Όταν οι άνθρωποι έχουν παντοτινή επίγνωση της φιλανθρωπίας του Θεού προς αυτούς, θα είναι φιλάνθρωποι κι ο ένας προς τον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να κάνει τους ανθρώπους άσπλαχνους προς τους άλλους, όσο η πεποίθηση πως κανένας δε θέλει να δώσει και στους ίδιους. Κανένας; Και πού είναι ο Θεός τότε; Δε μας αποζημιώνει κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο Θεός με την ευσπλαχνία Του, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμαστε άσπλαχνοι; Δεν είναι πιο σπουδαίο για μας να μας ευεργετήσει ο Βασιλιάς στην αυλή Του με την ευσπλαχνία Του, αντί να μας ευεργετούν οι δούλοι Του; Τί μας ωφελεί αν μας ευεργετούν όλοι οι δούλοι Του, αλλά ο Βασιλιάς είναι συγκρατημένος απέναντι μας;
Οι άνθρωποι γίνονται ανελεήμονες όταν περιμένουν από τους άλλους να τους ελεήσουν, ενώ οι άλλοι περιμένουν το ίδιο απ’ αυτούς. Σ’ αυτήν την αμοιβαία αναμονή, στο να περιμένει δηλαδή ο ένας από τον άλλον να τον ελεήσει, όλοι οι άνθρωποι, σαν ένας γενικός κανόνας, γίνονται άσπλαχνοι κι ανελεήμονες. Η ελεημοσύνη όμως δεν είναι παθητική
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ἀγαπᾶ τε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζετε τακτικά, καθημερινῶς. Καὶ ὄχι μόνο τὸ διαβάζετε, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖτε νὰ τὸ ἐφαρμόσετε στὴ ζωή σας.
Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι, ποὺ ἅμα τοὺς πῇς, Διάβασε Εὐαγγέλιο, κάνουν ἕνα μορφασμὸ εἰρωνείας καὶ λένε·
–Οὔφ, καημένε! Τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν γιὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Τώρα πάλιωσε. Νέες ἰδέες, νέα συστήματα ἐπικρατοῦν στὸν κόσμο… Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Δυστυχισμένοι ἄνθρωποι!
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει. Μένει αἰώνιο. Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν παλιώνει, ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε ἥλιος πνευματικὸς ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο.
Ἀπόδειξις ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει εἶνε καὶ τὰ σημερινὰ λόγια του. Τί μᾶς λέει; «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6, 31). Δώδεκα λέξεις. Ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς δώδεκα λέξεις περικλείονται τὰ πάντα.
Ὁ Κύριος μᾶς δείχνει τὸν τρόπο νὰ ζήσουμε ἁρμονικὰ στὴν κοινωνία. Μᾶς δίνει ἕνα χρυσὸ κανόνα, ἕνα χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο
Λουκ. στ΄ 31-36
Ιερά Μονή Παναγίας Θεοτόκου Δουραχάνης Ιωαννίνων
Ομιλία π. Αθανασίου Χατζή
080928
(Λουκ. ε΄. 1-11)
«Τὸν
ἐστρίμωχναν τὰ πλήθη, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ κι αὐτὸς
στεκόταν κοντὰ στὴ λίμνη Γενησαρέτ. Εἶδε δυὸ βάρκες ἀραγμένες στὴν
ἀκρολιμνιά· οἱ ψαράδες πιὸ κεῖ ἔπλυναν τὰ δίχτυα τους. Μπῆκε σὲ μιὰ ἀπ’
αὐτὲς ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεμακρύνη λίγο ἀπὸ τὴ
στεριά. Κι ἀφοῦ κάθισε ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὴ βάρκα.
Ὅταν τέλειωσε εἶπε στὸ Σίμωνα· Γύρισε στ’ ἀνοιχτὰ καὶ ρίξετε τὰ δίχτυα
γιὰ ψάρεμα.
Τοῦ
ἀποκρίθηκε ὁ Σίμωνας καὶ τοῦ εἶπε· Δάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ
δὲν πιάσαμε τίποτα. Θὰ ρίξω ὅμως τὸ δίχτυ ἀφοῦ τὸ ὁρίζεις. Ἔκαμαν ἔτσι
κι ἔπιασαν τόσο μεγάλο πλῆθος ψάρια ποὺ ἄρχισε τὸ δίχτυ νὰ σπάζη.
Φώναξαν τοὺς συνεταίρους τους τῆς δεύτερης βάρκας νὰ πᾶν νὰ τοὺς
βοηθήσουν. Πῆγαν καὶ γέμισαν καὶ οἱ δύο βάρκες σὲ σημεῖο νὰ βουλιάζουν.
Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Σίμωνας πέφτει στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν
παρακαλεῖ. Ἕβγα ἀπ’ τὴ βάρκα μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἁμαρτωλός. Τὸν εἶχε
γεμίσει θάμπος κι αὐτὸν κι ὅλους τοὺς συντρόφους του γιὰ τὰ ψάρια ποὺ
εἶχαν πιάσει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ὅμοια εἶχαν ξαφνιαστῆ
(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ε΄, χωρία 1 έως 11)