Ἦχος Βαρύς
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο.
Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
– Πέστε μας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ Τὴν ζήση.
– Γέροντα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας ἔχει δύναμη πνευματική, ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;
–
Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνομά Της καὶ
ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ
σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία μὲ ἕναν συνεχῆ
ἀσπασμὸ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν
ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ
πέφτει κάτω λειωμένος, διαλυμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.
– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι ἀπὸ τὸ προσκύνημά σας στὴν Παναγία τῆς Τήνου.
–
Τί νὰ πῶ; Μιὰ τόσο μικρὴ εἰκόνα
...Κι όμως..
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019 . Είπα να πάω να δω λίγο τη μάνα μου.
Την
είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Προχωρούσε αργά
με μικρά βήματα στην αυλή του σπιτιού μας . Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια
το ψωμί στον φούρνο.
Μα τι έκανε ;
Απρόσμενα ένα σμήνος
σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν
τα βρεγμένα ψιχουλάκια . Τραγουδούσαν , πετάριζαν με τα μικρά τους
φτεράκια, χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί .
Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα . Φιλονικούσαν , σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά.
Ήταν τρισευτυχισμένα .
-Τα καημένα σχολίασε η γριά μάνα μου .
Εδώ και χρόνια , τα ταΐζω κάθε μεσημέρι .
Πεινούν κι αυτά .
Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό.
Κοίταξέ
τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν ,
ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι , δοξολογούν τον Πλάστη τους …
Έμεινα άφωνη να τα κοιτάζω .
Την μάνα μου την καλόψυχη , την σπλαχνική , που συμπόνεσε ακόμη και τα σπουργίτια.
Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ