– Πέστε μας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ Τὴν ζήση.
– Γέροντα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἔχει δύναμη πνευματική, ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;
– Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνομά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία μὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασμὸ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ πέφτει κάτω λειωμένος, διαλυμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.
– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι ἀπὸ τὸ προσκύνημά σας στὴν Παναγία τῆς Τήνου.
– Τί νὰ πῶ; Μιὰ τόσο μικρὴ εἰκόνα κι ἔχει τόση Χάρη! Δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ κοντά της. Παραμέρισα λίγο, γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίζω τοὺς ἄλλους ποὺ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν.
– Μερικοί, Γέροντα, σκανδαλίζονται ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔχουν οἱ θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας.
– Νὰ σᾶς πῶ τί ἔπαθε μιὰ φορὰ ἕνας πολὺ ἁπλὸς καὶ εὐλαβὴς προσκυνητής. Πῆγε