...Κι όμως..
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019 . Είπα να πάω να δω λίγο τη μάνα μου.
Την
είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Προχωρούσε αργά
με μικρά βήματα στην αυλή του σπιτιού μας . Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια
το ψωμί στον φούρνο.
Μα τι έκανε ;
Απρόσμενα ένα σμήνος
σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν
τα βρεγμένα ψιχουλάκια . Τραγουδούσαν , πετάριζαν με τα μικρά τους
φτεράκια, χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί .
Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα . Φιλονικούσαν , σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά.
Ήταν τρισευτυχισμένα .
-Τα καημένα σχολίασε η γριά μάνα μου .
Εδώ και χρόνια , τα ταΐζω κάθε μεσημέρι .
Πεινούν κι αυτά .
Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό.
Κοίταξέ
τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν ,
ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι , δοξολογούν τον Πλάστη τους …
Έμεινα άφωνη να τα κοιτάζω .
Την μάνα μου την καλόψυχη , την σπλαχνική , που συμπόνεσε ακόμη και τα σπουργίτια.
Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ