Ἕνας Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος στὴν Καπερναοὺμ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ θεραπεύσει τὸν παράλυτο δοῦλο του, ποὺ βασανιζόταν πολὺ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἦταν κοντὰ στὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς προθυμοποιήθηκε νὰ μεταβεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει, ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος ἀντέτεινε ὅτι θεωρεῖ ἀνάξιο τὸν ἑαυτό του νὰ δεχτεῖ τὸν Χριστὸ «ὑπὸ τὴν στέγην» του. Ἀλλά, πιστεύοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα, τοῦ ζήτησε νὰ δώσει μιὰ ἁπλὴ ἐντολὴ καὶ ἡ ἀρρώστια θὰ τὸν ὑπακούσει καὶ θὰ φύγει, ὅπως αὐτὸς δίνει ἐντολὲς σὲ στρατιῶτες καὶ δούλους ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία του καὶ αὐτοὶ ὑπακούουν. Ὁ Χριστὸς θαύμασε τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐπαίνεσε. Καὶ φυσικὰ θεράπευσε μὲ ἕνα λόγο τὸν δοῦλο του (Κυριακὴ Δ ́ Ματθαίου).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς παραθέτει καὶ μιὰ ἐλαφρῶς διαφορετικὴ ἐκδοχὴ γιὰ τὸ γεγονός, κατὰ τὴν ὁποία, ὁ ἑκατόνταρχος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς ἀνάξιο νὰ παρουσιασθεί αὐτοπροσώπως μπρὸς στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιστρατεύει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς «πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων», κάποιους δηλαδὴ προεστούς, νὰ μεσιτεύσουν γιὰ
χάρη του καὶ νὰ παρακαλέσουν γιὰ τὸ αἴτημά του (Λουκ. 7, 3). Δείχνει ἕνα ἀπολύτως ὑγιὲς πνευματικὸ φρόνημα: Τὴν αἴσθηση ἀναξιότητας μπρὸς στὸ ἀπέραντο θεϊκὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀποκτοῦν οἱ ἅγιοι, ὅσο περισσότερο πλησιάζουν τὸν Θεό.
Αὐτὸ ἐπισυμβαίνει στοὺς ἁγίους μὲ τὴν ὄξυνση τῆς πνευματικῆς τους ὅρασης. Ἂν ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή, ἔχουμε μιὰ ἀμυδρὴ μόνο αἴσθηση τῶν οὐρανίων πραγμάτων, ἂν τώρα