π. Δημητρίου Μπόκου
Ὑποθετικὸ σενάριο: Φαντασμαγορικὴ γιορτὴ γενεθλίων στὸ
μεγάλο ἀρχοντικό.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ ἀκριβὰ κουστούμια καὶ φανταχτερὲς
τουαλέτες, μὲ λαμπερὰ κοσμήματα καὶ πολυτελέστατα δῶρα, οἱ καλεσμένοι ὅλοι, καταφθάνουν. Μὲ πλατιὰ χαμόγελα καὶ βαθειὲς ὑποκλίσεις ὁ νοικοκύρης, ἡ νοικοκυρά, τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό, ἡ οἰκογένεια ὅλη, τοὺς βάζουν νὰ πάρουν θέση στὸ μεγάλο στολισμένο τραπέζι. Οἱ μπάντες παίζουν γιορτινὲς μουσικές, τὸ κέφι ἀνεβαίνει κατακόρυφα, τὰ μαχαιροπήρουνα κινοῦνται δραστήρια, τὰ πιάτα πᾶνε κι ἔρχονται βαρυφορτωμένα, τὰ ποτήρια ὑψώνονται. Ἡ τεράστια τούρτα μὲ τὰ κεράκια της ἀναμμένα τοποθετεῖται στὸ κέντρο.
Τότε ἕνας φωνάζει: «Γιὰ ποιὸν γίνεται ὅλο αὐτὸ τὸ πανηγύρι; Ποῦ εἶναι γιὰ νὰ τὸν εὐχηθοῦμε;» Μὰ οἱ νοικοκυραῖοι λένε πὼς τὸ τιμώμενο πρόσωπο …δὲν ὑπάρχει. «Δὲν εἶναι πλέον ἔνοικος τοῦ σπιτιοῦ μας. Τὸν ἔχουμε ἐξορίσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, γιατὶ δὲν ταίριαζε μὲ τὴ ζωή μας. Μᾶς ἀναστάτωνε ὁ τρόπος του. Δὲν τὸν θέλαμε ἀνάμεσά μας. Μὲ τὸν καιρὸ ξεχάσαμε καὶ τὴ μορφή του καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμα. Μὰ ἡ γιορτὴ ἀπὸ συνήθεια ἔμεινε. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ καταργηθεῖ. Ἔδινε λαμπερὸ χρῶμα στὴν