♱Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἦταν καὶ Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς δὲν ὑπάρχει στιγμὴ τοῦ χρόνου ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ. Ὑπάρχει πάντοτε. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέμε «νῦν καὶ ἀεί». Ἐμεῖς εἴμεθα στὸ «νῦν», τώρα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ στὸ «ἀεί», πάντοτε· «…νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ὡς Θεὸς λοιπὸν εἶνε αἰώνιος, ὡς ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ ἐφόρεσε σάρκα, μπῆκε στὴν ἱστορία, στὸ χρόνο. Γεννήθηκε σὲ ὡρισμένο χρόνο καὶ τόπο, σὲ ἕνα μικρὸ χωριό. Γεννήθηκε σὰν ἕνα φτωχὸ νήπιο. Ἡ Mάνα του δὲν εἶχε ποῦ νὰ τὸν βάλῃ, καὶ τὸν ἔβαλε στὸ παχνὶ τῶν ζῴων. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά, σ᾿ ἕνα σταῦλο. Ποιός θὰ φανταζόταν, ὅτι τὸ νήπιο ἐκεῖνο εἶνε ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου;
Πέρασαν ἀπὸ τὴ Γέννησι σαράντα ἡμέρες. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα εἶχαν τότε συνήθεια, ὅπως καὶ τώρα, νὰ πηγαίνουν τὸ βρέφος στὸ ναό. Τὸ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσουν, νὰ τὸ καθαρίσουν, νὰ σαραντίσῃ ἡ μάνα. Σήμερα δυστυχῶς ἄρχισαν αὐτὰ νὰ μὴν τὰ προσέχουν. ᾿Αμελοῦν. Θυμηθῆτε ὅμως τὰ λόγια μου· παιδί, ποὺ ἡ μάνα δὲν τὸ σαραντίζει, θὰ γίνῃ τέρας. Θὰ γεμίσῃ ὁ κόσμος ἀπὸ κακούργους.
Συνήθιζαν, λοιπόν, οἱ Ἑβραῖοι στὶς σαράντα ἡμέρες νὰ φέρνουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, καὶ συγχρόνως νὰ προσφέρουν δῶρα. Ἂν ἦταν πλούσιοι, πήγαιναν ἕνα βόδι, ἕνα δαμαλάκι· ἂν ἦταν φτωχοί, πήγαιναν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Γιατί; Γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Θεό, ποὺ ἔδωσε τὸ παιδί. Διότι τὸ παιδὶ εἶνε ὁ μπουναμᾶς τοῦ οὐρανοῦ, τὸ πιὸ μεγάλο δῶρο. Δὲν πά᾿ νά ᾿χῃ τὸ σπίτι ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κι ὅ,τι ἄλλο θέ᾿ς· ἂν μέσα σ᾿ αὐτὸ δὲν ἀκούγεται κλάμα παιδιοῦ, κάτι λείπει. Γι᾿ αὐτὸ οἱ γονεῖς νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό. Διότι τὸ παιδὶ δὲν τὸ ἔκανες ἐσύ – λάθος ἔχεις. Ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήση τὰ δέντρα, καρπὸ δὲν πιάνουν· κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴ γῆ, σπαρτὰ δὲν θερίζεις. Κι ἅμα ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὴν κοιλιὰ τῆς γυναίκας, ἂς πάῃ σ᾿ ὅλους τοὺς γιατρούς, παιδὶ δὲν κάνει. Τὰ παιδιὰ τὰ δίνει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ οἱ μανάδες πρέπει νὰ φέρνουν τὰ παιδιά τους στὴν ἐκκλησιὰ ὅταν γίνωνται σαράντα ἡμερῶν, νὰ τὰ σαραντίζουν καὶ νὰ εὐλογοῦνται. Αὐτὸ ἔκανε ἡ Παναγία, αὐτὸ νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
Ἡ Παναγία πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ τὸν προστάτη πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μαζί της πῆγαν κι ἄλλες γυναῖκες πλούσιες. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶνε στοὺς πλουσίους. Ἐκείνη ἦταν φτωχιὰ καὶ κανείς δὲν τὴν πρόσεχε. Ἀλλὰ τί λέω; Κάποιος τὴν πρόσεξε. Ποιός; Ἕνας γέροντας ποὺ τὸν ἔλεγαν Συμεών. Τί ἦταν αὐτός; Αὐτὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή, διάβαζε τοὺς προφήτας, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔμαθε, ὅτι μιὰ μέρα «θὰ ἀνατείλῃ ἕνα ἄστρο» στὸν κόσμο· ἔμαθε, ὅτι θὰ ἔρθῃ «ἕνας ἄνθρωπος», ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός (βλ. Ἀριθμ. 24,17). Ὁ Συμεὼν ὅμως λυπόταν