- Αρκετά πια! Μπουχτίσαμε με τον σπουδαίο σας Θεό!
Ο Αντώνης χτύπησε με έξαψη τη γροθιά του στο χέρι της πολυθρόνας.
Δεν είχε πει καλά-καλά την καλημέρα του. Η Χριστίνα δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το ξάφνιασμά της, καθώς τον είδε άξαφνα μπροστά της. Ήταν ακόμα όρθιος μπροστά στην πόρτα, με το τσαντάκι του υπό μάλης κι ένα αδιόρατο χαμόγελο παγωμένο στο ανέκφραστο πρόσωπό του.
Με το άνοιγμα της πόρτας μια ψιλή παιδική φωνή από το μέσα δωμάτιο έφερε ως έξω δροσερές νότες από κάλαντα και γιορτινές μελωδίες. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κεντρίσει αμέσως τον επισκέπτη.
Τα χείλη του συσπάστηκαν ειρωνικά.
- Με τέτοια παραμύθια κοιμίζεις ακόμα τα παιδιά σου; πέταξε πικρόχολα στη νύφη του.
Και χωρίς να περιμένει να του το πουν, πέρασε μέσα, πέταξε το τσαντάκι του στο τραπεζάκι του σαλονιού κι απλώθηκε στη φαρδειά πολυθρόνα.
Η Χριστίνα πειράχτηκε με το θράσος του. Χρόνια είχε ο νεότερος αδελφός του άντρα της να πατήσει στο σπίτι τους. Έκρυψε την ενόχλησή της όμως και δε μίλησε.
Ο Αντώνης δήλωνε άθεος - καμάρωνε άλλωστε πολύ γι’ αυτό - και δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αρχίσει αμέσως την «υψηλή θεολογία» του.
- Θα ’θελα να ’ξερα πού κρύβεται αυτός ο περίφημος Θεός σας, που λέτε πως
Ο Αντώνης χτύπησε με έξαψη τη γροθιά του στο χέρι της πολυθρόνας.
Δεν είχε πει καλά-καλά την καλημέρα του. Η Χριστίνα δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το ξάφνιασμά της, καθώς τον είδε άξαφνα μπροστά της. Ήταν ακόμα όρθιος μπροστά στην πόρτα, με το τσαντάκι του υπό μάλης κι ένα αδιόρατο χαμόγελο παγωμένο στο ανέκφραστο πρόσωπό του.
Με το άνοιγμα της πόρτας μια ψιλή παιδική φωνή από το μέσα δωμάτιο έφερε ως έξω δροσερές νότες από κάλαντα και γιορτινές μελωδίες. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κεντρίσει αμέσως τον επισκέπτη.
Τα χείλη του συσπάστηκαν ειρωνικά.
- Με τέτοια παραμύθια κοιμίζεις ακόμα τα παιδιά σου; πέταξε πικρόχολα στη νύφη του.
Και χωρίς να περιμένει να του το πουν, πέρασε μέσα, πέταξε το τσαντάκι του στο τραπεζάκι του σαλονιού κι απλώθηκε στη φαρδειά πολυθρόνα.
Η Χριστίνα πειράχτηκε με το θράσος του. Χρόνια είχε ο νεότερος αδελφός του άντρα της να πατήσει στο σπίτι τους. Έκρυψε την ενόχλησή της όμως και δε μίλησε.
Ο Αντώνης δήλωνε άθεος - καμάρωνε άλλωστε πολύ γι’ αυτό - και δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αρχίσει αμέσως την «υψηλή θεολογία» του.
- Θα ’θελα να ’ξερα πού κρύβεται αυτός ο περίφημος Θεός σας, που λέτε πως