Έρχομαι
επειγόντως να καταβάλω την οφειλή μου. Διότι, αν και είμαι πτωχός,
βιάζομαι να αποσπάσω οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη σας. Είχα δώσει υπόσχεση
να φανερώσω την απιστία του Θωμά, και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω.
Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε. Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.
Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν
θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια΄ και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη.
Αντικρίσαμε
Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε. Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.
Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν
θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια΄ και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη.
Αντικρίσαμε