Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά λέμε: «Ὁ Μεσσίας γεννήθηκε», ἤ «ὁ Βασιλιάς γεννήθηκε», ἤ «ὁ Σωτήρας γεννήθηκε»!
Μέ τόν χαιρετισμό αὐτό ἰσχυριζόμαστε καί μαρτυροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ὅτι ἦρθε στόν κόσμο Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἔρθει γιά τή σωτηρία τῆς γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅτι ἐκτός Αὐτοῦ ἄλλον δέν πρέπει νά περιμένουμε.
Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὑποσχέθηκε στούς προπάτορές μας ὅταν διώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο,
Ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οἱ ἀσεβεῖς λαοί μόλις πού διαισθάνονταν,
Ἐκεῖνος πού οἱ Ἑβραῖοι προφῆτες ξεκάθαρα προφήτευσαν,
Ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀβοήθητη ἀνθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πονεμένα ἀναστέναζε,
Ἐκεῖνος ἔλαμψε στή γῆ ὅπως ὁ ἥλιος μετά ἀπό μακριά νύχτα.
Κι ἔτσι ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», μαρτυροῦμε καί ὅτι ὁ Ὕψιστος κράτησε τήν ὑπόσχεσή Του, καί ὅτι ἡ προαίσθηση τῆς ἀνθρωπότητας ἐκπληρώθηκε, καί ὅτι οἱ προφητεῖες τῶν προφητῶν πραγματοποιήθηκαν, καί ὅτι οἱ ἀνθρώπινοι ἀναστεναγμοί χόρτασαν χαρά.
«Χριστός ἐτέχθη».
Ὁ Μεσσίας γεννήθηκε, ὁ Πανθαύμαστος, ταυτόχρονα Ἄνθρωπος καί Θεός, ἦρθε γιά νά ξεκουραστοῦν ἐπάνω Του τά κουρασμένα ἀνθρώπινα μάτια καί νά μήν κοιτάξουν