Ὅπως στὸν καθρέφτη βλέπουμε τὴ μορφή μας καὶ εὐπρεπιζόμαστε, ἔτσι στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε ὄχι τὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀόρατο ἑαυτό μας, τὶς κα κίες καὶ τὰ πάθη μας, γιὰ νὰ τὰ διορθώνου με. Κι ὅπως δὲν ὑπάρχει σπίτι, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ φτωχό, χωρὶς καθρέφτη, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ οἰκογένεια χωρὶς Εὐαγγέλιο.
Σήμερα λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε μπροστά μας πάλι τὸν πνευματικὸ καθρέφτη καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας.
–Τὸν ἑαυτό μας; θὰ πῆτε· μὰ δὲ μιλάει γιὰ μᾶς τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ὅμως. Ἐλᾶτε νὰ δοῦμε μὲ συντομία τί μᾶς λέει ἡ περικοπὴ καὶ πῶς σ᾽ αὐτὴν καθρεφτίζεται ὁ ἑαυτός μας.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἦταν χτισμένο ἕνα χωριὸ ποὺ τὸ ἔλεγαν Γάδαρα. Στὸ χωριὸ αὐτὸ ζοῦ σε ἥσυχα ἕνας νέος. Ἐνῷ ὅμως ἦταν ἡ χαρὰ καὶ τὸ καμάρι τῶν γονέων του, ξαφνικὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄλλαξε.
Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του μπέρδεψε καὶ ἄρχισε νὰ βγάζῃ ἄσχημα λόγια. Ὠργιζόταν, θύμωνε, χτυπιόταν, ἔσχιζε
τὰ ροῦχα του καὶ παρουσιαζόταν γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του. Ἔβγαινε ἔξω, ἔτρεχε δεξιὰ κι ἀριστερά. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν στὸ σπίτι ἀλλὰ στὰ νεκροταφεῖα, μέσ᾿ στὰ μνήματα.
Πήγαιναν συγγενεῖς καὶ φίλοι νὰ τὸν πιάσουν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, ὄχι μὲ σχοινιά, κι αὐτὸς εἶχε τέτοια πρωτοφανῆ δύναμι ποὺ ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες ὅπως σπάει κανεὶς τὶς κλωστές. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιοχῆς· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Τί ἦταν, τρελλός; Μακάρι νὰ ἦταν τρελλός. Ὑπάρχει κάτι χειρότερο ἀπ᾽ τὴν τρέλλα,