«Και
αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε πάλι με παραβολές: Η βασιλεία των ουρανών
μοιάζει με άνθρωπο βασιλέα, ο οποίος έκανε τους γάμους του υιού του. Και
έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους,
αλλά αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν. Πάλι έστειλε άλλους δούλους, λέγοντας·
Πείτε στους καλεσμένους· το γεύμα μου είναι έτοιμο, οι ταύροι και τα
μοσχάρια μου είναι σφαγμένα και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους.
Αυτοί όμως έδειξαν αδιαφορία και μετέβησαν, άλλος μεν στο χωράφι του και
άλλος στην επιχείρησή του, οι δε υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους
του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. Όταν όμως ο βασιλεύς τα άκουσε
αυτά, οργίστηκε και έστειλε τον στρατό του, εξολόθρευσε εκείνους τους
φονείς και κατέκαυσε την πόλη τους.Τότε λέγει στους δούλους του· Ο μεν
γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι. Πηγαίνετε στα
σταυροδρόμια και όσους θα βρείτε καλέστε τους στους γάμους. Και αφού
βγήκαν οι δούλοι στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και
καλούς, και γέμισε η αίθουσα των γάμων από τους καλεσμένους. Όταν όμως
εισήλθε ο βασιλιάς για να δει τους
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει μιὰ γυναίκα ποὺ γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια ἦταν συγκύπτουσα, διπλωμένη στὰ δυό, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι της καὶ νὰ δεῖ κατὰ πρόσωπο ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ἡ θεραπεία ἔγινε Σάββατο, ὁ ἀρχισυνάγωγος ἀγανάκτησε, θεωρώντας ὅτι ὁ Χριστὸς παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ποὺ ὅριζε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲ δίστασε καθόλου νὰ τὸν ὀνομάσει ἀμέσως ὑποκριτὴ
(Κυριακὴ Ι ́ Λουκᾶ).
Αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ ὁ ἀρχισυνάγωγος, κάτω ἀπὸ τὴ φαινομενική του θεοσέβεια, ἔκρυβε τὸν φθόνο του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ κάποια ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσει καὶ νὰ τὸν παρουσιάσει στὰ μάτια τοῦ λαοῦ ἀναξιόπιστο διδάσκαλο, ἁμαρτωλὸ καὶ παραβάτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἀντιμετώπιζε γενικὰ μὲ μεγάλη ἐπιείκεια καὶ εὐσπλαχνία κάθε ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, στὴν
Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ, Κυριακή της συγκύπτουσας γυναίκας