Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου εἶνε δύσκολο. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια λίγα ἔλεγε ὁ παπᾶς καὶ οἱ Χριστιανοὶ σὰν τὴ διψασμένη γῆ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπαιτήσεις, εἶνε μορφωμένοι. Θέλουν φιλοσοφίες καὶ κοινωνιολογίες μὲ γλῶσσα εὐγενῆ, ὄχι μὲ λέξεις ποὺ σοκάρουν.
Ἔλα ὅμως ποὺ οἱ λέξεις αὐτὲς ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο; Πῶς νὰ κάνουμε; νὰ προδώσουμε τὴν ἀποστολή μας; Προτιμῶ νὰ μὲ πῆτε ἀγροῖκο καὶ ἀσυγχρόνιστο, παρὰ νὰ μεταχειριστῶ λέξεις ποὺ νὰ μὴ ἀποδίδουν τὴν πραγματικότητα. Ἡ ἐποχή μας διαπράττει μὲν ὅλα τὰ αἴσχη, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ λὲς «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὸ σκοτάδι σκοτάδι καὶ τὴν ἡμέρα ἡμέρα. Μὲ κίνδυνο λοιπὸν νὰ παρεξηγηθῶ καὶ νὰ σοκάρω στ᾽ αὐτιὰ ὡρισμένων, θὰ μιλήσω ἐπάνω σ᾽ ἕνα θέμα κοινωνικό, μὲ τὴ γλῶσσα ὄχι τοῦ κόσμου ἀλλὰ τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τὸ θέμα μᾶς τὸ δίδει μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ὅπως ἀκούσατε, ὁ Κύριος, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα ἑνὸς πλουσίου νέου, τί πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, τοῦ εἶπε· «Τήρησον τὰς ἐντολάς». Καὶ σὲ νέα ἐρώτησι, Ποιές ἐντολές, τοῦ ἀρίθμησε ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου τὶς πέντε. Ἀπὸ τὶς πέντε λοιπὸν αὐτὲς ἐντολὲς θὰ μιλήσω ἐπάνω στὴν ἐντολὴ «Οὐ μοιχεύσεις» (Λουκ. 18,20).
―Μὰ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ διάλεξες; θὰ μοῦ πῆτε. Γιατί δὲ μιλᾷς γιὰ τὴν κλοπή, τὸ φόνο, τὸ σεβασμὸ στοὺς γονεῖς, τὸ ψέμα;… Κι αὐτὰ εἶνε σοβαρά· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ εἶνε ἐκείνη ποὺ σήμερα δὲν λαμβάνεται καθόλου ὑπ᾽ ὄψιν· γι᾽ αὐτὸ θὰ μιλήσω ἐπ᾽ αὐτῆς.
«Οὐ μοιχεύσεις». Τί εἶνε μοιχεία; Ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ, πονηρὴ ἀλεποῦ, δὲν δίνει ὁρισμό, καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺς θόρυβος μεταξὺ τῶν νομικῶν γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μοιχείας. Μοιχεία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε νὰ πιάνῃ σχέσεις ὁ παντρεμένος ἄντρας μὲ ξένη γυναῖκα καὶ ἡ παντρεμένη γυναίκα μὲ ξένο ἄντρα. Κ᾽ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα; Εἶνε. Γιατί;