π. Δ. Μπόκου
Ὁ Θεὸς εἶναι ἔμπειρος, καλὸς γεωργός. Σπέρνει τὸν σπόρο του, φυτεύει τὰ φυτά του μὲ ἀξεπέραστη τέχνη. Ὁ ἀγρός του εἶναι τεράστιος, ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ψυχές. Στὸν ἀγρὸ αὐτὸν φυτεύονται θεῖες καταβολές, σπέρνεται ἀπὸ τὸν οὐράνιο σπορέα «καλὸν σπέρμα», ἄριστης ποιότητας σπόρος (Κυριακὴ Δ ́ Λουκᾶ).
Ὁ Θεὸς πρωτοέδειξε τὴ γεωργικὴ δεξιοτεχνία του στὸν Παράδεισο, ὅταν ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἄνθρωπο «κῆπον παντοίοις ὡραϊσμένον φυτοῖς». Ὁ Θεὸς δὲν ἀρέσκεται σὲ μονοκαλλιέργειες. Ἀντιθέτως, ζήτησε ἀπὸ τὴ γῆ νὰ βλαστήσει «πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν» (Γεν 2, 9). Ὅλα αὐτὰ τὰ διαφορετικὰ δέντρα ποὺ ντύνουν τὸν κόσμο μὲ τὴν πολυποίκιλη ὀμορφιά τους καὶ τὸν τρέφουν μὲ τὴν πανσπερμία τῶν καρπῶν τους. Ὅλα αὐτὰ ποὺ φτιάχνουν τὸ τεράστιο, ἀλλὰ καὶ τόσο τέλεια ἰσορροπημένο γεωοἰκοσύστημα.
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἐπιθυμεῖ ὁ Θεὸς καὶ στὸν πνευματικό του ἀγρό, ὅπου φυτεύει