Πίστευε, ἀγάπα, συγχώρα καί προχώρα στή ζωή σου..... .

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Κυριακή του Τυφλού: Η πίστη που σε λυτρώνει, ο πόνος που σε ανεβάζει πνευματικά

 

Ιερά Μονή Παναγίας Δουραχάνης

Ομιλία π. Αθανασίου Χατζή

13 Μαΐου 2007


Σωματικὴ και πνευματικὴ τύφλωση

 


Κυριακή τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ: Ὁμιλία εἰς τόν τυφλόν (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος)

 

«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»
1. «Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50, 6).

Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν.
Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9, 32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5, 14).
Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του

Διδαχή την Κυριακή του Τυφλού για την έπαρση και την ταπεινοφροσύνη (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

 «Eις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιω. 9:39)



ΑΓΑΠΗΤΟΙ αδελφοί! Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυ­φλού, για την οποία ακούσαμε σήμερα στο ιερό Ευαγγέλιο, είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί» (Ιω. 9:39). Τέτοια λόγια δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορους τους υπερήφανους «σοφούς» και «δικαίους» του κόσμου τούτου, όπως ήταν οι Φαρι­σαίοι. Εξαιτίας της φιλαυτίας τους και της μεγάλης ιδέ­ας που είχαν για τον εαυτό τους, αισθάνθηκαν θιγμένοι από την παρατήρηση του Κυρίου. Αντέδρασαν, λοιπόν, με μιαν ερώτηση, που εκφράζει την αγανάκτηση και την έπαρσή τους, αλλά συνάμα και τη χλευαστική τους διά­θεση και τον φθόνο τους και την περιφρόνησή τους προς τον Χριστό: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» (Ιω. 9:40).

Στην απάντηση του Κυρίου καθρεφτίζεται η ψυχική κα­τάσταση των Φαρισαίων, η οποία προκάλεσε την ερώτησή τους: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως, λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ιω. 9:41).


Πόσο φοβερή ασθένεια της ψυχής είναι η έπαρση! Στα ανθρώπινα έργα, στερεί από τον υπερόπτη τη βοή­θεια και τη συμβουλή του πλησίον. Και στο έργο του Θεού, στο έργο της σωτηρίας, στέρησε από τους

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ Κατά Ἰωάννην Θ' 1-38

 


ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει·

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε

 


Μίαν φοράν όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθε ο Άμιλτον να με ιδή.

Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να συμβιβασθούν και η Αγγλία να μεσιτεύσει”.

Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δε γίνεται ποτέ,

                                     Ελευθερία ή Θάνατος.

Εμείς καπετάν Άμιλτον ποτέ συμβιβασμό δεν κάναμε με τον Τούρκο.

Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί,

και άλλοι καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά.

Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε.

Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους

και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”.

Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”.

“Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες,

τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”.

                                                                                     Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

 

Ἀποφράς ἡ μέρα τῆς Ἁλώσεως;

Γράφει ὁ Γεώργιος Ἔξαρχος, Φιλόλογος,
Ὑποψήφιος Διδάκτωρ Ἱστορίας Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων 
 
 



«Καί ἦταν καιροί πού ἡ Πόλη πόρνη

σέ μετάνοιες ξενυχτοῦσε,

καί τά χέρια της δεμένα τά κρατοῦσε,

καί καρτέραγ’ ἕνα μακελάρη….

….Καί καρτέραγε τόν Τοῦρκο νά τήν πάρει…».

Οἱ στίχοι εἶναι τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, ἀπό τόν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου».

Αἰῶνες πρίν τήν ἡμέρα τῆς Ἁλώσεως προϋπῆρχαν τάσεις πού αὐτές ἔγιναν ἱκανές γιά νά φθάσουμε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ αὐτήν τήν ἴδια τήν Ἅλωση. Ἄλλωστε ἡ Ἅλωση ἄργησε γιά λίγες δεκαετίες, λόγω τοῦ ὅτι ὁ Βαγιαζήτ, ὁ προπάππους τοῦ Πορθητῆ ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νά καταλάβει τήν Πόλη, εἰσέβαλαν οἱ Μογγόλοι μέ τόν Ταμερλάνο στήν Μ. Ἀσία καί ἔτσι ἀναγκάστηκε νά λύσει τήν πολιορκία. Ὁ ἐπιθανάτιος ρόγχος τῆς Πόλης κράτησε πάνω ἀπό τρεῖς αἰῶνες. Πρίν ἀκόμη γίνει ἡ Α΄ Ἅλωση.

Ὅλοι οἱ ἱστορικοί μας λένε ὅτι ἄν εἴχαμε ὑποταχθεῖ στόν Πάπα πρίν τήν Ἅλωση ἀπό τούς Ὀθωμανους θά εἴχαμε γίνει προτεκτοράτο τοῦ Βατικανοῦ. Θά ἤμασταν χειρότερα ἀπό ὅτι εἴμαστε σήμερα. Βλέπουμε τόν ἑλληνισμό στήν Κάτω Ἰταλία, στήν Γαλλία κ.ἀλ. ὅτι ταυτίστηκε μέ τό παπικό στοιχεῖο. Ἑκατομμύρια κατοικῶν ἔχασαν τήν ἑλληνικότητά τους καί σέ κάποιους μόνο μένει ἡ ἀνάμνηση ὅτι κάποτε ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα καί ὁμιλεῖτο ἡ ἑλληνική γλώσσα. Ἄν ἀντιπαραβάλουμε τούς ρωμηούς τῆς Εὐρώπης οἱ ὁποῖοι κατακτήθηκαν ἀπό τούς Φράγγους, μέ τούς ρωμηούς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι σέ πολλές περιοχές,

Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος




Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;

-Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.

Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλήσι;

Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρῃ τὸ μονοπάτι,
νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ.

Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει,
περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα.

Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη-
Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:

Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη.
γαλάζια λάμψι χύνει.

Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.

- Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι.

Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι,

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

σταλαγματιες απο την παραδοση

αποψεις...