Ἦχος Βαρύς
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο.
Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
~
Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ μὲ ἐδίδαξε μὲ τὴν ζωή της καὶ τὸν λόγο της τὸ πατρῶον
σέβας. «Ἡ νηστεία εἶναι, παιδί μου, ἡ βάσις κάθε σωματικῆς ἀσκήσεως.»
Ὅλες τὶς Σαρακοστὲς ἄλαδο ἡ γιαγιὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ σπίτι.
Μ΄ ἔμαθε ν΄
ἀνάβω τὸ καντήλι, νὰ θυμιάζω, νὰ ἀνάπτω κερὶ μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα
καὶ νὰ προσεύχωμαι στὸν ὄρθρο καὶ στὸ δείλι. Μοῦ ὑπέδειξε τὶς μετάνοιες
σὰν προσευχὴ ποὺ τὴν δέχεται ὁ Θεός. Μὲ δίδαξε ὅτι ἂν τρεῖς Κυριακὲς δὲν
ἀκούσουμε τὸν ἑξάψαλμο, σταματᾶμε νὰ εἴμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί
μου, ὁ παπὰς πέρασε, ἀνέβηκε στὴν Παναγία· μὴ ξεχνᾶς ὅτι καὶ τὴν
προηγούμενη Κυριακὴ τὸν χάσαμε τὸν ἑξάψαλμο.» Μ΄ ἔμαθε νὰ τὸν ἀκούω
ὄρθιος καὶ σεβίζων, ὑποκλινόμενος. Τὴν ὥρα ποὺ διαβαζότανε… τὸ Εὐαγγέλιο
ἔβαζε κερὶ στὸ μανάλι, γιατί πίστευε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ διαθήκη
ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, καὶ στὴν σύνταξη
καὶ ἀνάγνωση τῶν διαθηκῶν, ποὺ γινότανε πάντοτε τὸ ἑσπέρας, ὅλοι
βαστοῦσαν κερί, γιὰ νὰ βλέπη ὁ συντάκτης. Μ΄ ἔμαθε πὼς τὸ «Δόξα Πατρὶ»
εἶναι ἡ μεγαλύτερη
...Κι όμως..
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019 . Είπα να πάω να δω λίγο τη μάνα μου.
Την
είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Προχωρούσε αργά
με μικρά βήματα στην αυλή του σπιτιού μας . Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια
το ψωμί στον φούρνο.
Μα τι έκανε ;
Απρόσμενα ένα σμήνος
σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν
τα βρεγμένα ψιχουλάκια . Τραγουδούσαν , πετάριζαν με τα μικρά τους
φτεράκια, χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί .
Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα . Φιλονικούσαν , σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά.
Ήταν τρισευτυχισμένα .
-Τα καημένα σχολίασε η γριά μάνα μου .
Εδώ και χρόνια , τα ταΐζω κάθε μεσημέρι .
Πεινούν κι αυτά .
Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό.
Κοίταξέ
τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν ,
ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι , δοξολογούν τον Πλάστη τους …
Έμεινα άφωνη να τα κοιτάζω .
Την μάνα μου την καλόψυχη , την σπλαχνική , που συμπόνεσε ακόμη και τα σπουργίτια.
Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ