρηση των ευαγγελικών εντολών.
Ο δίκαιος και πολύπαθος Ιώβ, μετά την παροιμιώδη υπομονή που έδειξε στις φοβερές του δοκιμασίες, αξιώθηκε να δει τον Θεό. “Πρωτύτερα Σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα ακουστά για Σένα, μα τώρα Σε είδα με τα μάτια μου”, Του είπε σε μιαν ωραία προσευχή του. Και ποιος ήταν ο καρπός της θεοπτίας στην ψυχή του δικαίου; Η ταπείνωση: “Γι’ αυτό περιφρόνησα τον εαυτό μου, έλιωσα (από καρδιακή συντριβή), αισθάνομαι σαν χώμα και στάχτη”.
Θέλεις ν’ αποκτήσεις ταπείνωση; Τήρησε τις ευαγγελικές εντολές. Έτσι θα εγκατασταθεί στην καρδιά σου και θα ενωθεί μαζί της η αγία ταπείνωση, η ταπείνωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αρχή της ταπεινώσεως είναι η συναίσθηση της πνευματικής φτώχειας, Μέσα της είναι η ειρήνη του Χριστού. Τέλος και τελείωσή της είναι η αγάπη προς τον Χριστό.
Η ψευδοταπείνωση είναι η πιο φρικτή μορφή υπερηφάνειας.
Η ψεύτικη ταπείνωση τυφλώνει τόσο τον άνθρωπο..
Σκληρά μας εμπαίζει το ψέμα, όταν εμείς, απατημένοι απ’ αυτό, το παίρνουμε για αλήθεια.
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΙΑΝΙΝΟΦ, ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄΄, σελ. 382-4, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
26 Σεπτεμβρίου, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Σὰν σήμερα...
Πολλές φορές τα χνάρια των αγίων αποτυπώνονται στο χρόνο της δικής μας ζωής. Φωτίζουν και δίνουν νόημα στους αγώνες, τις αγωνίες, τις ελπίδες. Αντλούν από την ατέλειωτη Πίστη και Αγάπη του Θεού και τη διαχέουν στον κόσμο μας. Έτσι, για να ξεκουραστεί ο οδοιπόρος, να πιεί νερό ο διψασμένος, να βρει στέγη ο ξένος και ο άστεγος, να βρει το δρόμο του ο αλήτης…
κουβέντα του Χριστού προς τον Πέτρο: «Βόσκε τά ἀρνία μου». Και εγώ πιάστηκα από τα παιδιά. Λαμπάδιασα από τη γραφή.
Η διήγηση από το γέροντα μας π. Αθανάσιο Χατζή, από διάφορες συνεντεύξεις και κηρύγματα.
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.
Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».
Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...
Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:
-Τι ζητείται;
-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020
Ανάγκη αυταπαρνήσεως για τα ουράνια αγαθά

«Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του˙ όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθήσει».
[…] Και πρόσεχε πώς ομιλεί χωρίς κανένα απολύτως εξαναγκασμό. Διότι δεν είπε, ότι κι αν ακόμη θέλετε, και αν δεν θέλετε, πρέπει να το πάθετε αυτό, αλλά τι είπε: «εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει». Δε σας ζητώ δια της βίας, δε σας εξαναγκάζω, αλλά τον καθένα τον αφήνω κύριο της διαθέσεώς του˙ για τον λόγο αυτό σας λέγω «αν κάποιος θέλει». Διότι σας προσκαλώ προς αγαθά, και όχι προς κακά και δυσάρεστα, όχι προς κόλαση και τιμωρία, ώστε να σας αναγκάσω. Πράγματι λοιπόν η ίδια η φύση του πράγματος είναι ικανή να προσελκύσει. Λέγοντας δε αυτά προσείλκυε ακόμη περισσότερο. Διότι εκείνος που χρησιμοποιεί βία, πολλές φορές απομακρύνει, ενώ
Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού Ἡ ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
«Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,37)
Ὁ ἄνθρωπος! Εἶνε θέμα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀπησχόλησε θεολόγους, φιλοσόφους ,ποιητάς, λογοτέχνας, ζωγράφους, ἰατρούς, βιολόγους, χημικούς. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δημιουργήθηκε πολιτισμός, ἀναπτύχθηκαν ἐπιστῆμες, κτίσθηκαν οἰκισμοί, ἱδρύθηκαν πόλεις· γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔγιναν πόλεμοι ποὺ συνετάραξαν τὴν ὑφήλιο. «Πολλὰ τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ φοβερά, μὰ τίποτε φοβερώτερο ἀπὸ τὸνἄνθρωπο», ἔψαλλε ὁ Σοφοκλῆς (Ἀντιγ. 332-333).
Ποιά, λοιπόν, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου;
Χαριτωμένο πλάσμα ἀλήθεια ὁ ἄνθρω-πος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος) ,«ὅταν εἶνε ἄνθρωπος ». Αὐτὸς ὁ λόγος μαζὶ μ᾿ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰω. 5,7) , δικαιώνουν τὸνΔιογένη, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς τρελλὸς ὅταν, μέρα μεσημέρι καὶ μέσα σὲ πλῆθος κό-σμου, μὲ τὸ φανάρι ἀναμμένο φώναζε· «Ἄνθρωπον ζητῶ». Δὲν ἔζησε ὁ δυστυχὴς Διογένης ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Πιλάτου, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ νὰ λέῃ «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5) καὶ νὰ δείχνῃ σὲ ὅλους τὸν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.Πολλοὶ ὅμως δὲν ἄκουσαν οὔτε τὸν Πιλᾶ-το· στράφηκαν ἀλλοῦ νὰ βροῦν τὸν ἄνθρωπο. Εἶπαν πὼς βρῆκαν νὰ κατάγεται
