βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονετῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.
Επτά εβδομάδες συν την πρώτη μέρα της όγδοης εβδομάδας, πενήντα μέρες ακριβώς από το Πάσχα, γιόρταζαν οι Ισραηλίτες την εορτή της Πεντηκοστής. Γι’ αυτό και ονομαζόταν και «εορτή των εβδομάδων», αλλά και «εορτή θερισμού πρωτογεννημάτων» και «εορτή των νέων» (εννοείται, καρπών). Όπως φαίνεται και από τα ονόματά της, προσφέρονταν κατ’ αυτήν στον Θεό τα πρωτογεννήματα, οι απαρχές των καρπών από τα πρώτα θερίσματα, για να ευλογηθούν.
Η εντολή του Θεού ήταν να θεωρείται η Πεντηκοστή, όπως και το Πάσχα, «κλητή και αγία ημέρα», επίσημη δηλαδή και αφιερωμένη στον Θεό, κατά την οποία δεν επιτρεπόταν καμμιά σημαντική εργασία.
Εορταζόταν με θυσίες αιματηρές και αναίμακτες. Προσφέρονταν άρτοι από εκλεκτό αλεύρι («εκ σεμιδάλεως»-σιμιγδάλι), αλλά και μόσχος, τράγος, κριοί και αμνοί (Εξ. 23, 16. 34, 22. Λευϊτ. 23, 15-22. Αριθμ. 28, 26).
Την ημέρα της Πεντηκοστής, πενήντα μέρες ακριβώς από την Ανάστασή του, διάλεξε και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, για να στείλει
Σήμερα
ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ
ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ
γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα
Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση
τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν
ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ' 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν
ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι' αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν
μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι,
ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν
διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους
αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι
τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων
πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ
διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ
ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.
Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού
παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν
Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ
Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους.
Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν
περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ
ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β'
Κόρ. στ' 16).
Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν' ἀναφερθῶ σὲ
τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς·
ῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν,
εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου
δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας
αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα
γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν.
ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω·
καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν
κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς
δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν
λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ
ἐστιν· ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ
ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με
ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ
ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά,
καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ
κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ
ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν
ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι
ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ
γραφὴ πληρωθῇ. νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα
ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
π. Δημητρίου Μπόκου
Μὲ τὸ κλείσιμο τῆς ἀναστάσιμης περιόδου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, τιμοῦμε τοὺς ἁγίους 318 Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, πόλη τῆς βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πολὺ κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ πρόβλημα ἦταν ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος, ποὺ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δημιούργημα, κτίσμα. Τὸ θέμα εἶναι τεράστιας σημασίας, γιατὶ τὰ δημιουργήματα δὲν ἔχουν ἀφ’ ἑαυτῶν ὕπαρξη, ζωὴ καὶ ἀθανασία. Ζοῦν καὶ ὑπάρχουν μόνο, ἐπειδὴ τὰ διακρατεῖ στὴν ὕπαρξη ἡ δημιουργικὴ πνοὴ καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, κανένα δημιούργημα, ὅσο τέλειο καὶ ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ μεταδώσει σὲ ἄλλους ζωὴ καὶ σωτηρία, ἀφοῦ τὸ ἴδιο δὲν εἶναι πηγὴ ζωῆς, αὐτοζωή (Κυριακὴ ἁγίων Πατέρων).
Οἱ 318 ἅγιοι Πατέρες ἔφτιαξαν τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπου διατρανώνουν τὴν πίστη μας «καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, …Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα». Γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ὁ Χριστός, ἔχει τὴν ἴδια θεία οὐσία μὲ αὐτόν («ὁμοούσιος τῷ Πατρί»), δὲν εἶναι πλάσμα του ὅπως ἐμεῖς. Εἶναι Θεός, ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Πιστεύουμε αὐτὸ ἀκριβῶς